Εάν σε ένα πράγμα συμφωνούσαν εύκολα σχεδόν όλοι οι Έλληνες, θα ήταν στην αποθέωση μιας κάποιας παραλίας. Άλλοι σε παραλίες μοναχικές, άλλοι σε παραλίες κοσμικές, άλλοι σε παραλίες εξωτικές, άλλοι σε παραλίες εμπορικά διασκεδαστικές, όλοι όμως, λίγο-πολύ, θα συνέκλιναν στη μετα-φυσική δύναμη της παραλίας. Το τέλος του καλοκαιριού σηματοδοτεί κάπως την απομάκρυνση από αυτή την προσβάσιμη και κοινότοπη ουτοπία ενός παραλιακού μετώπου που χαλαρώνει, απελευθερώνει, διασκεδάζει, κοινωνικοποιεί, απομονώνει. Το τέλος των καλοκαιρινών διακοπών ουσιαστικά σταματά πάντα απότομα και στενόχωρα αυτή την προσωρινή ουτοπία μιας καλοκαιρινής απόδρασης από τη ρουτίνα της καθημερινότητας, παρότι η παραλία σηματοδοτεί μια ολόκληρη σειρά άλλων επαναλαμβανόμενων συνηθειών, από τον καφέ στην ξαπλώστρα και στην ομπρέλα μέχρι την αστεία επίπλευση επάνω σε στρώματα ή σανίδες ισορροπίας.
Τα μπάνια του λαού, το «κεκτημένο» της σύγχρονης μεταπολιτευτικής Ελλάδας, η κανονικότητα της καλά οργανωμένης φυγής από την πραγματικότητα, είναι κάτι που ακόμα και στην εποχή της κρίσης, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, διατηρήθηκε ζωντανό. Είτε μειωμένο σε μέρες και κόστος, είτε μέσα από φιλοξενία σε φιλικά και συγγενικά σπίτια, είτε μέσα από την απόσβεση των εξοχικών κατοικιών, είτε ως ακυρωμένη φαντασίωση, οι διακοπές σε κάποια παραλία παραμένει για τους Έλληνες (και όχι μόνο) το απόλυτο ζητούμενο. Είναι ίσως το μόνο το οποίο, μέσα στον ορυμαγδό της κρίσης που βιώθηκε την τελευταία δεκαετία, έμεινε σχετικά σταθερό μέσα από τις ήπιες μεταλλάξεις του. Ακόμα και για όσους έκαναν «διακοπές με βραχιολάκι», αυτή την επιλογή που πολλαπλώς στιγματίζεται από τους θιασώτες του εναλλακτικού τουρισμού, το όραμα των διακοπών, πακεταρισμένο και συμπιεσμένο, διατηρήθηκε στο ακέραιο.
Η παραλία είναι ο δημοκρατικός εκείνος χώρος που μας θυμίζει όλα όσα σημάδεψαν τις τελευταίες δεκαετίες την ατομική και συλλογική μας ταυτότητα, στοιχεία που για πολλούς αποτέλεσαν την πηγή του κακού της χρεοκοπίας μας: κατανάλωση, διασκέδαση, αποθέωση του ελεύθερου χρόνου, ενασχόληση με το σώμα και την εμφάνιση, υπερεπένδυση στη σεξουαλικότητα.
Η παραλία αποτελεί ταυτόχρονα κοινό και έτερο τόπο. Είναι ο πολύμορφος αυτός δημόσιος χώρος που μας επιτρέπει να παραμένουμε ίδιοι και ταυτόχρονα διαφορετικοί από τον καθημερινό μας βίο. Είναι εκεί όπου τα ζευγάρια, οι οικογένειες, ηλικιωμένα και νεαρά άτομα εκτίθενται πλήρως στους «άλλους», όχι μόνο τους τουρίστες αλλά και αυτούς τους που στην καθημερινότητά μας αρνούμαστε να δούμε ή να συναναστραφούμε, που τώρα μοιράζονται την ίδια ομπρέλα, την ίδια άμμο, τον ίδιο καφέ, την ίδια θάλασσα ‒ ακόμα και αν κάποιοι αναζητούν την πιο απόμακρη και απομονωμένη ακρογιαλιά για να μείνουν μακριά από τον «άλλον» που τους μοιάζει τόσο πολύ. Είναι το μέρος στο οποίο το ξένο μάς γίνεται οικείο, όπου σχεδόν αναγκαστικά σπάει κάθε εύκολος κοινοτισμός, παρότι πολλοί γκρινιάζουν για τις ρακέτες που τρυπάνε τ' αυτιά ή τις φωνές των παιδιών που συναγωνίζονται αυτές των γονέων τους. Το ξένο που είναι δίπλα μας, που είναι εντός μας, που δεν φέρει παράσημα διαφορετικότητας, αλλά είναι πάντα προσδιοριστικό της γενικότερης μεσοστρωματικής ζωής που λίγο-πολύ όλοι ζούμε.
Η παραλία είναι ο δημοκρατικός εκείνος χώρος που μας θυμίζει όλα όσα σημάδεψαν τις τελευταίες δεκαετίες την ατομική και συλλογική μας ταυτότητα, στοιχεία που για πολλούς αποτέλεσαν την πηγή του κακού της χρεοκοπίας μας: κατανάλωση, διασκέδαση, αποθέωση του ελεύθερου χρόνου, ενασχόληση με το σώμα και την εμφάνιση, υπερεπένδυση στη σεξουαλικότητα. Στοιχεία που ο εγχώριος πουριτανισμός, είτε μαρξιστικών καταβολών είτε συντηρητικών ηθικών αναστολών, θεώρησε τροχοπέδη ή ψευδή συνείδηση. Η παραλία, το εγκόσμιο και ρεαλιστικό ιδεώδες των σύγχρονων Ελλήνων, είναι αυτό που έμεινε όλα αυτά τα χρόνια εκεί, να μας θυμίζει τις μέρες τις παλιές, ως δείκτης μιας κοινωνίας που ποτέ δεν μπήκε στον πραγματικό πειρασμό να γίνει η ευρωπαϊκή Βενεζουέλα, παρά τις θυσίες και τον (αυτο)στιγματισμό στον οποίο υποβλήθηκε, άλλοτε δίκαια, άλλοτε άδικα. Είναι, άλλωστε, η θανατηφόρα καταστροφή στο Μάτι, στην πιο οικεία ίσως παραλία της Αττικής, πριν από έναν χρόνο που πυροδότησε μια υπόγεια αγανάκτηση για την πραγματική πολιτική και ηθική κρίση που εμπεδώθηκε την τελευταία δεκαετία.
Μένουν πολλά να κατανοήσουμε και να μελετήσουμε για την παραλιακή μας κουλτούρα, πέρα από εύκολες καταγγελίες ή εξιδανικεύσεις. Μένουν πολλά να καταλάβουμε για την ανθεκτικότητά της στον χρόνο και τις μεταλλάξεις της. Μια απαιτητική αναζήτηση διεπιστημονικού, δημοσιογραφικού και ίσως καλλιτεχνικού χαρακτήρα θα μπορούσε να δείξει την ιστορικότητα αλλά και τη συνθετότητα αυτού του πολυσυλλεκτικού οράματος, της κοινής μας ετεροτοπίας.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO