Το κάπνισμα είναι συνδεδεμένο με καθημερινές τελετουργίες και συνήθειες. Αναμφίβολα, το τσιγάρο για τους καπνιστές είναι πολλές φορές άμεσα συνυφασμένο με το ξύπνημα, το φαγητό, τον καφέ, τις κοινωνικές επαφές και τις προσωπικές σχέσεις. Όλοι γνωρίζουν τις βλαβερές του συνέπειες, τις σοβαρές ασθένειες που προκαλεί και πόσο εθιστικό μπορεί να γίνει. Πέρα από τις γνωστές επιπτώσεις στην υγεία, όμως, το τσιγάρο φαίνεται ότι επηρεάζει πλέον σημαντικά και τις κοινωνικές μας σχέσεις, συζυγικές, οικογενειακές ή φιλικές.
Όπως αποδεικνύεται από τα ευρήματα της παγκόσμιας έρευνας με τίτλο «Unsmoke: Clearing the way for change», η οποία πραγματοποιήθηκε από την ανεξάρτητη εταιρεία ερευνών Povaddo για λογαριασμό της Philip Morris International, εταιρείας μητρικής της Παπαστράτος, το κάπνισμα αποτελεί ρυθμιστικό παράγοντα της ανθρώπινης συμπεριφοράς και στις διαπροσωπικές επαφές. Στη συγκεκριμένη σφυγμομέτρηση συμμετείχαν περισσότερα από 16.000 άτομα από δεκατρείς χώρες. Το στατιστικό δείγμα αποτελούνταν από ενήλικους καπνιστές (14%), πρώην καπνιστές (22%), άτομα που δεν κάπνισαν ποτέ στη ζωή τους (59%) και μη συστηματικούς καπνιστές (5%).
Από τα στοιχεία της έρευνας διαπιστώθηκε ότι η αποστροφή για το κάπνισμα είναι πιο ισχυρή στις νεαρότερες ηλικίες. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην ηλικιακή ομάδα 21-34 ένα ποσοστό της τάξης του 41% απάντησε ότι έχει συγκρουστεί σε επίπεδο σχέσης λόγω του καπνίσματος. Το αντίστοιχο ποσοστό στις ηλικίες 35-54 και 55-74 άγγιξε το 33%.
Στις ηλικίες 21-34 ένα 41% χώρισε, και μάλιστα μετά από καβγάδες, λόγω τσιγάρου. Στις ηλικίες 35-74 το ποσοστό παραμένει σημαντικό, αλλά μειωμένο, ξεπερνώντας το 30%.
Την ίδια στιγμή, περισσότεροι από το ένα τρίτο (36%) των καπνιστών, περιστασιακών ή μη, που συμμετείχαν στην έρευνα εξέφρασαν την άποψη ότι το κάπνισμα έχει προκαλέσει διαφωνίες με τους αγαπημένους τους. Η απάντηση των μη καπνιστών στην ίδια ερώτηση έδειξε μια πολύ διαφορετική εικόνα, καθώς σε ποσοστό 71% δήλωσαν ότι το κάπνισμα έχει αποτελέσει αιτία διαφωνίας με τους αγαπημένους τους. Επίσης, το 23% των καπνιστών ανέφερε ότι κρύβει τη συνήθεια του καπνίσματος από αγαπημένους ή φίλους, ενώ οι περιστασιακοί καπνιστές είναι πιο πιθανό να καπνίζουν στα κρυφά.
Όσον αφορά τη διακοπή του καπνίσματος, η ομάδα που τάσσεται αναφανδόν υπέρ ήταν αυτή των συντρόφων των καπνιστών. Οι μη καπνιστές υποστηρίζουν ότι απλώς ανέχονται τον καπνό και την επίμονη μυρωδιά του τσιγάρου, αλλά δεν απολαμβάνουν καθόλου την «τελετουργική» συνήθεια του/-ης συντρόφου τους. Από την άλλη πλευρά, οι καπνιστές δηλώνουν ότι δεν έχουν πρόβλημα να ανάψουν τσιγάρο, ακόμα και αν γνωρίζουν ότι όχι μόνο ενοχλούν τον/-η σύντροφό τους αλλά τον/-ην κάνουν παθητικο/-ή καπνιστή/καπνίστρια, με όλες τις βλαβερές συνέπειες που μπορεί να έχει αυτό για την υγεία του/-ης. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, μόνο το 18% των καπνιστών φροντίζει να μην καπνίζει μπροστά στον/-η σύντροφό του, τη στιγμή που πιο διακριτικό είναι το 34% των μη συστηματικών καπνιστών.
Στο ερώτημα «έχετε διαφωνήσει ποτέ έντονα ή καβγαδίσει με τον σύντροφό σας για το τσιγάρο;» τις τρεις πρώτες θέσεις καταλαμβάνουν η Ιταλία με 87%, η Ρωσία με 82% και το Ισραήλ με 80%.
Παράλληλα, όταν τέθηκε το ερώτημα αν σκέφτονται να χωρίσουν λόγω τσιγάρου, η συντριπτική πλειοψηφία (83%) απάντησε αρνητικά. Όμως, ένα διόλου ευκαταφρόνητο 17% δήλωσε πως ναι, το σκεφτόταν. Ωστόσο, είναι χαρακτηριστικό ότι στις ηλικίες 21-34 ετών ένα 41% χώρισε, και μάλιστα μετά από καβγάδες, λόγω τσιγάρου. Στις ηλικίες 35-74 ετών το ποσοστό παραμένει σημαντικό, αλλά μειωμένο, ξεπερνώντας το 30%.
Tο 54% των μη καπνιστών θεωρούν κάποιον καπνιστή λιγότερο «ελκυστικό» από κάποιον μη καπνιστή.
Μάλιστα, στους μη καπνιστές, οι γυναίκες (73%) εκφράζουν πολύ περισσότερο από τους άντρες (66%) την ενόχλησή τους από τον καπνό του συντρόφου τους. Και ενώ το 36% των καπνιστών γνώριζε ότι το τσιγάρο ήταν πολύ δυσάρεστο για τον σύντροφό του, δυστυχώς προτίμησε να θυσιάσει τη σχέση του παρά να προσπαθήσει να διακόψει τη βλαβερή συνήθεια. Το ποσοστό αυτό σε άτομα νεαρής ηλικίας αγγίζει το 41%. Πάντως, ένα 40% των μη καπνιστών δήλωσε ότι θα χώριζε με τον/-η σύντροφό του/-ης αν ξεκινούσε τώρα το κάπνισμα.
Πέρα από τις ερωτικές σχέσεις, σύμφωνα με την έρευνα επηρεάζονται και οι φιλικές, καθώς οι μη καπνιστές προτιμούν να μην επισκεφτούν έναν φίλο τους καπνιστή, διότι δεν αισθάνονται άνετα με τη μυρωδιά του καπνού στον χώρο. Είναι φανερό ότι στις περισσότερες χώρες του κόσμου το κάπνισμα, στη συνείδηση των πολιτών, από μια κοινή κοινωνική δραστηριότητα έχει μετατραπεί σε κάτι δυσάρεστο και απαγορευμένο. Στο ερώτημα κατά πόσο αποφεύγουν τις επισκέψεις σε σπίτια καπνιστών, στην πρώτη θέση βρίσκεται το Ισραήλ με ποσοστό 77%, οι ΗΠΑ με 74% και ακολουθούν με το ίδιο ποσοστό Ιαπωνία και Χονγκ Κονγκ. Στη τελευταία θέση βρίσκεται η Δανία, με το ποσοστό να αγγίζει το 60%.
Τέλος, σε κάποιες χώρες η αντικαπνιστική συνείδηση έχει φτάσει σε τέτοιο σημείο, που ακόμη και αν ο καπνιστής δεν ανάψει τσιγάρο, δεν αισθάνεται άνετα όταν βρίσκεται μαζί με μη καπνιστές φίλους και συγγενείς. Σύμφωνα με τους συμμετέχοντες στην έρευνα, αυτό συμβαίνει στο 47% των καπνιζόντων. Στην ίδια έρευνα καταγράφεται ότι το 54% των μη καπνιστών θεωρεί κάποιον καπνιστή λιγότερο «ελκυστικό» από κάποιον μη καπνιστή.
«Η χρήση του καπνού δεν είναι καινούργια, είναι πανάρχαια. Ανάμεσα στις πολλές ουσίες που περιέχει ο καπνός είναι και η νικοτίνη, η οποία είναι συνυφασμένη με την καθημερινότητα των συστηματικών καπνιστών. Πέρα από τις αρνητικές επιπτώσεις του καπνίσματος στην υγεία, τις οποίες επισημαίνουν καθημερινά οι ειδικοί, η συνήθεια αυτή μπορεί πραγματικά να αποτελέσει ανασταλτικό παράγοντα για τις κάθε είδους σχέσεις, συνιστώντας ένα ζήτημα με κοινωνικές προεκτάσεις» δηλώνει στη LiFO η κοινωνιολόγος και διδάκτωρ Ψυχολογίας Γεωργία Δηλάκη. Και προσθέτει: «Το κάπνισμα προκαλεί διαφωνίες σε ένα ζευγάρι, αν ο ένας είναι καπνιστής και ο άλλος μη καπνιστής, διαταράσσοντας την ηρεμία στη σχέση και τη συντροφικότητα (π.χ. επιλέγουν ξεχωριστούς χώρους μέσα στο ίδιο σπίτι, με αποτέλεσμα την απομάκρυνση και την καταστροφή της οικειότητας). Συχνά, ο καπνιστής χάνει ποιοτικό χρόνο με την οικογένειά του, λόγω της τάσης "φυγής" για την εύρεση χρόνου και χώρου απόλαυσης της συνήθειάς του. Το γεγονός αυτό, σε περιπτώσεις που παραμερίζονται κάποιες από τις οικογενειακές υποχρεώσεις ή υπάρχουν παιδιά, ενδέχεται να γίνει αιτία εντάσεων και συγκρούσεων, μεγαλώνοντας το χάσμα μεταξύ παιδιών και ενηλίκων. Μάλιστα, ένα από τα χαρακτηριστικά συμπεράσματα της έρευνας της Philip Morris International είναι ότι οι νεαρές ηλικίες έχουν γίνει λιγότερο ανεκτικές στο κάπνισμα».
Στην ηλικιακή ομάδα 21-34 ένα ποσοστό της τάξης του 41% απάντησε ότι έχει συγκρουστεί σε επίπεδο σχέσης λόγω του καπνίσματος. Το αντίστοιχο ποσοστό στις ηλικίες 35-54 και 55-74 άγγιξε το 33%.
Σύμφωνα με όσα επισημαίνει η κ. Δηλάκη, ο καπνός του τσιγάρου είναι, επίσης, μια συνηθισμένη αιτία προστριβών σε χώρους εργασίας, δημιουργώντας μια δυσαρμονική ατμόσφαιρα που επηρεάζει αρνητικά τη συνεργασία και κατ' επέκταση την παραγωγικότητα. «Δεν είναι σπάνιο φαινόμενο οι καταγγελίες μη καπνιστών λόγω των αρνητικών συνεπειών στην υγεία τους από το παθητικό κάπνισμα στο εργασιακό περιβάλλον. Σε αυτές τις περιπτώσεις οι διαπληκτισμοί μεταξύ συναδέλφων είναι αναπόφευκτοι και η εχθρότητα δεδομένη, παρότι ο καπνιστής δεν συνιστά ένα άτομο με διαταραχή στη συμπεριφορά ούτε υστερεί σε γνώσεις, ικανότητες, προσόντα, εργασιακή απόδοση».
Συνεχίζοντας, αναφέρει: «Το κάπνισμα βλάπτει και τις κοινωνικές συναναστροφές μεταξύ ατόμων αγαπημένων, κατά τα άλλα. Ακόμα κι αν επικοινωνούν συχνά τηλεφωνικά ή στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, πολλοί μη καπνιστές αποφεύγουν την κοινωνική συνύπαρξη με καπνιστές, π.χ. αποφεύγουν να επισκέπτονται το σπίτι ενός καπνιστή, γιατί τους ενοχλεί η μυρωδιά και γενικά δεν θεωρούν ευχάριστο το περιβάλλον. Αντίστροφα, πολλοί καπνιστές αναφέρουν ότι δεν νιώθουν άνετα ανάμεσα σε φίλους και συγγενείς που δεν είναι καπνιστές, ενώ δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι κάποιες φορές πιστεύουν ότι βιώνουν έναν κοινωνικό αποκλεισμό».
Καταλήγοντας, η κ. Δηλάκη λέει: «Σε κάθε περίπτωση, ο καπνιστής δεν συνιστά ένα παραβατικό άτομο ούτε το κάπνισμα κοινωνικό φαινόμενο που πρέπει να κατασταλεί. Αυτό που έχει σημασία είναι οι καπνιστές να διακόψουν το κάπνισμα, να το περιορίσουν ή να στραφούν σε εναλλακτικές λύσεις από γνώση και όχι υπό την πίεση κάποιας αυστηρής νομοθεσίας. Είναι σίγουρο ότι γιατροί, αστυνομικοί, κοινωφελείς οργανισμοί, ψυχολόγοι, ψυχίατροι και κοινωνιολόγοι δεν έχουμε τη δύναμη να αλλάξουμε τη νοοτροπία του καπνιστή, αν ο καπνιστής ο ίδιος δεν ενεργοποιήσει τις δικές του δυνάμεις που θα τον βοηθήσουν να το ελέγξει ή και να αλλάξει».
Το κάπνισμα έχει χαρακτηριστεί από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας ως η μεγαλύτερη επιδημία όλων των εποχών και η διεθνής κοινότητα έχει αναλάβει πλέον δράση για την αντιμετώπιση του προβλήματος. Επιπλέον, το εθιστικό κάπνισμα αποτελεί την κύρια αιτία πρώιμης, αλλά αποτρέψιμης θνησιμότητας στον ανεπτυγμένο κόσμο. Ωστόσο, η συγκεκριμένη έρευνα έρχεται να αναδείξει και μια άλλη οπτική. Δεν είναι μόνο άκρως ενοχλητικός και επιβλαβής ο καπνός, δεν είναι μόνο δυσάρεστη η οσμή από τα αποτσίγαρα και τη στάχτη στα τασάκια, δεν μολύνεται απλώς η ατμόσφαιρα στους κλειστούς χώρους, αλλά υπάρχει ένας ακόμη σοβαρός αντίκτυπος και αφορά τις διαπροσωπικές σχέσεις.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO