Ο Ευτύχης Βαρδουλάκης είναι σύμβουλος στρατηγικής και επικοινωνίας αλλά και συνιδρυτής της εταιρείας Stratego. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και έκανε μεταπτυχιακά στην Πολιτική Επικοινωνία στο City University του Λονδίνου.
Έχει συμμετάσχει σε πλήθος εκλογικών εκστρατειών στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, καθώς και σε πολλές εκστρατείες επικοινωνίας φορέων και οργανισμών. Παράλληλα, άρθρα, συνεντεύξεις και αναλύσεις του έχουν δημοσιευτεί στον ελληνικό και ξένο Τύπο.
Τον συναντώ σε ένα από τα αγαπημένα του καφέ στο κέντρο της Αθήνας με αφορμή την έκδοση του νέου του βιβλίου με τίτλο: «Διλήμματα μιας πενταετίας – Τα στρατηγικά πολιτικά ορόσημα της περιόδου 2014-2019».
Στη διάρκεια της συζήτησής μας ανατρέχουμε σε όσα συνέβησαν την προηγούμενη περίοδο, ένα χρονικό διάστημα γεμάτο εντάσεις, πυκνό σε γεγονότα, αμφισβητήσεις και διαψεύσεις, που οδήγησε σε μια νέα πολιτική περίοδο, περισσότερο πραγματιστική.
Στο βιβλίο του σημειώνει: «Με τις εκλογές της 7ης Ιουλίου 2019 έκλεισε ένας σχεδόν δεκαετής πολιτικός κύκλος που ταυτίστηκε με την οικονομική κρίση αλλά και μια δραματική πενταετία με αναταράξεις, εντάσεις και εξαιρετικά πυκνό πολιτικό χρόνο. Η ιστορία της περιόδου 2014-2019 εν πολλοίς καθορίστηκε από τον τρόπο με τον οποίο οι πρωταγωνιστές της χειρίστηκαν τα μεγάλα στρατηγικά διλήμματα που τους ετέθησαν. Η ίδια η πολιτική, εξάλλου, συνιστά, εκτός των άλλων, τη διαδικασία επίλυσης σοβαρών συλλογικών διλημμάτων».
Η συγκεκριμένη μελέτη εστιάζει σε ορισμένα από τα στρατηγικά ορόσημα της περιόδου 2014-2019, ο χειρισμός των οποίων ήταν καθοριστικός για την εκλογική έκβαση αυτού του πολιτικού κύκλου. Εξετάζει τη σχεδόν νομοτελειακή άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση και το πώς οι πρώτες κρίσιμες αποφάσεις του καθόρισαν το πλαίσιο όλης της τετραετίας που ακολούθησε αλλά και τα διλήμματα που κλήθηκε να διαχειριστεί στο τέλος αυτής της διαδρομής, όταν επιχείρησε να αντιστρέψει τα δεδομένα που είχαν παγιωθεί. Αναλύει, επίσης, τις κομβικές επιλογές της Νέας Δημοκρατίας, που της επέτρεψαν να κάνει ένα ακόμα εκλογικό comeback, ακριβώς επειδή απάντησε σωστά στα στρατηγικά διλήμματα που της τέθηκαν.
Στη συνέντευξη που ακολουθεί μιλά για την πολιτική και την επικοινωνία, τις ιδεολογίες, τα κόμματα και τους αρχηγούς, την Γκρέτα, τους νέους, την κρίση αλλά και την επιρροή των social media.
Το βασικό ζητούμενο στην πολιτική δεν αλλάζει. Είναι το αίτημα για καλύτερη ζωή. Αυτό το απλό. Με εξαίρεση κάποιες ειδικές περιστάσεις κατά τις οποίες διακυβεύονται εθνικά ζητήματα ή κυριαρχούν ζητήματα ηθικής τάξεως, το βασικό που ενδιαφέρει τους ανθρώπους είναι το πώς θα γίνει καλύτερη η ζωή τους και πώς θα νιώθουν οι ίδιοι μέρος των αλλαγών που συντελούνται.
— Στην εποχή μας δεν υπερτερεί η επικοινωνία της πολιτικής;
Όχι. Η επικοινωνία δεν μπορεί να υποκαταστήσει την πολιτική. Τη συμπληρώνει, είναι αναπόσπαστο τμήμα της, αλλά δεν την υποκαθιστά. Ο επικοινωνιακά ταλαντούχος πολιτικός έχει πλεονέκτημα έναντι των αντιπάλων του, αλλά αυτό από μόνο του δεν αρκεί. Αν αποτύχει στη διαχείριση ή αν στρατηγικά το πηγαίνει λάθος δεν θα τον σώσει η όποια επικοινωνιακή δεινότητά του.
— Με ποιους τρόπους παράγεται η πολιτική σήμερα;
Το βασικό ζητούμενο στην πολιτική δεν αλλάζει. Είναι το αίτημα για καλύτερη ζωή. Αυτό το απλό. Με εξαίρεση κάποιες ειδικές περιστάσεις κατά τις οποίες διακυβεύονται εθνικά ζητήματα ή κυριαρχούν ζητήματα ηθικής τάξεως, το βασικό που ενδιαφέρει τους ανθρώπους είναι το πώς θα γίνει καλύτερη η ζωή τους και πώς θα νιώθουν οι ίδιοι μέρος των αλλαγών που συντελούνται. Να αισθάνονται ότι ακούγονται, ότι έχουν να κερδίσουν ή να χάσουν κάτι. Αυτό ήταν, είναι και θα είναι το κύριο πεδίο άσκησης και παραγωγής της πολιτικής. Επειδή στην εποχή μας, διεθνώς, πολλές αποφάσεις λαμβάνονται από κάπως απόμακρα όργανα, δημιουργείται συχνά η αίσθηση ότι ο μέσος πολίτης είναι αποκομμένος από κάποιες ελίτ που αποφασίζουν για λογαριασμό του. Και η αίσθηση αυτή τροφοδοτεί μια κρίση θεσμικής εμπιστοσύνης που, συχνά-πυκνά, προκαλεί αναταράξεις.
— Έχουν νόημα πλέον οι ιδεολογίες;
Οι παραδοσιακές ιδεολογικές διαιρέσεις, όπως τις γνώρισε η δική μας γενιά, έχουν πράγματι υποχωρήσει. Οι παλιότερες γενιές έχουν υποστεί διαψεύσεις, στις νεότερες δεν λένε πολλά πράγματα. Υπάρχουν όμως και τώρα ισχυρές ιδεολογικές συγκρούσεις για τον ρόλο των εθνικών κρατών, την παγκοσμιοποίηση, τα ανθρώπινα δικαιώματα. Και, φυσικά, το διαχρονικό δίλημμα «οικονομική επιτάχυνση ή κοινωνική προστασία» που είναι στον πυρήνα των πολιτικών και ιδεολογικών συγκρούσεων των τελευταίων δεκαετιών. Η ατζέντα αλλάζει, αλλά πάντα οι ιδέες θα κινούν την πολιτική.
— Πολλοί επισημαίνουν ότι παρατηρείται μια συντηρητική στροφή, τύπου «τάξη και ασφάλεια», που θέλει να εκφράσει η Νέα Δημοκρατία. Τι απαντάτε;
Το αίτημα για τάξη και ασφάλεια είναι ισχυρό. Και αυτό αποτυπώνεται σε όλες τις έρευνες κοινή γνώμης. Δεν θα το ονόμαζα συντηρητική στροφή πάντως. Θεωρώ ότι είναι λάθος να δίνεται ιδεολογικό πρόσημο –και μάλιστα στη βάση συντηρητικό - προοδευτικό– στο ζήτημα της ασφάλειας. Η ασφάλεια είναι προϋπόθεση της ελευθερίας. Αν δεν μπορείς να κυκλοφορήσεις στη γειτονιά σου, αν αισθάνεσαι ανασφάλεια στο σπίτι σου, αν δεν μπορείς να μιλήσεις σε ένα αμφιθέατρο, αν υποκύπτεις στη βία ή στην απειλή της, παύεις να είσαι ελεύθερος. Δεν υπάρχει τίποτα προοδευτικό στην επικράτηση της ανομίας, είτε αυτό αφορά την κοινή εγκληματικότητα είτε την ανοχή στα μπάχαλα. Οι πολίτες τα έχουν λύσει αυτά τα θέματα στο μυαλό τους. Και πιστεύω ότι όσα κόμματα αρνούνται πεισματικά να το καταλάβουν θα βρεθούν προ εκπλήξεων.
— Πώς αποτιμάτε την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝ.ΕΛ.;
Ήταν μια κυβέρνηση που ωρίμασε βίαια και απότομα, αφού πρώτα έφτασε στα όριά της και η ίδια και η χώρα. Η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ ήταν αναμφίβολα ένα πολιτικό φαινόμενο. Όμως, παρά τις υψηλές προσδοκίες που τη συνόδευαν, κατάφερε να σπαταλήσει το πολιτικό της κεφάλαιο πολύ γρήγορα. Η ήττα του ΣΥΡΙΖΑ είχε προδιαγραφεί από τους πρώτους μήνες του 2016. Όχι επειδή κατέστρεψε τη χώρα αλλά επειδή κατέστρεψε την αξιοπιστία του με τις υπερβολές του πρώτου διαστήματος, με αποτέλεσμα να μην μπορέσει να κεφαλαιοποιήσει όσο θα ήθελε όσα θετικά πέτυχε μετά την ωρίμανσή του –διότι προφανώς είχε και θετικά δείγματα πολιτικής– λόγω της τρομερής ζημιάς που είχε δεχτεί η αξιοπιστία του. Θα έλεγα ότι στον ΣΥΡΙΖΑ ενοχλούσε μια αίσθηση που είχε επικρατήσει ότι ήταν ικανοί να πουν και να κάνουν τα πάντα για να μείνουν στην εξουσία, περισσότερο από τα επιμέρους μέτρα πολιτικής.
Από την άλλη, βέβαια, ο ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε να δημιουργήσει ισχυρές ταυτίσεις με ένα σημαντικό τμήμα του εκλογικού σώματος –και ειδικά με νέους ψηφοφόρους–, να εξασφαλίσει ένα αξιοπρεπές εκλογικό ποσοστό και να παραμείνει ο αδιαμφισβήτητος δεύτερος πόλος του νέου δικομματισμού μας.
— Ποια ήταν τα βασικά λάθη του Αλέξη Τσίπρα;
Ο Τσίπρας απάντησε εσφαλμένα σε κάποια κρίσιμα διλήμματα που του τέθηκαν. Έκανε κάποιες στρατηγικές επιλογές που υπονόμευσαν την πορεία του από τα πρώτα κιόλας βήματα και διαμόρφωσαν ένα πολιτικό τοπίο στο οποίο θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο να αποφύγει την ήττα. Παραμονές των εκλογών του 2015, αλλά και τους πρώτους μήνες της διακυβέρνησης, αντί να προχωρήσει εγκαίρως σε μια πιο ρεαλιστική στροφή, ακολούθησε συγκρουσιακές επιλογές που αποδείχτηκαν επιζήμιες και για τον ίδιο και για τη χώρα. Σπατάλησε έτσι τεράστιο πολιτικό κεφάλαιο.
Μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015 έκανε το μείζον στρατηγικό λάθος να συνεχίσει τη συνεργασία με τον Καμμένο, αφήνοντας ελεύθερο τον χώρο του κέντρου σε έναν πολιτικό με τα χαρακτηριστικά του Κυριάκου Μητσοτάκη. Χειρίστηκε εσφαλμένα τη Συμφωνία των Πρεσπών, όταν, αντί να επιδιώξει τη συναίνεση και την εμπλοκή της αντιπολίτευσης, επιχείρησε να αναδείξει τη συμφωνία σε μια νέα διαιρετική τομή στο πολιτικό τοπίο. Και, τέλος, ήταν μεγάλο λάθος που δεν έκανε όλες τις εκλογές μαζί, χαρίζοντας στη Νέα Δημοκρατία μια ευρεία νίκη στις ευρωεκλογές και στις αυτοδιοικητικές, κάτι που ενίσχυσε το πολιτικό momentum της και άνοιξε τον δρόμο της αυτοδυναμίας της. Προφανώς υπήρξαν κι άλλα λάθη, αλλά σε επίπεδο στρατηγικής και χειρισμών θα ξεχώριζα αυτά τα τέσσερα, που ήταν καθοριστικά.
— Ποια τα θετικά και τα αρνητικά των Μητσοτάκη - Τσίπρα;
Ο Τσίπρας είναι ικανός πολιτικός και αυτά που έχει πετύχει είναι εντυπωσιακά. Δεν πας ένα κόμμα από το 4% στο 36%, κάνοντάς το κυβέρνηση, αν δεν είσαι ικανός. Ο Τσίπρας έχει σπουδαίες επικοινωνιακές δεξιότητες. Είναι εξαιρετικός στην αντιπαράθεση και θα έλεγα ότι αισθάνεται και ο ίδιος πιο άνετα ως «war time leader» παρά ως «κυβερνήτης». Το ισχυρότερό του στοιχείο, πάντως, είναι ότι μπορεί να δημιουργεί ταυτίσεις με συγκεκριμένα κοινωνικά στρώματα.
Στα μειονεκτήματά του θα έλεγα ότι συχνά μοιάζει να ρίχνει περισσότερο βάρος στην εφήμερη επικοινωνιακή διαχείριση παρά στο στρατηγικό βάθος κάθε κίνησής του. Το γεγονός ότι είχε μια απότομη πολιτική εκτόξευση τού δημιούργησε μια αίσθηση παντοδυναμίας κι αυτό τον οδήγησε σε στρατηγικά λάθη, όπως αυτά που σας ανέφερα, αλλά και στο να υποτιμήσει τους αντιπάλους του, κάτι το οποίο πλήρωσε.
Ο Μητσοτάκης, τον οποίο οφείλω να πω ότι γνωρίζω πολύ καλύτερα, είναι αυτό που λέμε «στρατηγικός παίκτης». Είναι η περίπτωση του ανθρώπου που πάντα έχει ένα σχέδιο στο μυαλό του και δεν αφήνει ποτέ τα πράγματα στην τύχη. Παίρνει πρωτοβουλίες και έχει και «γκατς». Είναι επίσης πολύ καταρτισμένος κι έχει έναν κοσμοπολίτικο αέρα που του επιτρέπει να στέκεται με άνεση διεθνώς και να αντιλαμβάνεται τη μεγάλη εικόνα.
Το μειονέκτημά του είναι ότι λόγω των δικών του καταβολών –μέλος πολιτικής οικογένειας, Κολλέγιο Αθηνών, Χάρβαρντ κ.λπ.– ένα τμήμα ψηφοφόρων δυσκολεύεται να ταυτιστεί μαζί του. Σε μια περίοδο αυξημένης «ψυχολογικοποίησης» της πολιτικής συμπεριφοράς, αυτό μπορεί να αποδειχτεί επικίνδυνο. Αυτή η «καχυποψία» απέναντί του τον υποχρεώνει να αποδεικνύει διαρκώς κάτι, ότι αξίζει, ότι έχει ευαισθησίες, ότι νοιάζεται για τους πιο αδύναμους. Μέχρι τώρα τα καταφέρνει πάντως. Και θα έλεγα ότι η πορεία του έχει απογοητεύσει όσους τον υποτίμησαν.
Είναι πεδίο μάχης πλέον τα social media. Απλώς δεν είναι το μόνο. Και σίγουρα το timeline του καθενός μας δεν είναι η κοινωνία. Η μεγαλύτερη παγίδα όσων ασχολούνται πολύ με τα social media είναι ότι από ένα σημείο και μετά αυτό το ξεχνάνε και αναπτύσσουν εμμονές που στο τέλος θολώνουν την κρίση τους.
— Θα αποτελέσει ο ΣΥΡΙΖΑ το νέο ΠΑΣΟΚ;
Από τις εκλογές του Ιουνίου 2012 έχει διαμορφωθεί ένας νέος, πιο ήπιος δικομματισμός, με βασικούς πυλώνες τη ΝΔ και τον ΣΥΡΙΖΑ. Υπό αυτή την έννοια, ναι, ο ΣΥΡΙΖΑ παίζει τον ρόλο που επί 35 χρόνια είχε το ΠΑΣΟΚ. Ο ΣΥΡΙΖΑ εξάλλου έχει κυριαρχήσει ήδη στον χώρο που παλιότερα κάλυπτε το ΠΑΣΟΚ. Η πλειοψηφία της δύναμής του προέρχεται από κει.
Πάντως, το ότι σήμερα εξακολουθεί να μαζεύει ό,τι έχει απομείνει σε στελεχιακό επίπεδο, παίρνοντας ακόμα και στελέχη με μεγάλη φθορά, πιστεύω ακράδαντα πλέον ότι δεν του κάνει καλό. Και εξηγώ το γιατί: ο ΣΥΡΙΖΑ δεν εκτινάχθηκε πολιτικά ως διάδοχο σχήμα του ΠΑΣΟΚ αλλά ως μια νέα και άφθαρτη δύναμη απέναντι στα παλιά κόμματα. Δεν υπήρξε κάποια αριστερή στροφή της ελληνικής κοινωνίας, υπήρξε οργή απέναντι στο παλιό πολιτικό σύστημα κατεστημένο. Το μεγάλο ατού του ΣΥΡΙΖΑ ήταν η φρεσκάδα που εξέπεμπε, η επικοινωνιακή ικανότητα του Τσίπρα και το απλό επιχείρημα που έλεγε πολύς κόσμος «τους είδαμε τους άλλους, να τους δούμε κι αυτούς. Πόσο χειρότερα θα τα κάνουν;». Μαζεύοντας σήμερα ό,τι υπάρχει από το παρελθόν –και προβάλλοντάς το κιόλας ως επίτευγμα– ακυρώνει ο ίδιος το βασικό στοιχείο που τον οδήγησε στην πολιτική εκτόξευση. Κι αυτό είναι βούτυρο στο ψωμί των αντιπάλων του.
— Ποια στοιχεία θεωρείτε ότι συντέλεσαν ώστε να βρίσκονται στη Βουλή ο Γιάνης Βαρουφάκης και ο Κυριάκος Βελόπουλος;
Και τα δύο κόμματα κάλυψαν έναν χώρο που υπήρχε. Ένα ριζοσπαστικοποιημένο τμήμα της δεξιάς και της αριστεράς που ναι μεν υποχωρούσε όσο η χώρα έβγαινε από τη βαθιά κρίση, αλλά δεν έχει εξαφανιστεί ακόμα. Ο Βαρουφάκης δεν έφερε νέες δυνάμεις στο πολιτικό παιχνίδι. Ουσιαστικά πήρε το κομμάτι που κάλυπταν η ΛΑΕ, διάφορα κόμματα της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς και ένα τμήμα αριστερόστροφων απογοητευμένων ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ. Ο δε Βελόπουλος πήρε ένα τμήμα ψηφοφόρων που είχε μείνει άστεγο με την εξαΰλωση του Καμμένου και τη μεγάλη πτώση της Χρυσής Αυγής.
— Πώς κρίνετε μέχρι σήμερα την κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη; Πιστεύετε ότι μπορεί να αντιμετωπίσει προβλήματα μέσα στο κόμμα του; Πώς μπορείς να ξεφύγεις από τον κομματικό μηχανισμό;
Οι μετρήσεις της κοινής γνώμης δείχνουν ότι, μέχρι τώρα τουλάχιστον, πάει αρκετά καλά. Ο ίδιος ο Μητσοτάκης διατηρεί τα θετικά χαρακτηριστικά του και κυρίως εξακολουθεί να θεωρείται ο καλύτερος εκφραστής ενός κλίματος αισιοδοξίας που αρχίζει να εδραιώνεται στην ελληνική κοινωνία. Είναι η πρώτη φορά μετά από 10 και πλέον χρόνια που ποσοστό πάνω από 50% δηλώνει πολύ ή σχετικά αισιόδοξο για την επόμενη μέρα. Όσο αυτή η αίσθηση εμπεδώνεται και όσο ο Μητσοτάκης εξακολουθεί να έχει το πάνω χέρι σε αυτό, θα διατηρεί και την υπεροχή του. Από κει και πέρα, επιμέρους λάθη, είτε σε διαχείριση είτε σε πρόσωπα, γίνονται και θα γίνονται. Οι εκλογές όμως δεν κρίνονται από το πόσο οργισμένο ή χαρούμενο είναι καθημερινά το timeline του καθενός μας αλλά από τη μεγάλη εικόνα και τα διλήμματα που τίθενται στο τέλος.
— Συμφωνείτε ότι η αντίδραση έχει μετατοπιστεί από τον δρόμο στα social media;
Αναμφίβολα. Είναι πεδίο μάχης πλέον τα social media. Απλώς δεν είναι το μόνο. Και σίγουρα το timeline του καθενός μας δεν είναι η κοινωνία. Η μεγαλύτερη παγίδα όσων ασχολούνται πολύ με τα social media είναι ότι από ένα σημείο και μετά αυτό το ξεχνάνε και αναπτύσσουν εμμονές που στο τέλος θολώνουν την κρίση τους.
— Τι επιρροή ασκούν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης στην κοινωνία;
Πολύ μεγάλη. Αλλάζουν τον τρόπο που βλέπουμε την πολιτική, που συζητάμε, που ενημερωνόμαστε. Υπάρχουν αποφάσεις που ανακλήθηκαν μέσω των social media. Υπάρχουν κόμματα που ιδρύθηκαν μέσα από τα social media. Όποιος τα υποτιμά επειδή καταργούν παραδοσιακές ιεραρχήσεις ζει εκτός πραγματικότητας.
— Ιστορικά, ποιον πολιτικό ξεχωρίζετε και γιατί;
Μου είναι αδύνατον να διαλέξω έναν. Ιδιαίτερη αδυναμία έχω στις τρεις εμβληματικές μορφές της ευρωπαϊκής κεντροδεξιάς. Τον Τσόρτσιλ, με το πνεύμα, τις ατάκες, τις γοητευτικές εκκεντρικότητες και το απίστευτο σθένος που επέδειξε σε πολλές δύσκολες στιγμές. Νομίζω ότι είναι η πιο ενδιαφέρουσα πολιτική προσωπικότητα που θα μπορούσε να γνωρίσει κάποιος. Τον Ντε Γκολ, που ενσάρκωσε την περηφάνια ενός έθνους και έβαλε, σχεδόν μόνος του, την ηττημένη στρατιωτικά Γαλλία στο τραπέζι των νικητών. Και τον Αντενάουερ, που, εκτός του ότι αποτέλεσε το συλλογικό δημοκρατικό άλλοθι των Γερμανών, κατάφερε μέσα σε λίγα χρόνια να μετατρέψει μια ταπεινωμένη χώρα, από σωρό ερειπίων, στην ισχυρότερη οικονομία της Ευρώπης. Από τους νεότερους, ξεχωρίζω τον Μπιλ Κλίντον. Είναι απίστευτο επικοινωνιακό ταλέντο και με την πολιτική του ‒ουσιαστικά με την εφαρμογή του «τρίτου δρόμου»‒ διαμόρφωσε μια μεγάλη παγκόσμια συναίνεση για σχεδόν 20 χρόνια.
Όταν ήμουν φοιτητής, σε μια πολύ ιδιαίτερη εποχή, καθώς είχα μπει στο πανεπιστήμιο το 1989, είχα μεγάλη αδυναμία στον Βάτσλαβ Χάβελ. Η διαδρομή του από τη φυλακή και τη λογοκρισία στην προεδρία της χώρας του μου φαινόταν συναρπαστική.
— Γιατί οι νέοι αδιαφορούν για την πολιτική;
Κυρίως επειδή θεωρούν ότι η ζωή τους δεν θα αλλάξει μέσω της πολιτικής. Περιμένουν λίγα από αυτήν. Επίσης, η γλώσσα, οι κώδικες επικοινωνίας των νέων, αλλάζουν με πολύ μεγαλύτερη ταχύτητα και διαφέρουν από τον κυρίαρχο πολιτικό λόγο. Δεν είναι ευχάριστο αυτό, πάντως, γιατί όσο λιγότερο ενημερωμένος είναι κάποιος, τόσο πιο ευάλωτος είναι σε ψεύδη, fake news, λαϊκίστικη ρητορική κ.λπ.
— Πείτε μου κάτι παράξενο που σας έχει ζητήσει κάποιος πολιτικός.
Το πιο σουρεαλιστικό που μου είχε ζητήσει πριν από πολλά χρόνια κάποιος πελάτης μου ήταν να μιλήσω εγώ σε εκδήλωση αντί για εκείνον. Και το πιο κωμικοτραγικό, ένας πελάτης που έπαθε αφωνία από το άγχος στην κεντρική προεκλογική του ομιλία.
— Γιατί γοητεύονται οι ψηφοφόροι από πολιτικούς όπως ο Τραμπ;
Υπάρχει μια πολύ σοφή φράση, που δυστυχώς δεν θυμάμαι ποιος την έχει πει: «Ο λαϊκισμός δεν δίνει τις σωστές απαντήσεις, αλλά θέτει πάντα τα σωστά ερωτήματα». Πατάει σε κάποιες υπαρκτές ανησυχίες για να αναπτυχθεί. Ο Τραμπ είναι ο ορισμός του λαϊκιστή πολιτικού με την έννοια που ο όρος λαϊκισμός έχει στην πολιτική επιστήμη. Δηλαδή την ανάλυση της πραγματικότητας μέσα από το πρίσμα λαός - ελίτ. Το αναφέρω αυτό διότι έχει επικρατήσει να ταυτίζουμε τον λαϊκισμό με τη δημαγωγία. Δεν είναι το ίδιο πράγμα. Ο Τραμπ –και όχι μόνο αυτός– εξέφρασε στρώματα του πληθυσμού που ένιωθαν ότι δεν ακούγονται. Περιθωριοποιημένους ή θυμωμένους πολίτες που πίστευαν ότι οι ελίτ όχι μόνο δεν τους ακούνε αλλά τους κουνάνε το δάχτυλο για το πώς ζούνε, πώς εκφράζονται και τι πιστεύουν. Αν σε όλα αυτά προσθέσουμε και την απειλή που νιώθει η μεσαία τάξη διεθνώς, έχουμε ένα σύνολο λόγων που ευνοεί την άνοδο λαϊκιστικών ή ριζοσπαστικών πολιτικών δυνάμεων.
— Ποια είναι τα χαρακτηριστικά που θα επηρεάσουν τους πολιτικούς συσχετισμούς της νέας εποχής;
Με τις εκλογές της 7ης Ιουλίου έκλεισε ένας πολιτικό κύκλος, η δεκαετία της κρίσης, της έντασης, της αναδιάταξης του πολιτικού μας συστήματος. Πλέον έχουμε ένα νέο τοπίο, με έναν νέο, πιο ήπιο, αλλά σταθεροποιημένο πλέον δικομματισμό. Η οικονομία έχει μπει σε μια σειρά και η οργή των πρώτων χρόνων της κρίσης έχει υποχωρήσει. Από την άλλη, όμως, υπάρχει ακόμα ένα μεγάλο τμήμα πολιτών που ζει σε συνθήκες οικονομικής ασφυξίας και αισθάνεται ψυχολογικά αποκομμένο από τα συλλογικά αφηγήματα.
Αν δεν υπάρξουν κάποια απρόοπτα σε σχέση με διεθνείς παράγοντες ή ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, αυτά θα είναι τα δύο κρίσιμα πεδία αντιπαράθεσης: το ποιος θα εκφράσει το αίτημα για ανάπτυξη σε μια πιο αισιόδοξη εποχή και ποιος θα αποτελέσει το αποκούμπι όσων ακόμα επιζητούν την κρατική προστασία και στήριξη.
— Υπάρχει ένα ισχυρό κοινωνικό αίτημα που μπορεί να γίνει πράξη σήμερα;
Ναι. Οι πολίτες θέλουν να νιώσουν ξανά περήφανοι και αισιόδοξοι για τη χώρα και για τον εαυτό τους. Ο κόσμος κουράστηκε να συζητάει για την κρίση, να αναζητά ενόχους, να αναπαράγει τη ρητορική και την ένταση της εποχής εκείνης. Και σας λέω με απόλυτη βεβαιότητα ότι όποιος πάει να επαναλάβει τη ρητορική και τις πρακτικές των πρώτων χρόνων της κρίσης θα κάνει μια τρύπα στο νερό. Είναι εντελώς διαφορετικό το τοπίο πλέον. Ο κόσμος θέλει η χώρα να πάει μπροστά και να έχει και ο ίδιος ρόλο και όφελος από την πορεία αυτή.
Αυτό ήταν το κυρίαρχο αίτημα και στις εκλογές. Και δεν είναι τυχαίο ότι όταν ο Μητσοτάκης προεκλογικά βγήκε από την αντιπαράθεση με τον Τσίπρα και εστίασε σε ένα θετικό αφήγημα και στο τρίπτυχο «λιγότεροι φόροι - περισσότερες δουλειές - ασφάλεια», τα ποσοστά του εκτινάχθηκαν.
Η μεγάλη ευθύνη ανήκει στους πολιτικούς. Και οι πολίτες μπορεί να έχουν μερίδιο ευθύνης –και δεν ωφελεί να χαϊδεύει κανείς αυτιά–, αλλά οι πολιτικοί είναι εκείνοι που λαμβάνουν τις αποφάσεις. Και ο λόγος που έχουν ισχύ, εξουσία και προνόμια είναι ακριβώς αυτός, για να λαμβάνουν τις σωστές αποφάσεις και να διαχειρίζονται την κατάσταση στα δύσκολα, όχι στα εύκολα.
— Πώς μπορεί να αποκτήσει ξανά αξιοπιστία η πολιτική μετά τη δεκαετή κρίση;
Κάνοντας ξανά καλύτερη τη ζωή των ανθρώπων. Αν αυξηθούν τα εισοδήματα, οι δουλειές, η ασφάλεια, η ποιότητα υπηρεσιών του κοινωνικού κράτους. Και παράλληλα αν το πολιτικό σύστημα δείξει στοιχεία ωριμότητας. Αν αποφύγει την εκτός ορίων ένταση, την τοξικότητα και τις εξαλλοσύνες. Κανείς δεν μένει αλώβητος σε ένα τέτοιο περιβάλλον. Και καμία χώρα δεν πάει μπροστά με αυτά τα μυαλά.
— Τι έφταιξε τελικά για την κρίση; Οι πολίτες ή οι πολιτικοί;
Η μεγάλη ευθύνη ανήκει στους πολιτικούς. Και οι πολίτες μπορεί να έχουν μερίδιο ευθύνης –και δεν ωφελεί να χαϊδεύει κανείς αυτιά–, αλλά οι πολιτικοί είναι εκείνοι που λαμβάνουν τις αποφάσεις. Και ο λόγος που έχουν ισχύ, εξουσία και προνόμια είναι ακριβώς αυτός, για να λαμβάνουν τις σωστές αποφάσεις και να διαχειρίζονται την κατάσταση στα δύσκολα, όχι στα εύκολα. Στην κρίση οδηγηθήκαμε επειδή δομικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας δεν αντιμετωπίστηκαν εγκαίρως. Αλλά και μετά το ξέσπασμά της ορισμένες αποφάσεις και χειρισμοί, ειδικά στην πρώτη φάση της, ήταν τραγικοί. Προκάλεσαν μια βαθιά κρίση εμπιστοσύνης και εν τέλει οδήγησαν σε μια πολιτική εξαλλοσύνη που κόντεψε να διαλύσει τη χώρα.
— Πρόσωπα όπως η Γκρέτα μπορούν να αποτελέσουν νέα πολιτικά πρότυπα;
Αποτελούν ήδη, καθώς μπορούν να ευαισθητοποιήσουν και να κινητοποιήσουν δυνάμεις που ένας παραδοσιακός πολιτικός συνήθως δεν μπορεί. Και επειδή μέσα από τις δράσεις τους ασκούν μια διαρκή πίεση σε όσους λαμβάνουν αποφάσεις τέτοιες παρουσίες, μπορούν να είναι εξαιρετικά χρήσιμες.
Αλλά μην τρέφουμε αυταπάτες ότι το περιβάλλον θα σωθεί μόνο από ακτιβισμούς αυτού του είδους ή συνθήματα ευαισθητοποίησης. Χρήσιμα είναι, αλλά δεν αρκούν. Η επιστήμη θα δώσει τις λύσεις και, φυσικά, οι πολιτικές αποφάσεις που θα ληφθούν σε κεντρικό επίπεδο, συχνά σε υπερεθνικό. Η «πράσινη ατζέντα» π.χ. που προωθεί η νέα Ευρωπαϊκή Επιτροπή είναι πολύ φιλόδοξη και έχει πολύ μεγαλύτερη αξία από τα όποια χάπενινγκ. Και στη χώρα μας διαμορφώνεται –για πρώτη φορά ίσως– μια πολύ φιλόδοξη περιβαλλοντική ατζέντα. Δεν έχω αυταπάτες, βέβαια, ότι αυτά θα συζητηθούν όσο πρέπει. Το πιθανότερο είναι ότι τα ΜΜΕ και οι ακτιβιστές των social media θα εξακολουθήσουν να ασχολούνται κάπως επιδερμικά με το θέμα. Αλλά όσοι ασχολούνται με την πολιτική, από οποιοδήποτε πόστο, πρέπει να μάθουν να ζουν με αυτήν τη νέα πραγματικότητα.
— Τι θεωρείτε σημαντικό στη ζωή;
Την υγεία όσων αγαπάς. Και ως υπέρτατη αξία θεωρώ την ελευθερία. Μου αρέσει πολύ μια φράση του Γκαίτε: «Όλοι πρέπει, τουλάχιστον μία φορά την ημέρα, να ακούν ένα τραγούδι, να διαβάζουν ένα καλό ποίημα, να βλέπουν έναν ωραίο πίνακα και, ει δυνατόν, να λένε δυο λογικές κουβέντες».
Info:
Το βιβλίο του Ευτύχη Βαρδουλάκη «Διλήμματα μιας πενταετίας – Τα στρατηγικά πολιτικά ορόσημα της περιόδου 2014-2019» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πεδίο.
σχόλια