«Οι Αλβανοί και οι Έλληνες αρνούνται να είναι εχθροί. Προκειμένου να ζήσουμε μαζί ειρηνικά, πρέπει να αγωνιστούμε μαζί ενάντια στον ναζισμό. Δεν θα δεχθούμε η δολοφονία αθώων ανθρώπων να γίνει κομμάτι της καθημερινής μας ζωής... Καλούμε τις αδελφές και τους αδελφούς μας σε Ελλάδα, Αλβανία και παντού στον κόσμο να μοιραστούν μηνύματα αντίστασης κι αλληλεγγύης στα παράθυρά τους με το όνομα #BesaAgainstNazis, Έλληνες και Αλβανοί εναντίον των Ναζί!», διακήρυττε το κάλεσμα της διαδικτυακής πρωτοβουλίας Greeks and Albanians against Nazis, συνοδευμένο από ένα όμορφο λογότυπο.
Αφορμή, καθώς αναφέρουν, ήταν η δολοφονία του Αλβανού μετανάστη Petrit Zilfe στην Κέρκυρα από χρυσαυγίτικων πεποιθήσεων δράστη αλλά και το αντιαλβανικό μένος που ξεσήκωσε η υπόθεση Κατσίφα. Δεν είναι άλλωστε, σημειώνουν, η πρώτη φορά που σκοτώνουν αθώους μετανάστες στην Ελλάδα: «Τα εγκλήματα αυτά είναι θαμμένα στη σιωπή... Οι δολοφόνοι δεν τιμωρούνται ποτέ για ρατσιστικά κίνητρα. Επιπλέον, η παρουσία νεοναζί τον τελευταίο καιρό στα σχολεία καταδεικνύει την άνοδο ενός πολύ τοξικού και γεμάτου μίσους περιβάλλοντος για τα παιδιά και τους νέους στην Ελλάδα... Γι 'αυτό λέμε: Φτάνει!».
Ανατρέχοντας στην ιστοσελίδα τους στο Facebook, είδα πολλά μηνύματα στήριξης κι αλληλεγγύης καθώς επίσης φωτογραφίες με το λογότυπο της πρωτοβουλίας από πολλές χώρες, από Έλληνες, Αλβανούς και άλλες εθνικότητες. Αναζήτησα γεμάτος περιέργεια τους εμπνευστές αυτού του αισιόδοξου «viral» που ξεκίνησε από μια αφίσα κολλημένη σε ένα παράθυρο διαμερίσματος στο Βερολίνο, για να πούμε μερικά πράγματα σχετικά.
Δεν υπάρχει ούτε ένα Κέντρο Αλβανικών Σπουδών στην Ελλάδα όπως έχουμε αντίστοιχα ελληνικά στην Αλβανία. Ρατσισμός δεν είναι μόνο η ενεργή απομόνωση του διαφορετικού, είναι επίσης να αδιαφορείς πλήρως να γνωρίσεις τον άλλο. Να του δίνεις μόνιμα την αίσθηση ότι δεν αξίζει τον κόπο να τον μελετήσεις, να τον ανακαλύψεις.
Η Ιλίρα γεννήθηκε στους Αγίους Σαράντα και μεγάλωσε στην Αθήνα όπου σπούδασε γερμανική φιλολογία. Σήμερα ζει στο Βερολίνο όπου βρέθηκε με υποτροφία, είναι δε εκπαιδευτική συνεργάτιδα στο Γραφείο Ανταλλαγής Νέων Γερμανίας-Ισραήλ. Ο Γιώργος, Θεσσαλονικιός που έζησε επίσης για χρόνια στο Βερολίνο, είναι βραβευμένος μηχανικός οπτικής επικοινωνίας (imagistan.com) και συντονιστής της Medfaces.
Συζητήσαμε online για τη φιλοσοφία της πρωτοβουλίας, την ανταπόκρισή της, την αλβανική μεταναστευτική εμπειρία στην Ελλάδα, την επίδρασή της σε Έλληνες και Αλβανούς, τα δύσκολα ρατσιστικά βιώματα και συμπλέγματα, την περιδεή μας εθνική ομφαλοσκόπηση, τη φασιστική απειλή και την εγκληματική διαλεκτική του μίσους.
Μιλήσαμε επίσης για τις σύγχρονες ελληνοαλβανικές σχέσεις αλλά και τις πολλές κοινές πολιτισμικές αναφορές, καθώς επίσης για τις σχέσεις Ελλήνων και Αλβανών μεταναστών (φοιτητών, εργαζομένων κ.λπ.) της νεότερης διασποράς, για το πώς η μετανάστευση σε Ευρώπη και Αμερική «αφυπνίζει» ελληνικής καταγωγής Αλβανούς ή «Ελληνοαλβανούς» –ένας όρος που σπάνια ακούμε κι ας συναγωνίζονται πια αριθμητικά τους Ελληνοαμερικανούς!–, για την κουλτούρα των νεότερων γενιών.
«Η ενσυναίσθηση είναι συνώνυμο πολιτισμού», «Ρατσισμός δεν είναι μόνο η ενεργή απομόνωση του διαφορετικού, είναι επίσης να απαξιώνεις πλήρως να γνωρίσεις τον άλλο», «Το προσωπικό τίμημα για όσους τολμάνε να κρατήσουν έναν καθρέφτη που να δείχνει το αληθινό μας πρόσωπο είναι μεγάλο, χάρη όμως σε τέτοιους σπάνιους ανθρώπους μπορεί η κοινωνία να γνωρίσει τις πτυχές μιας πολλαπλά άβολης αλήθειας επαναπροσδιορίζοντας τις συμπεριφορές της», «Η ξενιτιά μάς φανέρωσε πως ως μετανάστες δεύτερης γενιάς μεγαλώσαμε στην Ελλάδα σε ένα πολύ τοξικό περιβάλλον το οποίο, προκειμένου να επιβιώσουμε, ενστερνιστήκαμε πλήρως... Περιμένω ανυπόμονα την μέρα που ως Αλβανοελληνίδα στην Ελλάδα θα βιώσω εκδηλώσεις "έντονης αγάπης"» (Ιλίρα) είναι μερικά από όσα κράτησα.
— Για τη φιλοσοφία της πρωτοβουλίας και την ανταπόκρισή της:
Ιλίρα Αλίαϊ: Αφορμή ήταν πράγματι η βάρβαρη ρατσιστική δολοφονία του Πετρίτ Ζίφλε στην Κέρκυρα από Χρυσαυγίτη. Τα ΜΜΕ με ελάχιστες εξαιρέσεις σιώπησαν, έτσι η δράση μας σκόπευε πρωτίστως να ευαισθητοποιήσει και να ενημερώσει για το φονικό. Συνέβη μάλιστα σε μια εποχή όπου τα ελληνικά ΜΜΕ μετά την «υπόθεση Κατσίφα» εξαπέλυαν μια άγρια εκστρατεία παραπληροφόρησης για τους Αλβανούς και την Αλβανία.
Εμείς, αρνούμενοι να δούμε ο ένας τον άλλον σαν εχθρό, επιχειρήσαμε να δώσουμε φωνή σε όσους αντιστέκονταν σε αυτήν την προπαγάνδα με ένα απλό μήνυμα συμπαράστασης στα εικονικά και πραγματικά παράθυρά μας.
Η δράση ξεκίνησε με μια αφίσα πάνω στο μπαλκόνι μου στο Βερολίνο. Γρήγορα κατέφθασαν υποστηρικτικά μηνύματα από παντού. Ήταν πολύ ενθαρρυντικό να βλέπεις φωτογραφίες από Έλληνες κι Αλβανούς (και όχι μόνο) με το σύνθημα #BesaagainstNazis. Είχαμε μηνύματα και φωτογραφίες από Αθήνα, Τίρανα μέχρι Σαγκάη, Βοστόνη, από το Ιράκ, από το Άνω Βιάννο της Κρήτης, ένα μαρτυρικό χωριό που βίωσε μια από τις μεγαλύτερες ναζιστικές θηριωδίες.
Λόγω μάλιστα της αμεσότητας της δράσης, ενθαρρύνθηκε να συμμετάσχει και κόσμος που δεν συχνάζει σε πορείες ή εκδηλώσεις αλληλεγγύης. Κυρίως όμως ενθάρρυνε Αλβανούς στην Ελλάδα να νιώσουν ότι δεν είναι μόνοι. Ότι υπάρχουν Έλληνες συμπολίτες που στέκονται δίπλα τους. Δεν ευαισθητοποιήθηκαν βέβαια όλοι, έγινε όμως μια αρχή.
Γιώργος Κωνσταντίνου: Για μένα είναι πολύ απλό, ζητάω κι απαιτώ για τους ξένους στη χώρα μου ό,τι για μένα, όντας ξένος σε μια άλλη χώρα. Αυτό το αντιλαμβάνονται εύκολα όσοι άνθρωποι έχουν ζήσει σαν μετανάστες. Άλλοι πάλι το διαισθάνονται είτε επειδή κουβαλάνε την εμπειρία προγόνων που ζήσανε την προσφυγιά, είτε γιατί θεωρούν αυτονόητα την ενσυναίσθηση συνώνυμο του πολιτισμού.
Οι αντιδράσεις δεν ήταν βέβαια όλες θετικές. Το «τι θα πουν οι άλλοι» αποτελεί για πολλούς κριτήριο, γι' αυτό είναι σημαντικό που έγινε ένα πρώτο βήμα ώστε να φανεί ότι ξενοφοβικοί, ρατσιστές και ναζί είναι τελικά μια αισχρή μειοψηφία.
— Για τη χρήση της κοινής σε Αλβανούς και Έλληνες λέξης «μπέσα» στο σύνθημα #BesaAgainstNazis:
Ιλίρα Αλίαϊ: Η «μπέσα» είναι μια αλβανική λέξη που έγινε κι ελληνική, όπως συμβαίνει αντίστροφα με ελληνικές λέξεις που ενσωματώθηκαν στην αλβανική. Προέκυψε οπότε ένα σύνθημα που μιλά το ίδιο δυνατά σε Έλληνες κι Αλβανούς! Φανερώνει επίσης πόσο οι δύο λαοί συγγενεύουν πολιτισμικά. Λόγος τιμής που δίνεται αμοιβαία ως επιβεβαίωση φιλίας και εμπιστοσύνης, η «μπέσα» έχει ιδιαίτερη βαρύτητα στα αλβανικά, τη δίνεις για έναν ηθικό, ευγενή σκοπό.
Γιώργος Κωνσταντίνου: Νομίζω ότι η καλύτερη απόδοση είναι η λέξη φιλότιμο! Η εμπιστοσύνη, η αναγνώριση της αξίας του άλλου, η υπόσχεση ότι ο λόγος μου ισχύει είναι αξία πανανθρώπινη. Το γεγονός έπειτα ότι Αλβανοί κι Έλληνες καταλαβαίνουμε την ίδια λέξη αποδείχνει πόσο καλά μπορούμε να κατανοήσουμε ο ένας τον άλλο.
— Για τα πολλά, θαμμένα στη σιωπή εγκλήματα εναντίον μεταναστών στην Ελλάδα και τη συγκάλυψη του ρατσιστικού τους χαρακτήρα:
Ιλίρα Αλίαϊ: H λίστα είναι δυστυχώς μακρά. Ιδού δυο μόνο παραδείγματα: Στο «πογκρόμ» του '04, ο Γκραμόζ Παλούσι μαχαιρώθηκε από ακραίο εθνικιστή απλώς επειδή πανηγύριζε την ποδοσφαιρική νίκη της Εθνικής Αλβανίας. Μόνο στην Αθήνα κατέληξαν εκείνο το βράδυ στα νοσοκομεία άγρια ξυλοκοπημένοι 70 Αλβανοί. Εκτός από τον δολοφόνο του Παλούσι, ουδείς άλλος δράστης καταδικάστηκε ούτε έγινε κάποια αναφορά σε ρατσιστικά κίνητρα.
Παρόμοια ήταν η περίπτωση του Έντισον Γιαχάι που μαχαιρώθηκε από ρατσιστή ανήμερα Πρωτοχρονιάς του '06 μόνο και μόνο γιατί φορούσε μπλούζα με την αλβανική σημαία. Υπάρχουν πολλά περιστατικά μαχαιρωμένων μεταναστών όπου σχεδόν ποτέ δεν τονίζονται τα ρατσιστικά κίνητρα των δραστών. Η είδηση πως ο δολοφόνος του Πετρίτ Ζίφλε συνδέεται με την Χρυσή Αυγή αποσιωπήθηκε για μέρες από τα ΜΜΕ. Υπόψη ότι πολλά θύματα δεν καταγγέλλουν επιθέσεις φοβούμενα τη σύλληψη αν δεν έχουν νομιμοποιητικά έγγραφα.
Γιώργος Κωνσταντίνου: Υπάρχουν εκατοντάδες τέτοια περιστατικά. Το τελευταίο συνέβη πρόσφατα στη Λέσβο όπου Έλληνας οδηγός επιτέθηκε με λοστό κατά του Μπαγκλαντεσιανού Εαμάν Ουντίν επειδή του ζήτησε να μην παρκάρει σε θέση ΑμεΑ!
Ξυλοδαρμοί, κακοποιήσεις, αδικίες, διακρίσεις, ακόμα και θάνατοι μεταναστών στα χέρια της ΕΛΑΣ έχουν καταγγελθεί επανειλημμένα από διεθνείς φορείς αλλά η δικαιοσύνη κωφεύει. Υπάρχει έπειτα συγκάλυψη και ανοχή κρατικών φορέων σε ακροδεξιές εγκληματικές πράξεις. Δολοφονίες όπως του Πακιστανού εργάτη Σαχζάντ Λουκμάν ή οι επιθέσεις Χρυσαυγιτών στους Αιγύπτιους ψαράδες στο Πέραμα, σπάνια λαμβάνουν δημοσιότητα ενώ και η κοινή γνώμη αδιαφορεί – είναι συνήθως κάτι μικρές, «περιθωριακές» πρωτοβουλίες πολιτών που τα αναδεικνύουν...
Παρότι έπειτα τα ρατσιστικά κίνητρα τόσων εγκλημάτων είναι αδιαμφισβήτητα, ποτέ δεν είδαμε τα ΜΜΕ να καταγγέλλουν συλλήβδην τους Έλληνες ως εγκληματίες! Εστιάζουν αντίθετα διαρκώς και αντιδεολογικά στην καταγωγή των «αλλοεθνών» κακοποιών, αναμασώντας ξενόφοβα και ρατσιστικά στερεότυπα.
— Για την υπόθεση Κατσίφα και το σκηνικό έντασης που συντηρούν κάποιοι μεταξύ της αλβανικής και της ελληνικής κοινότητας στη Νότια Αλβανία («Βόρεια Ήπειρο»):
Ιλίρα Αλίαϊ: Οι Έλληνες δημοσιογράφοι θα έπρεπε ήδη να έχουν διερευνήσει σοβαρά ποιοι δημιουργούν σκηνικά έντασης εκεί. Είναι ακραίοι εθνικιστές και Χρυσαυγίτες που δυστυχώς βρίσκουν μεγάλη απήχηση στην εκεί ελληνική κοινότητα. Βγάζει κι αυτή τα απωθημένα της απόρριψης από το ελληνικό κράτος.
Ακόμα βλέπεις κι οι ομογενείς κατανόησαν το «δεν θα γίνεις Έλληνας ποτέ...». Αφενός λοιπόν υπάρχουν ομογενείς που ταυτίζονται με τη ΧΑ γιατί νομίζουν ότι έτσι θα ενισχύσουν το στάτους τους στην Ελλάδα, αφετέρου σοβαροί Έλληνες μειονοτικοί που συμβιώνουν άριστα με τους Αλβανούς φοβούνται να μιλήσουν ανοιχτά κατά της ΧΑ που όσο πάει δυναμώνει στην περιοχή.
Γιώργος Κωνσταντίνου: Πώς άραγε θα αντιδρούσαμε στην Ελλάδα αν ένας «ομογενής» Αλβανός οπλισμένος με καλάσνικοφ και φορώντας ρούχα παραλλαγής πυροβολούσε αστυνομικούς στην παραμεθόριο; Τα ΜΜΕ θα τον ανεβοκατέβαζαν τρομοκράτη ενώ η ελληνική πλευρά δικαιολογημένα θα διαμαρτυρόταν ότι η γείτων δεν απέτρεψε την επιθετική πρόκληση. Όμως όχι μόνο δεν νιώσαμε σαν κράτος υποχρεωμένοι να απολογηθούμε, αλλά τήρησε η βουλή 1' σιγή προς τιμήν του Κατσίφα!
Το ότι στην Αλβανία αναγνωρίζεται επίσημα η ελληνόφωνη μειονότητα, υπάρχουν ελληνικά σχολεία, πολιτικά κόμματα, εκκλησίες που λειτουργούν στα ελληνικά, το ότι στις ελληνικές εθνικές γιορτές υψώνονται γαλανόλευκες, είναι πράγματα άγνωστα στην Ελλάδα κι αδιανόητα για άλλες αντίστοιχες γηγενείς μειονότητες. Για το δράμα ενός νέου ανθρώπου που τελικά σκοτώνεται λόγω μιας αλόγιστης υπερεθνικιστικής πράξης ευθύνονται καταρχήν όσοι καλλιεργούν και προωθούν τέτοιες ιδέες.
— Για τις –πολύ λιγότερο, πάντως, δημοφιλείς από τις αντίστοιχες ελληνικές– ακροδεξιές «επιδόσεις» στην αλβανική πλευρά:
Ιλίρα Αλίαϊ: Η Αλβανία πλήρωσε ακριβά την παράνοια του «περιούσιου έθνους» με απομόνωση μισού αιώνα, παρότι ήταν ένας διαφορετικής φύσης εθνικισμός. Πάντως σήμερα ο εθνικιστικός λόγος δεν βρίσκει ιδιαίτερη απήχηση στους νέους ανθρώπους, οι οποίοι πάσχουν μάλλον από ξενομανία παρά από κάποια ιδιαίτερη λατρεία για τον τόπο καταγωγής τους. Υπάρχουν βεβαίως μεμονωμένες τέτοιες φωνές που διακατέχονται κατεξοχήν από φανατισμό και οπαδιλίκι (όπως το ποδόσφαιρο), είναι ωστόσο περιθωριοποιημένες με ελάχιστη απήχηση σε θεσμούς, εκπαίδευση και δημόσιο λόγο.
Γιώργος Κωνσταντίνου: Μακάρι να καταλαβαίναμε στην Ελλάδα ότι ο πατριωτισμός και η αγάπη στα εθνικά σύμβολα δεν είναι αποκλειστικό μας «δικαίωμα», άρα είναι ανόητο να αποκαλούμε τον αλβανικό αετό επεκτατικό σύμβολο. Η έλλειψη γνώσης για όλους τους βόρειους γείτονες είναι θλιβερή... Δεν ξέρουμε να πούμε ούτε ένα ευχαριστώ στα αλβανικά, στα μακεδονίτικα ή στα βουλγάρικα.
Ο εθνικισμός είναι αρρώστια που θεραπεύεται ταξιδεύοντας χωρίς παρωπίδες ή απλά γνωρίζοντας τους «άλλους». Η εθνική περηφάνια, το να κοκορεύεσαι για κάτι που δεν αποτελεί προσωπικό επίτευγμα αλλά «λαχείο» δεν είναι απαραίτητα κακό όσο δεν εκφράζεται επιθετικά. Το να θεωρείς όμως ότι η καταγωγή σου σε κάνει ανώτερο, είναι προβληματικό.
— Για το πόσο έχουν αλλάξει οι σχέσεις Ελλήνων-Αλβανών που ειδικά τα πρώτα χρόνια σημαδεύτηκαν από ακραίο ρατσισμό, εκμετάλλευση κι αμοιβαία καχυποψία:
Ιλίρα Αλίαϊ: Μετά από σχεδόν 30 χρόνια συνύπαρξης, τα πράγματα έχουν σίγουρα αλλάξει. Οι Αλβανοί μάθανε πλέον για την Ελλάδα όλα όσα μπορεί να μάθει κάποιος για μία άλλη χώρα. Φοβάμαι όμως πως το ίδιο δεν ισχύει αντίστροφα. Η πλειοψηφία των Ελλήνων γνωρίζουν για την Αλβανία όσα και πριν από τρεις δεκαετίες, ελάχιστα δηλαδή. Πόσοι θα σκέφτονταν να μάθουν κάποια αλβανικά ή να επισκεφθούν τη χώρα; Ελάχιστοι το κάνουν.
Δεν υπάρχει έπειτα ούτε ένα Κέντρο Αλβανικών Σπουδών στην Ελλάδα όπως έχουμε αντίστοιχα ελληνικά στην Αλβανία. Ρατσισμός δεν είναι μόνο η ενεργή απομόνωση του διαφορετικού, είναι επίσης να αδιαφορείς πλήρως να γνωρίσεις τον άλλο. Να του δίνεις μόνιμα την αίσθηση ότι δεν αξίζει τον κόπο να τον μελετήσεις, να τον ανακαλύψεις. Δεν είναι οπότε να απορείς που οι εικόνα των Αλβανών και της Αλβανίας στα ελληνικά μίντια το τελευταίο δίμηνο θύμιζε εικόνες του '04. Πρόκειται για μια εντελώς άνιση σχέση.
Η εμπειρία μου, τώρα, αφορά βασικά το εκπαιδευτικό περιβάλλον. Ένας επιχειρηματίας θα έχει ενδεχομένως μια άλλη ιστορία να διηγηθεί αφού στο εμπορικό κομμάτι οι σχέσεις είναι καλές και με προοπτικές εξέλιξης. Παρότι όμως Έλληνες και Αλβανοί νιώθουν πλέον κοντύτερα, οι σχέσεις δοκιμάζονται έντονα σε περιόδους κρίσης όπως η πρόσφατη.
Γιώργος Κωνσταντίνου: Ακόμη δεν ακούστηκε μια επίσημη συγγνώμη για το «πογκρόμ» του '04, ούτε ένα επίσημο «ευχαριστώ» για την ανεκτίμητη προσφορά της αλβανικής μετανάστευσης στην ελληνική οικονομία. Αντί να υπερηφανεύεται για τις γενιές παιδιών αλβανικής καταγωγής που έχουν εκπληκτικές εκπαιδευτικές επιδόσεις, βλέπουμε την Πολιτεία να λέει μισόλογα, να μην αναγνωρίζει, να μην ευγνωμονεί.
Δεν είδαμε διώξεις για τους υποκινητές της εθνικιστικής βίας, δεν αποδόθηκαν ευθύνες, ούτε πάρθηκαν μέτρα για την αποφυγή παρόμοιων γεγονότων. Ό,τι όμως σπρώχνεται κάτω από το χαλί δεν εξαφανίζεται, σίγουρα κάποτε θα σκοντάψεις πάνω του... Αν αναλάβουμε τις ευθύνες μας ως κράτος και κοινωνία, θα ωφελούνταν όχι μόνο οι Έλληνες και οι Αλβανοί αλλά και οι νεοφερμένοι μετανάστες. Εστιάζοντας δε στα πολλά θετικά της ελληνοαλβανικής συνεύρεσης των τελευταίων δεκαετιών, θα προωθούσαμε την ειρηνική συνύπαρξη όλων των βαλκανικών λαών.
— Για το πόσο έχει εντυπωθεί στη συλλογική μνήμη της νεότερης γενιάς Αλβανών μεταναστών στην Ελλάδα η εμπειρία των προηγούμενων, καθώς ελάχιστοι (όπως οι Γκαζμέντ Καπλάνι, Φατός Ρόζα) έχουν βγει να μιλήσουν γι΄αυτή:
Ιλίρα Αλίαϊ: Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι και τα δύο αυτά ονόματα ανήκουν στην πρώτη γενιά μεταναστών. Η δεύτερη γενιά θα είναι, θαρρώ, ακόμα πιο αόρατη. Μεγαλώνοντας με ένα «στίγμα» που προσπάθησαν να αποτινάξουν με κάθε τρόπο, γίνανε πιο ντόπιοι κι από τους ντόπιους!
Στο μεταξύ αναφαίνεται μια τρίτη γενιά μεταναστών που μιλά μόνο ελληνικά, βλέπει δε την Αλβανία μόνο σαν τουριστικό προορισμό. Τα εγγόνια τους δεν θα μάθουν ενδεχομένως ποτέ ότι είναι αλβανικής καταγωγής. Πολλά ξαδέρφια μου π.χ. αναθρέφουν τα παιδιά τους σαν Ελληνόπουλα και μόνο. Πηγαίνουν στην Αλβανία διακοπές και τους λένε ότι βρίσκονται στην Κέρκυρα. Σκέτη παράνοια!
Προσωπικά το βρίσκω εξοργιστικό αλλά τους καταλαβαίνω. Θέλουν να προστατέψουν τα παιδιά τους από τα δικά τους τραύματα, εμφυσώντας άθελά τους σε αυτά ένα είδος σχιζοφρένειας. Εμείς βυζάξαμε στην αλβανική και νανουρίζουμε τα παιδιά μας στην ελληνική. Αυτό δεν είναι μόνο μια φυσική συνέπεια σε μια συνηθισμένη ιστορία μετανάστευσης, είναι επίσης προϊόν ενός στίγματος που ενδεχομένως να μην αποβάλουμε ποτέ.
Τα βιβλία του Καπλάνι αποτέλεσαν σημείο αναφοράς στην πρώτη γενιά μεταναστών και ταυτόχρονα παρακίνησαν τη δεύτερη γενιά για να βγει «έξω από την ντουλάπα». Να πει περήφανα «αυτή είναι και η δική μου ιστορία!». Ποιος ξέρει... ίσως η τρίτη γενιά θελήσει να βουτήξει περισσότερο στο παρελθόν (Ίσως, αν φτιαχτεί π.χ. ένα Μουσείο Μετανάστευσης στην Ελλάδα).
Γιώργος Κωνσταντίνου: Το προσωπικό τίμημα για όσους τολμάνε να κρατήσουν έναν καθρέφτη που να δείχνει το αληθινό μας πρόσωπο είναι μεγάλο, προϋποθέτει έναν ηρωισμό και μια αυταπάρνηση που είναι προνόμιο λίγων και διαλεχτών. Χάρη σε τέτοιους ανθρώπους μπορεί η κοινωνία να γνωρίσει τις πτυχές μιας πολλαπλά άβολης αλήθειας και να επαναπροσδιορίσει τις συμπεριφορές της, επουλώνοντας κάπως τις πληγές που προκάλεσε η αλαζονεία της.
— Για την κάποτε εχθρική στάση κάποιων ενσωματωμένων Αλβανών μεταναστών απέναντι σε νεοφερμένους από άλλες χώρες:
Ιλίρα Αλίαϊ: Η ιστορία της μετανάστευσης δείχνει ότι σε ένα κλίμα γενικευμένου ρατσισμού κάποιες ομάδες μεταναστών –θύματα του ρατσισμού– μπορεί να στρέφονται ενάντια σε νεοφερμένους, σαν να μιμούνται τους «ντόπιους». Ωστόσο, η αποδοχή του άλλου, η ανθρωπιά, η ενσυναίσθηση δεν είναι καθήκον των μεταναστών, ως έμπειροι στον ρόλο του «άλλου». Νομίζω αυτή είναι μια εντελώς λάθος προσδοκία. Αλλιώς θα περίμενε κανείς και από τον ελληνικό λαό –κατεξοχήν λαό μεταναστών– να είναι υπόδειγμα στην αποδοχή άλλων μεταναστών. Δεν έγινε όμως έτσι. Οι άνθρωποι δεν βγαίνουμε απαραίτητα καλύτεροι από τις δυσκολίες της ζωής. Τα κοινά βιώματα δεν αποτελούν από μόνα τους εγγύηση συνύπαρξης.
Γιώργος Κωνσταντίνου: Ο ρατσισμός είναι ένας μηχανισμός που δηλητηριάζει θύτες και θύματα. Έτσι, όσα θύματα του ελληνικού ρατσισμού δεν αμφισβητούν την απανθρωπιά αυτής της συμπεριφοράς, πιθανότατα τον αναπαράγουν απέναντι στους καινούργιους «τελευταίους τροχούς της αμάξης», σε άλλους δηλαδή μετανάστες και πρόσφυγες.
— Για το πόσο συμφωνούν ότι Έλληνες κι Αλβανοί μοιράζονται πολλά κοινά σαν λαοί κι αν εκεί οφείλεται ότι «μισιούνται» κι «αγαπιούνται» εξίσου έντονα:
Ιλίρα Αλίαϊ: Πρέπει πράγματι να ψάξεις πολύ για να βρεις αισθητές διαφορές ανάμεσα σε Έλληνες και Αλβανούς! Πολιτισμικά οι δύο χώρες είναι καθρέφτης η μια της άλλης. Ως Ελληνοαλβανίδα στην Αλβανία δεν βίωσα ποτέ στον περίγυρό μου μίσος για την Ελλάδα. Οι λίγοι Έλληνες φίλοι που ταξίδεψαν εκεί, βρήκαν, λένε, ένα κομμάτι πατρίδας. Τους φάνηκαν όλα πολύ οικεία, πολύ «δικά τους». Περιμένω ανυπόμονα τη μέρα που ως Αλβανοελληνίδα στην Ελλάδα θα βιώσω εκδηλώσεις «έντονης αγάπης» για την Αλβανία.
Γιώργος Κωνσταντίνου: Για να αγαπήσεις κάποιον πρέπει να τον γνωρίσεις. Πόσοι Έλληνες πήγαν Αλβανία για τουρισμό; Πόσοι έχουν φίλους Αλβανούς που θα τους καλέσουν σπίτι τους; Πόσοι ξέρουν να πουν πέντε κουβέντες στα αλβανικά, πόσοι γνωρίζουν τις ομορφιές, τις παραδόσεις, τη μουσική, την αρχιτεκτονική, τη λογοτεχνία της γειτονικής χώρας; Πόσους διάσημους Αλβανούς έχουμε υπόψη; Πόσα κατέχουμε για τη μακραίωνη αλβανική παρουσία στον ελλαδικό χώρο; Πόσα αλβανικά τοπωνύμια, ονόματα, επίθετα και λέξεις χρησιμοποιούνται στα ελληνικά; Όσο ομφαλοσκοπούμε αλαζονικά, τόσο θα βρίσκουμε δικαιολογίες για την απόσταση που νιώθουμε για έναν λαό που μοιάζουμε τόσο. Αν θέλαμε, δεν θα ήμασταν «έθνος ανάδελφον»!
— Η «ελληνική εμπειρία» της Ilira:
Η σχέση μου με την Ελλάδα ήταν η φυσιολογική σχέση ενός ανθρώπου που πηγαίνει σχολείο, σπουδάζει, βγαίνει στην αγορά εργασίας, παρόμοια δηλαδή με κάθε μέσου νέου Αθηναίου. Εντούτοις όλα αυτά επισκιάζονταν συχνά από το γεγονός της καταγωγής μου. Παρότι αριστούχα μαθήτρια, μου αρνήθηκαν δύο φορές τον ρόλο της σημαιοφόρου στις εθνικές παρελάσεις.
Το 2004 στα 18 μου, έγινα ένα με το κύμα εθνικής περηφάνιας που κατέκλυσε τη χώρα, ένιωθα πως δεν υπάρχει για μένα άλλος τόπος. Την ίδια χρονιά έμαθα «the hard way» πως αυτό που εγώ νόμιζα, δεν ίσχυε για τους άλλους. Κοκάλωσα όταν στο πάρτι αποφοίτησης, σύσσωμο το σχολείο άρχισε να τραγουδά «δεν θα γίνεις Έλληνας ποτέ Αλβανέ, Αλβανέ» – πολύ τραυματική εμπειρία για έναν νέο άνθρωπο που βρίσκεται στο απόγειο της κοινωνικοποίησης και ταύτισης με μια κοινότητα, χώρα, γλώσσα.
Στην πρώτη μου δουλειά ως δασκάλα Γερμανικών, η διευθύντρια του σχολείου με παρακάλεσε να μην πω στους γονείς των μαθητών ότι κατάγομαι από την Αλβανία... Αυτές είναι εμπειρίες που αν δεν εκτονωθούν δημιουργικά, μπορούν να σε καταστήσουν απολύτως νευρωτικό. Χρωστάω την μετέπειτα πορεία μου σε ανθρώπους που μου έδειξαν πώς να μεταμορφώσω τα συμπλέγματα σε εργαλείο υπέρ μου. Έπειτα αυτά δεν είναι παρά στιγμιότυπα μέσα σε έναν ωκεανό εμπειριών σε μια πόλη που νιώθω απολύτως δική μου, σπίτι μου! Τώρα ανοίγομαι ολοένα περισσότερο. Οι Έλληνες φίλοι μου με ακούν με προσοχή. Ευτυχώς...
— Για τις σχέσεις Ελλήνων και ελληνικής καταγωγής Αλβανών της διασποράς:
Ιλίρα Αλίαϊ: Οι Αλβανοέλληνες του Βερολίνου όπου ζω είναι μέλη της ελληνικής κοινότητας. Πολλά παιδιά φίλων μου πηγαίνουν σε ελληνόφωνο νηπιαγωγείο ενώ στο σπίτι τους μιλούν κυρίως ελληνικά. Δεν συγχρωτίζονται απλά οι δύο κοινότητες αλλά οι Αλβανοί που ήρθαν από την Ελλάδα εδώ είναι μια κανονική προέκτασή της, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Οι Έλληνες εστιάτορες π.χ. προσλαμβάνουν κυρίως Αλβανούς υπαλλήλους. Συνεννοούνται ευκολότερα!
Από την άλλη, οι Αλβανοί της Ελλάδας ανακαλύπτουν ξανά τον εαυτό τους στο εξωτερικό κι αυτό συχνά αλλάζει την αντίληψη ταυτότητας. Αυτό συνέβη και σε μένα. Έπρεπε να έρθω Γερμανία για να ανακαλύψω την Αλβανία άφοβα. Η ξενιτιά μάς φανέρωσε πως ως μετανάστες δεύτερης γενιάς μεγαλώσαμε στην Ελλάδα σε ένα πολύ τοξικό περιβάλλον το οποίο –μη γνωρίζοντας κάτι άλλο– θεωρούσαμε σχεδόν φυσιολογικό. Προκειμένου να επιβιώσουμε, το ενστερνιστήκαμε πλήρως σαν κάτι που πάει «πακέτο» με το στάτους του μετανάστη.
Έχουμε μια ομάδα με μερικές φίλες όπου συζητάμε μανιωδώς ακριβώς αυτό, το πώς η Γερμανία μάς έδωσε χώρο να ξεδιπλώσουμε αυτό το κομμάτι της ταυτότητάς μας. Γιατί είναι πλούτος να κατάγεσαι από παραπάνω από μια χώρες, να μιλάς παραπάνω από μια γλώσσες, να διαθέτεις ταλέντα κι αντιληπτικές ικανότητες που ένας «μονοπολιτισμικός» άνθρωπος στερείται. Η καταγωγή μου που στην Ελλάδα μου προκαλούσε άγχος, εδώ μου άνοιξε πόρτες.
Η Γερμανία βέβαια μπορεί να σου δημιουργήσει άλλα κόμπλεξ. Μετανάστευση δίχως σκιές δεν υπάρχει. Το ζήτημα είναι πόσο μια χώρα βοηθά τους πολίτες της να ανθίζουν αντί να τρέμουν να φέρουν την οποιαδήποτε διαφορετικότητα.
— Η «αλβανική εμπειρία» του Γιώργου:
Πρωτοταξίδεψα στην Αλβανία το '91 για να γνωρίσω την Κορυτσά όπου έζησε ως παιδί η γιαγιά μου. Από τότε ξαναπήγα δυο φορές και με εντυπωσίασε πόσο γρήγορα μπορεί να αλλάξει μια χώρα, πώς επουλώνοντας τα τραύματα μιας απερίγραπτα σκληρής ιστορίας. Πέρασα υπέροχα, είδα επιπλέον βλέμματα τόσο ειλικρινή όσο στη γειτονιά μου τη δεκαετία του '70. Δεν είναι φυσικά όλα ρόδινα, οι βαλκανικές χώρες έχουν πολύ δρόμο ακόμα να χτίσουν δίκαιες κοινωνίες, να προστατεύσουν το περιβάλλον και να καταπολεμήσουν τη διαφθορά.
Στην Ελλάδα έχω φίλους Αλβανούς που τους χαίρομαι και στο σπίτι τους νιώθω πάντα καλοδεχούμενος. Θαυμάζω την καπατσοσύνη, την εργατικότητα, τις αντοχές και την ανθρωπιά τους. Έμαθα κάποια βασικά για την ιστορία και τη γλώσσα, τον αρχαίο αλβανικό κώδικα τιμής, την ανεξιθρησκία –η μόνη ευρωπαϊκή χώρα που γιορτάζει επίσημα Πάσχα και Ραμαζάνι–, τις τόσες διαφορετικές όψεις της Αλβανίας. Η ιδέα της Ιλίρα με παρακίνησε να συνεισφέρω στην αντιναζιστική πρωτοβουλία προσέγγισης. Γιατί οι ανθρώπινες σχέσεις αξίζουν περισσότερο από έθνη και σημαίες!
— Επόμενες ενέργειες και δράσεις:
Σκοπεύουμε καταρχήν να στήσουμε μια ηλεκτρονική πλατφόρμα ώστε να συνεχιστεί η πολύτιμη ανταλλαγή ιδεών κι εμπειριών που προέκυψε από το #BesaAgainstNazis. Ένας «τόπος» αντίστασης ενάντια σε όλες τις μορφές διακρίσεων, επίσης όμως ένας τόπος όπου Αλβανοί και Έλληνες μοιράζονται και μαθαίνουν ο ένας από τον άλλο. Δεν αρκεί ότι έχουμε πολλά κοινά, πρέπει να τα γνωρίζουμε και να τα καλλιεργήσουμε.