Ο ΤΗΛΕΜΑΧΟΣ ΚΩΤΣΙΑΣ έχει ήδη τριάντα χρόνια στην Ελλάδα και στα ελληνικά γράμματα. Από τότε που τον πρωτοδιάβασα, ήθελα να τον συναντήσω. Τη χαρά της συνάντησης όμως μου τη μετρίασε κάπως όταν κάποια στιγμή με αποπήρε: «Όλοι τα ίδια με ρωτάτε». Μα τι άλλο να τον ρωτήσεις, αφού όλο αυτά τα ίδια τον τρώνε και ταΐζουν την πένα του τριάντα χρόνια τώρα;
— Στα «Εφτά παράθυρα» έχετε μια ωραία μεταφορά: λέτε ότι στο καθεστώς του Χότζα ζούσατε σε καραντίνα, για να μην εισβάλει ο ιός του καπιταλισμού. Σας έμελλε, όμως, να ζήσετε και μια καραντίνα στην κυριολεξία. Μοιάζει η σημερινή κατάσταση του πλανήτη με την Αλβανία του Χότζα;
Όχι, καθόλου. Αυτή η καραντίνα είναι για λόγους υγείας και όλοι την παραβίασαν ‒ ποιος δεν την παραβίασε; Εκεί ήταν μια κοινωνία αποκλεισμένη από τον υπόλοιπο κόσμο, σαν να μην υπήρχε ο υπόλοιπος κόσμος.
— Και τώρα ζούμε αποκλεισμένοι. Δεν μπορούμε να κυκλοφορήσουμε ούτε να ταξιδέψουμε.
Πάντα η έλλειψη ελευθερίας σού δημιουργεί μια κακή ψυχολογία, αλλά δεν συγκρίνονται.
— Ποιο ποσοστό του έργου σας καλύπτει το βίωμα εκείνου του ολοκληρωτισμού;
Σχεδόν το 90%. Και το υπόλοιπο 10% το καλύπτει έμμεσα. Όλη μου η ζωή είναι επηρεασμένη απ’ αυτό το πράγμα. Αυτό το καθεστώς το επέβαλαν οι ίδιοι οι άνθρωποι, δεν επεβλήθη από τον ουρανό. Και οι αντικομμουνιστές, που έχουν σήμερα την εξουσία, πρέπει να έχουν αυτό υπόψη: «Αγάπα τον εχθρό σου, γιατί εσύ τον δημιούργησες». Αν ήταν καλοί αυτοί που κυβερνούσαν, δεν θα αναγκαζόταν ο κόσμος να ξεσηκωθεί.
Κάποτε είχα την ψευδαίσθηση ότι θα γράψω αυτά που είχα μέσα μου και μετά θα γινόμουν Έλληνας συγγραφέας, Ελλαδίτης, να ασχολούμαι με τα εδώ προβλήματα. Και ήθελα να αλλάξω θεματολογία ‒ όμως δεν άλλαξα. Και να θες ν’ αλλάξεις, σε τραβάει. Δεν μπορεί να γίνει η αλλαγή. Ο άνθρωπος κατατάσσεται κάπου για πάντα.
— Πόσο ήσασταν όταν φύγατε από την Αλβανία;
Ήμουν ακριβώς σαράντα.
— Είχατε φυλακιστεί, είχατε διωχθεί;
Όχι. Είχε φυλακιστεί ο πατέρας μου, ο θείος μου, ο πεθερός μου. Απ’ το σόι μου μπορεί να έχουμε πενήντα χρόνια φυλακή, αν τα βάλουμε όλα μαζί. Σκέψου ότι κάποιοι από την οικογένειά μου είχαν παίξει ρόλο και στο κίνημα εκείνου του καιρού. Ο πατέρας μου ήταν κομμουνιστής, από τους πρώτους πολιτοφύλακες όταν τελείωσε ο πόλεμος. Ο θείος μου ήταν ένας από τους εκπροσώπους της ελληνικής μειονότητας στην Αλβανία. Να φανταστείς, ένα διάστημα είχε κάνει και διερμηνέας μεταξύ του Χότζα και του Ζαχαριάδη. Αλλά από τότε ως το ’90 κύλησε πολύ νερό.
— Άρα, εσείς ζήσατε τις συνέπειες από τη δράση του καθεστώτος έμμεσα, εξ αντανακλάσεως.
Όχι, άμεσα. Ο πατέρας μου ήρθε σε αντίθεση με τη δημιουργία των γεωργικών συνεταιρισμών και μετά από σκευωρίες τον έχωσαν φυλακή. Οκτώ χρόνια έκανε φυλακή. Σε αυτά τα χρόνια εγώ ήμουν δαχτυλοδεικτούμενος απ’ την κοινωνία και το σχολείο. Ενώ ήμουν μαθητής άριστος, δεν είχα δικαίωμα να σπουδάσω παραπάνω. Πήγα με έξοδα της μάνας μου, που ήταν πολύ φτωχή ‒γιατί άμα δεν έχεις πατέρα, η μάνα είναι σαν να ’ναι χήρα‒, και νοίκιασα ένα σπίτι στο Αργυρόκαστρο, παιδί δεκαπέντε χρονών, και συνέχισα το λύκειο. Με θεωρούσαν παιδί-θαύμα, ιδίως στα μαθηματικά, στη φυσική και στη χημεία, και είχα εκπροσωπήσει τον νομό Αργυροκάστρου σε κάτι ολυμπιάδες ‒ είχαμε διακριθεί και στα Τίρανα. Και ενώ το 80% των συμμαθητών μου συνέχισε με ανώτατες σπουδές, εγώ δεν συνέχισα, λόγω πολιτικών φρονημάτων, δηλαδή των γονιών μου, όχι των δικών μου, γιατί εγώ πίστευα στο Κόμμα τότε.
— Και τι κάνατε όταν τελειώσατε το σχολείο;
Δεν ήθελα να μείνω άλλο εκεί κι έφυγα στη βόρεια Αλβανία, όπου γνώρισα τον προφορικό Κώδικα του Λεκ Ντουκαγκίνι, της αλβανικής βεντέτας. Δεν μπορούσε να εισχωρήσει εκεί το κράτος για να βάλει τάξη.
— Επομένως, νιώθατε κάποια ελευθερία εκεί.
Όχι, όχι. Εξάλλου, αυτός ο κώδικας είχε βρικολακιάσει και τώρα είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα των βόρειων Αλβανών.
— Τι σας τράβηξε, λοιπόν, εκεί;
Ήθελα να φύγω. Αλλά είδα ότι ούτε εκεί μπορούσα να ζήσω και γύρισα πάλι πίσω, στη Δρόπολη. Αφορμή ήταν ο γάμος ενός ξαδέλφου μου. Ύστερα με πήραν φαντάρο δύο χρόνια και όταν απολύθηκα είπα μήπως είχαν μειωθεί οι διωγμοί, να συνεχίσω στο παράρτημα του Πανεπιστημίου στο Αργυρόκαστρο. Γράφτηκα, αλλά μετά από έναν χρόνο μού ζήτησαν να ανανεώσω τα δικαιολογητικά και με έδιωξαν. Αλλά και να το τελείωνα, δεν θα ’βρισκα δουλειά. Δούλεψα για δεκαπέντε-είκοσι χρόνια αγρότης στον Συνεταιρισμό. Η λέξη «συνεταιρισμός» είναι καταχρηστική, σκλάβοι του καθεστώτος ήμασταν. Καλλιεργούσαμε στάρια, καλαμπόκια, αμπέλια, κηπευτικά.
— Γράφατε καθόλου;
Έγραψα όταν ήμουν μαθητής, στην τελευταία τάξη του λυκείου ‒γυμνάσιο το λέγαμε τότε‒, και επειδή το πρόσεξαν, άρεσε, βγήκε το καλύτερο σε σχολικό διαγωνισμό και το βάλανε και στην εφημερίδα, στα αλβανικά, γιατί ελληνικά έκανα μόνο στο δημοτικό. Μου στείλανε και κάτι χρήματα. Έτσι μου άνοιξε η όρεξη για τη λογοτεχνία, επειδή πρόσεξαν αυτό που είχα γράψει. Δεν μπορούσα όμως να συνεχίσω, γιατί για να γίνεις συγγραφέας, έπρεπε να γράφεις αυτά που ήθελε το Κόμμα και να μην είσαι από οικογένεια εχθρική προς το Κόμμα. Ένιωθα την ανάγκη να γράψω, αλλά το κράτος δεν ήθελε να γράφω αλλά να το παινεύω, να κάνω αυτό που λέγεται «στρατευμένη λογοτεχνία». Έτσι, για είκοσι χρόνια δεν έγραφα.
Το ’89, εκεί που έβγαζα το τσίπουρο από το καζάνι, έρχεται ένας φίλος μου, παλιός συμμαθητής, να μου πάρει συνέντευξη. Τον ρωτάω «από μένα θα πάρεις συνέντευξη;» και μου απαντάει «κοίτα, ο πόλεμος έχει τελειώσει κι εσύ είσαι ακόμα ταμπουρωμένος». Υπήρχε η εφημερίδα «Λαϊκό Βήμα» και είχε ένα ένθετο «Λογοτεχνικό Λαϊκό Βήμα», οκτώ σελίδες, στα ελληνικά. «Γράψε», μου λέει, «εκεί, το ’χουμε ανάγκη». Εγώ έγραφα διηγήματα στα αλβανικά, τα οποία τα είχα χάσει. «Γράψε», μου λέει, «ελληνικά». Να γράψω ελληνικά; Μπορώ; Αλλά τα ελληνικά ήταν η μητρική μου γλώσσα. Δημοτικά τραγούδια, παραμύθια, όλα στα ελληνικά τα ’χαμε, μόνο βιβλία δεν είχαμε ελληνικά, να διαβάσουμε. Έκατσα, λοιπόν, και έγραψα, το ’δωσα στην εφημερίδα, μου άνοιξε η όρεξη κι έγραψα καμιά δεκαριά ελληνικά διηγήματα. Τον παρακάλεσα, μάλιστα, να μου τα γράψει στη γραφομηχανή, τον πλήρωσα κιόλας. Μου τα δακτυλογράφησε και στον δρόμο για την Αθήνα έγραψα κι άλλα κι έτσι βγήκε το «Περιστατικό τα μεσάνυχτα». Έφυγα το καλοκαίρι, τον χειμώνα έφερα και την οικογένεια, βγήκε και το βιβλίο κι εγώ ένιωσα ένας άνθρωπος που βρέθηκε σε λάθος τόπο.
— Η Αλβανία ή η Ελλάδα ήταν ο λάθος τόπος;
Εδώ, γιατί εγώ απ’ τα χωράφια βρέθηκα να δίνω συνεντεύξεις. Με είχε ζητήσει ένας δημοσιογράφος από το περιοδικό «Ταχυδρόμος». Κι έγραψε κάποιος στην «Ελευθεροτυπία» ότι έχουμε έναν άνθρωπο που είτε δεν ξέρει καλά τα ελληνικά και φυλάγεται είτε είναι πάρα πολύ μεγάλο ταλέντο κι έχει την απλότητα, που είναι δύσκολη. Τώρα καταλαβαίνω πως αυτό το πρώτο βιβλίο είχε μεν το στυλ το διαφορετικό αλλά ήταν και λίγο απλοϊκά γραμμένο. Φοβόμουν να απλωθώ πολύ στη γλώσσα.
Από την άλλη, είχα δημιουργηθεί ως συγγραφέας. Έχω μεγαλώσει με καλή λογοτεχνία, κλασική λογοτεχνία, αν και στα αλβανικά. Με τη ρωσική λογοτεχνία και τα γαλλικά μυθιστορήματα του δέκατου ένατου αιώνα. Γιατί εκείνο το σύστημα, αν και υπήρχε δικτατορία, είχε ένα καλό: επειδή έκανε λιγοστές εκδόσεις, επέλεγε καλά βιβλία. Έβγαιναν εκατό βιβλία τον χρόνο. Καλός αριθμός ‒ πόσο περισσότερα να διαβάσεις; Ενώ χάσαμε, λοιπόν, μεγάλους συγγραφείς, που δεν γνωρίσαμε, γλιτώσαμε από τη σαβούρα.
— Για ποιον λόγο θεωρείτε ότι σας πρόσεξαν εδώ; Για τα κείμενα, για τον τρόπο γραφής ή για την καταγωγή σας;
Λόγω ιδιαιτερότητας, λόγω καταγωγής. Αλλιώς θα μπορούσα να είχα περάσει απαρατήρητος. Άργησα, όμως, να ξαναγράψω και έλεγα ότι ίσως είμαι ο συγγραφέας του ενός βιβλίου, δεν βαριέσαι! Αυτό μου άνοιξε τον δρόμο και για τη Μεταφραστική Υπηρεσία, όπου μπήκα μετά από λίγα χρόνια. Μετά όμως έγραψα το «Τελευταίο Καναρίνι».
Κάποτε είχα την ψευδαίσθηση ότι θα γράψω αυτά που είχα μέσα μου και μετά θα γινόμουν Έλληνας συγγραφέας, Ελλαδίτης, να ασχολούμαι με τα εδώ προβλήματα. Και ήθελα να αλλάξω θεματολογία ‒ όμως δεν άλλαξα. Και να θες ν’ αλλάξεις, σε τραβάει. Δεν μπορεί να γίνει η αλλαγή. Ο άνθρωπος κατατάσσεται κάπου για πάντα.
— Πολλοί συγγραφείς γυρνάνε εμμονικά στην πατρίδα της παιδικής ηλικίας. Εσείς, αν δεν είχατε την εμπειρία του καθεστώτος, θα νιώθατε πάλι την ανάγκη της επιστροφής; Τι είναι πιο σημαντικό στην περίπτωσή σας; Τα παιδικά χρόνια ή τα πολλά, σαράντα χρόνια, στο συγκεκριμένο καθεστώς;
Νομίζω, το καθεστώς. Παιδικά χρόνια όλοι έχουν. Η πολιτική καταπίεση που περιγράφω, όμως, ξάφνιασε αλλά και ενόχλησε πολλούς. Αυτός είναι ο λόγος που δεν έχω μεγάλη αναγνωσιμότητα.
— Σας θεωρούν Αλβανό συγγραφέα;
Και αυτό. Γιατί δεν γνωρίζουν τι σημαίνει Έλληνας εκτός Ελλάδας.
— Και ο Καβάφης Έλληνας εκτός Ελλάδας ήταν.
Μια φορά με πήραν από τη Θεσσαλονίκη και μου είπαν ότι ήθελαν να κάνουν κάτι με ξένους που ήρθαν στην Ελλάδα και γράφουν ελληνικά. «Εννοείτε ότι και ο Καβάφης ήταν ένας ξένος που έγραφε ελληνικά;» τους ρώτησα. Δεν με πειράζουν αυτά, αλλά, άμα δεν ξέρεις, κάτσε φρόνιμα. Οι μεγαλύτεροι Έλληνες συγγραφείς δεν ήταν Έλληνες πολίτες. Ο Βιζυηνός πού είχε ζήσει; Ο Βάρναλης; Οι άλλοι από τη Μικρασία;
— Στην Αθήνα νιώσατε επιτέλους ελεύθερος;
Είχα την τύχη να είμαι στο υπουργείο και να μη με στιγματίσουν, όπως άκουγα να συμβαίνει σε διάφορους δικούς μου.
— Λογοκριθήκατε ποτέ; Νιώσατε φόβο;
Όχι. Στο τελευταίο, στη «Σινική μελάνη», ένιωσα ότι στις παρουσιάσεις ενοχλήθηκαν πολλοί αριστεροί. Και είπα: «Μα εγώ για σας το ’γραψα, για να καταλάβετε εσείς οι αριστεροί τι έγινε, γιατί οι άλλοι το έχουν δεδομένο». Όταν έγραψα το «Στην απέναντι όχθη» ενοχλήθηκαν οι ακροδεξιοί, γιατί καυτηρίαζα τις μυστικές υπηρεσίες. Κι ένας συμπατριώτης μου έγραψε ένα άρθρο εναντίον μου. Μου ’κανε καλό όμως. Από την αρνητική κριτική και μόνο πούλησα δυο-τρεις χιλιάδες βιβλία.
— Εκτός από τη συγγραφή, έχετε ασχοληθεί και με τη μετάφραση.
Έχω μεταφράσει δύο βιβλία του Ισμαήλ Κανταρέ. Ο Κανταρέ μεταφράζεται σε όλο τον κόσμο από τα γαλλικά. Τι συμβαίνει όμως; Επειδή η αλβανική γλώσσα είναι φτωχή, λιτή και η ομορφιά της βρίσκεται σ’ αυτήν τη λιτότητα ‒όπως όταν κάνεις έναν τοίχο με πέτρα και δεν μπορείς να πελεκήσεις πολλά πράματα‒, όταν μεταφράζεται στα γαλλικά, λειαίνει. Γι’ αυτό ο ίδιος θέλησε να μεταφραστεί από τα αλβανικά.
Μετέφρασα και ένα μυθιστόρημα πολύ καλό, του Μπεσνίκ Μουσταφάι, που ένα φεγγάρι έκανε υπουργός Εξωτερικών της Αλβανίας, το «Κενό». Επίσης, μετεέφρασα στα αλβανικά τα διηγήματα της Ζυράννας Ζατέλη από την «Περσινή αρραβωνιαστικιά» ‒ μου είχαν αρέσει πολύ. Κι ένα μυθιστόρημα μιας Αλβανίδας στα ελληνικά. Δεν θεωρώ τον εαυτό μου κατεξοχήν μεταφραστή, διότι, για να είσαι μεταφραστής, πρέπει να γνωρίζεις ολόκληρη τη γλώσσα. Εγώ από τα ελληνικά γνωρίζω όσα μου χρειάζονται.
Έχω μεταφράσει και Καβάφη στα αλβανικά και είδα ότι μεταφράζεται πολύ καλά. Ένας ηθοποιός μού ζήτησε ένα ποίημα και του είπα ότι, εφόσον ο Σον Κόνερι απήγγειλε την «Ιθάκη» τέλεια, μπορεί να την απαγγείλει κι εκείνος στα αλβανικά. Γιατί η «Ιθάκη» γράφτηκε για την Αλβανία. Για τη μικρή, φτωχή πατρίδα. Μετά από τόσο καιρό θα γυρίσεις στην «Ιθάκη», στην Αλβανία δηλαδή, και θα δεις τι σήμαινε να είσαι αυτός που είσαι. Γιατί δεν εχει τι άλλο να σου δώσει. Απλώς να σε αφήσει να φύγεις.
— Διαβάζατε Κανταρέ και όταν ζούσατε στην Αλβανία;
Ναι, ήταν ο αγαπημένος μου. Ήταν πρότυπο ποιητή, γιατί, πριν περάσει στην πεζογραφία, ήταν ποιητής.
— Τα δικά σας βιβλία κυκλοφορούν στα αλβανικά;
Λίγα, όχι όλα. Αλλά εκεί δεν είναι όπως εδώ. Εκεί είναι όλοι αυτοεκδότες. Όταν με κάλεσαν, την πρώτη μέρα ήμουν σαλόνι στην εφημερίδα, την άλλη μέρα δεν ήμουν τίποτα. Σαν μια φωτοβολίδα.
— Ποιο είναι το κοινό σας; Εγώ έπεσα πάνω στα κείμενά σας γιατί έχω ένα ενδιαφέρον για τα Βαλκάνια.
Γι’ αυτές τις ειδικές περιπτώσεις είμαι εγώ. Δεν είμαι ο συγγραφέας των μαζών.
— Θεωρείτε ότι απευθύνεστε περισσότερο σε Έλληνες ή σε Αλβανούς;
Πολλοί Έλληνες της Αλβανίας με διαβάζουν ‒ παίρνει ένας το βιβλίο και περιμένουν είκοσι στη σειρά να το δανειστούν. Δεν έχουν χρήματα να αγοράζουν βιβλία. Απευθύνομαι στους Έλληνες αναγνώστες, αλλά στους λίγο ψαγμένους. Όχι σ’ αυτούς που θέλουν την ιστορία μιας γυναίκας που ερωτεύτηκε και μετά εκείνος έφυγε... Αλλά μήπως κι αυτοί δεν έχουν ένα δίκιο; Ο καθένας ψάχνει στη λογοτεχνία να βρει αυτό που δεν έχει. Ψάχνει την ευτυχία. Και τη βρίσκει εκεί.
—Μήπως, λοιπόν, και οι Αλβανοί αναγνώστες δεν σας προτιμούν γιατί τους θυμίζετε τη δυστυχία τους και δεν τους προσφέρετε ευτυχία;
Δεν υπάρχουν Αλβανοί αναγνώστες σήμερα. Ο ίδιος ο Ισμαήλ Κανταρέ δεν πουλάει πάνω από πεντακόσια βιβλία στην Αλβανία. Υπάρχουν καλοί αναγνώστες, αλλά δεν μπορούν να βρουν βιβλία της προκοπής μέσα στον σωρό.
— Κυκλοφορούν τα βιβλία σας σε άλλες γλώσσες;
Στη Γαλλία βρίσκεται υπό έκδοση ο «Κώδικας Τιμής» και αναρωτιέμαι: θα περπατήσει εκεί αυτό το θέμα, του αρχαίου αλβανικού κώδικα, που είναι παράξενο για τους Γάλλους; Αν περπατήσει, θα βγάλω κι άλλα εκεί. Αλλιώς, δεν πειράζει. Μάλιστα, πολλοί μου είπαν ότι η «Σινική Μελάνη» μπορεί να ενδιαφέρει τον Γερμανό αναγνώστη.
— Και τον Πολωνό αναγνώστη. Ουσιαστικά, εκεί περιγράφετε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης στα χρόνια του Χότζα.
Ναι, είναι αυτό που λέγεται «στρατοπεδική λογοτεχνία».
— Μετά από τόσο γράψιμο, υπάρχει κι άλλο υλικό μέσα σας;
Πολύ. Πού να τελειώσει; Αυτό που θα βγει τώρα έχει να κάνει με τη δολοφονία του στρατηγού Τελίν το 1923 στα ελληνοαλβανικά σύνορα. Τα σύνορα είναι το χειρότερο πράγμα. Καλύτερα να μην υπήρχαν. Αλλά είναι απαραίτητα.
— Μετά από χρόνια τα μυθιστορήματά σας μπορεί να χαρακτηριστούν ιστορικά.
Όχι ιστορικά. Βιβλία αναφοράς ίσως. Εγώ ασχολούμαι με κάτι μικρό και ασήμαντο, μια ελληνική μειονότητα της Αλβανίας. Υπάρχουν τόσες μειονότητες στον κόσμο. Αλλά εμένα με ενδιαφέρουν οι άνθρωποι που ζουν σε αυτές τις καταστάσεις, δεν με ενδιαφέρει η Ιστορία. Ο συγγραφέας, σε αντίθεση με τον ιστορικό, γράφει για τους ανθρώπους, όχι για την Ιστορία.
— Κατά κάποιον τρόπο, δεν νιώθετε τυχερός που έχετε όλη αυτή την εμπειρία που τροφοδοτεί το γράψιμό σας;
Όχι, με τόσα που έχω υποφέρει, δεν ξέρω αν άξιζε τον κόπο.
Το πιο πρόσφατο βιβλίο του Τηλέμαχου Κώτσια, η «Σινική μελάνη», κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.