Λέα Ούπι: Η ζωή μου στην καταρρέουσα Αλβανία του Χότζα

lea ypi Facebook Twitter
Η Λέα Ούπι πετυχαίνει μια συναρπαστική αφήγηση με συναίσθημα και στοχαστικότητα, χωρίς το ένα στοιχείο να επισκιάζει το άλλο. Φωτ.: Getty Images/Ideal Image
0

Την ιστορία την ξέρουμε όλοι. Την ξέρουμε από την αποδώ πλευρά των συνόρων. Πολλοί την έχουμε ακούσει από πρώτο χέρι, από τους χιλιάδες μετανάστες που πέρασαν παράνομα τα βουνά της Ηπείρου όταν κατέρρευσε το καθεστώς του Ενβέρ Χότζα στην Αλβανία.

Η Λέα Ούπι αφηγείται την ιστορία από την άλλη πλευρά των συνόρων. Γεννημένη στα Τίρανα το 1979, είναι δέκα χρονών όταν αρχίζει η κατάρρευση του καθεστώτος. Πίστευε ότι η «δίκαιη κοινωνία» της θα διαρκούσε για πάντα. Η δασκάλα της, Νόρα, ήταν απόλυτα κατηγορηματική ως προς αυτό.

Μάλιστα, μια μέρα, μετά το τέλος ενός λόγου της, σήκωσε το δεξί χέρι της και είπε: «Αυτό το χέρι θα είναι πάντα δυνατό. Αυτό το χέρι θα αγωνίζεται πάντα. Ξέρετε γιατί; Γιατί έχει σφίξει το χέρι του συντρόφου Ενβέρ. Έκανα μέρες να το πλύνω. Όμως, κι αφού το έπλυνα, η δύναμη παρέμεινε».

Η Λέα Ούπι, σήμερα καθηγήτρια Πολιτικής Θεωρίας στο London School of Economics, ανασυστήνει, μέσα από μια συναρπαστική αυτοβιογραφική αφήγηση, αυτήν τη «στιγμή» του τέλους της Ιστορίας. Αφηγείται το τέλος της δικής της μικροϊστορίας, την κατάρρευση των βεβαιοτήτων και των ψευδαισθήσεων και ταυτόχρονα την αναζήτηση της ελευθερίας, έστω κι αν αυτή η ελευθερία είναι ένα φάντασμα. Το βίωμά της γίνεται τελικά οικουμενικό, συνδέεται με την απώλεια και την ελπίδα.

Η αφήγηση της Λέα Ούπι καλύπτει το πέρασμά της από την παιδική στην εφηβική ηλικία καθώς και όλη την εφηβική ηλικία της. Είναι τα χρόνια από το 1990 έως 1997, δηλαδή από την κατάρρευση του κομμουνιστικού και κλειστού αυταρχικού καθεστώτος του Χότζα μέχρι τα γεγονότα του 1997, με την κατάρρευση του συστήματος των πυραμίδων.

Αυτή η τελευταία κατάρρευση έχει μείνει στην Ιστορία ως ο Αλβανικός Εμφύλιος, αφού συνοδεύτηκε από λεηλασίες, χιλιάδες νεκρούς (πάνω από δύο χιλιάδες άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους), επιθέσεις πολιτών σε στρατιωτικές φρουρές και ένα πρωτόγνωρο κύμα μετανάστευσης. Με την κατάρρευση των πυραμίδων ο μισός πληθυσμός της χώρας, ανάμεσά τους και η οικογένεια της Λέα Ούπι, έχασε όλες τις οικονομίες τους.

«Επικρατούσε το ίδιο χάος, η ίδια αίσθηση αβεβαιότητας, η ίδια κατάρρευση του κράτους, η ίδια οικονομική καταστροφή. Με μία διαφορά. Το 1990 δεν είχαμε τίποτα παρά μόνο την ελπίδα. Το 1997 την είχαμε χάσει κι αυτήν».

Στο εξώφυλλο του βιβλίου η φωτογραφία ενός άδειου κουτιού Coca-Cola συνδέεται με την αφήγηση, κυρίως όμως με την πραγματικότητα της αλβανικής κοινωνίας.

«Εκείνη την περίοδο ένα κουτάκι Coca-Cola αποτελούσε ένα εξαιρετικά σπάνιο θέαμα», γράφει η Ούπι. «Ακόμη πιο σπάνια ήταν η γνώση της λειτουργίας του. Συνιστούσε ένα σύμβολο κοινωνικού κύρους. Όταν κάποιος τύχαινε να έχει ένα κουτάκι, το επιδείκνυε στο καθιστικό του, συνήθως πάνω σε ένα σεμεδάκι στην τηλεόραση ή στο ραδιόφωνο, συχνά δίπλα στη φωτογραφία του Ενβέρ Χότζα. Χωρίς το κουτάκι της Coca-Cola, τα σπίτια μας έδειχναν ίδια. Ήταν βαμμένα στο ίδιο χρώμα, είχαν τα ίδια έπιπλα. Με το κουτάκι κάτι άλλαξε, όχι μόνο οπτικά».

ΣΑΒΒΑΤΟ Ο θείος Ενβέρ μας άφησε για πάντα Facebook Twitter
Η Λέα Ούπι σε παιδική ηλικία στην παραλία του Δυρραχίου. Φωτ.: Προσωπικό αρχείο της Λέα Ούπι.

Όταν γεννήθηκε η Λέα Ούπι, 8 Σεπτεμβρίου 1979, η εφημερίδα «Zeri I Populit», δηλαδή το επίσημο όργανο του Κόμματος, κατέγραφε ακόμη μία μέρα καπιταλιστικής κατάπτωσης, ιδεολογικής επιθετικότητας των Ηνωμένων Πολιτειών και της Σοβιετικής Ένωσης αλλά και εργατικής αλληλεγγύης.

Η Λέα γεννήθηκε με πολλές δυσκολίες και οι πιθανότητες επιβίωσής της ήταν μόλις 30%. Οι γονείς της δεν τόλμησαν να της δώσουν όνομα, αλλά αναθάρρησαν όταν το νοσοκομείο αρίθμησε το βρέφος: 471. «Μόνο τα νεκρά μωρά δεν έπαιρναν αριθμό και, απ’ τη στιγμή που δεν είχα πεθάνει ακόμα, είχαν κάθε λόγο να χαίρονται».

Η γιαγιά της, Νινί, η δυνατότερη προσωπικότητα της οικογένειας, που πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο είχε ζήσει στη Θεσσαλονίκη και είχε φοιτήσει στο εκεί γαλλικό σχολείο, είδε στην επιβίωση του μωρού την ελπίδα.

Αργότερα, όταν η γιαγιά θυμόταν τη στιγμή της γέννησης της Λέα, έλεγε: «Όταν γεννήθηκες, νιώσαμε την ελπίδα. Η ελπίδα είναι κάτι για το οποίο πρέπει να αγωνίζεσαι. Ωστόσο έρχεται κάποια στιγμή που μετατρέπεται σε ψευδαίσθηση. Είναι πολύ επικίνδυνο. Εξαρτάται από το πώς ερμηνεύεις τα γεγονότα». 

ΛΕΑ ΟΥΠΙ
ΚΑΝΤΕ ΚΛΙΚ ΕΔΩ ΓΙΑ ΝΑ ΤΟ ΑΓΟΡΑΣΕΤΕ: Λέα Ούπι, Ελεύθερη, Μτφρ.: Αντώνης Καλοκύρης, Εκδόσεις Πατάκη, Σελ. 383

Η Νινί ήταν μια γυναίκα που γεφύρωνε την οικογενειακή ιστορία αλλά και την ιστορία της Αλβανίας. Είχε γεννηθεί το 1918, κόρη ανώτερων τοπικών κυβερνητών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στα είκοσί της έγινε σύμβουλος του πρωθυπουργού της Αλβανίας και ήταν η πρώτη γυναίκα που εργάστηκε στη διοίκηση. Γνώρισε τον άντρα της, τον παππού της Λέα, στον γάμο του βασιλιά Ζώγου. Μετά ήρθε το κομμουνιστικό καθεστώς.

Στα τριάντα δύο της άρχισε να δουλεύει σε στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας. Στα σαράντα της, πολλοί συγγενείς είχαν εκτελεστεί ή αυτοκτονήσει, ενώ άλλοι είχαν καταλήξει σε ψυχιατρικά ιδρύματα, στην εξορία ή στη φυλακή.

Στα πενήντα πέντε της κόντεψε να πεθάνει από πλευρίτιδα. Και στα εξήντα της έγινε γιαγιά, όταν γεννήθηκε η Λέα. «Τα υπόλοιπα τα ήξερα», γράφει η Λέα Ούπι.

Το 1991, όταν το καθεστώς έχει πλέον καταρρεύσει και οι ανδριάντες του Χότζα και του Στάλιν έχουν γκρεμιστεί, η γιαγιά Νινί έλαβε ένα γράμμα από την Αθήνα. Παλιοί γνωστοί την καλούσαν να επισκεφτεί την Ελλάδα για να δει αν θα μπορούσε να διεκδικήσει κάποια περιουσιακά στοιχεία που είχε η οικογένεια του πατέρα της πριν από τον πόλεμο.

Η Λέα συνόδευσε τη γιαγιά στην Αθήνα, σ’ ένα ταξίδι που θα μπορούσε να ονομαστεί «πρώτη φορά». Η Λέα κατέγραφε σχολαστικά σ’ ένα ημερολόγιο όλα τα πράγματα που ανακάλυπτε για πρώτη φορά.

Η πρώτη φορά που ένιωσε τον αέρα από το κλιματιστικό στις παλάμες της, που δοκίμασε μπανάνες, που είδε φωτεινούς σηματοδότες, που είδε ουρές να σχηματίζονται από αυτοκίνητα και όχι από ανθρώπους, που κάθισε σε λεκάνη τουαλέτας, που είδε ανθρώπους να ακολουθούν σκύλους δεμένους με λουρί, που είδε σταυρούς σε τάφους, που είδε τοίχους καλυμμένους με διαφημίσεις, που είδε την Ακρόπολη, απέξω, αφού δεν είχαν χρήματα για το εισιτήριο.

Ο θείος Ενβέρ μας άφησε για πάντα Facebook Twitter
Τον Φεβρουάριο του 1997 πολλοί Αλβανοί έχασαν τις αποταμιεύσεις τους. Εδώ μια ομάδα ανθρώπων που είχαν έρθει στα Τίρανα από την ύπαιθρο για να μάθουν τι συνέβαινε με τα χρήματά τους. Φωτ.: In Pictures Ltd./Corbis via Getty Images/Ideal Image

Η οικογένεια της Λέα ανήκε στους διανοούμενους. Έτσι έλεγαν στη Αλβανία όσους είχαν πανεπιστημιακή μόρφωση. Αλλά το αν θα μπορούσε κανείς να σπουδάσει, όπως και το τι θα σπούδαζε είχε σχέση με το «βιογραφικό».

Το «βιογραφικό» ήταν κάτι σαν τον φάκελο στην Ελλάδα της μετεμφυλιακής εποχής. Αν το βιογραφικό σου δεν ήταν τόσο φιλικό προς το καθεστώς, δεν ήταν απίθανο να αποκλειστείς από τις σπουδές ή να σπουδάσεις κάτι που δεν ήθελες, ας πούμε Δασοκομία, όπως έγινε με τον πατέρα της Λέα. Δεν έπρεπε να διαμαρτύρεται.

Καθώς έπασχε από άσθμα, έπρεπε να ευγνωμονεί το σοσιαλιστικό καθεστώς. «Αν ζούσαμε στη Δύση, ο πατέρας μου θα είχε γίνει αλήτης και θ’ αναγκαζόταν να λέει τραγούδια μπομπντύλαν κάτω από μια γέφυρα για να βγάλει λεφτά». 

Πολλοί από τους συγγενείς της Λέα ήταν «απόφοιτοι». Όταν η οικογένειά της μιλούσε για αποφοίτηση συγγενών στην πραγματικότητα αναφερόταν στην αποφυλάκισή τους. Ολοκλήρωση σπουδών ήταν η κωδική ονομασία για την έκτιση της ποινής.

Τα διάφορα επιστημονικά αντικείμενα αντιστοιχούσαν σε επίσημες κατηγορίες. Οι διεθνείς σχέσεις αντιστοιχούσαν στην κατηγορία της προδοσίας. Οι σπουδές λογοτεχνίας, στην υποκίνηση σε βία και προπαγάνδα. Οι οικονομικές σπουδές, σε απόκρυψη χρυσού.

Οι φοιτητές που κατέληγαν δάσκαλοι ήταν πρώην κρατούμενοι που είχαν γίνει χαφιέδες. Αποβολή σήμαινε θανατική καταδίκη, ενώ οικειοθελής εγκατάλειψη των σπουδών σήμαινε αυτοκτονία. Κωδικές γλώσσες και μετωνυμίες δημιουργούσαν ένα γλωσσικό πέπλο που τύλιγε τη ζοφερή πραγματικότητα.

ΣΑΒΒΑΤΟ Ο θείος Ενβέρ μας άφησε για πάντα Facebook Twitter
O παππούς και η γιαγιά της Λέα Ούπι. Φωτ.: Προσωπικό αρχείο Λέα Ούπι

«Όλοι θέλουν να φύγουν. Όλοι εκτός από μας», έγραφε η Λέα στο ημερολόγιό της το 1991. «Οι περισσότεροι φίλοι και συγγενείς μας περνούσαν μέρες, εβδομάδες, ακόμα και μήνες σχεδιάζοντας πώς να φύγουν».

Η Λέα, στην Αλβανία, συνέχισε τις σπουδές της στο λύκειο. Η τελευταία τάξη συνέπεσε με την οικονομική κατάρρευση του συστήματος των πυραμίδων. «Ήταν σαν να βρισκόμουν ξανά στο 1990», γράφει. «Επικρατούσε το ίδιο χάος, η ίδια αίσθηση αβεβαιότητας, η ίδια κατάρρευση του κράτους, η ίδια οικονομική καταστροφή. Με μία διαφορά. Το 1990 δεν είχαμε τίποτα παρά μόνο την ελπίδα. Το 1997 την είχαμε χάσει κι αυτήν».

Αυτή την ίδια χρονιά η Λέα έκανε τελικά τη δική της έξοδο. Έφυγε για να σπουδάσει Φιλοσοφία, αφού υποσχέθηκε στον πατέρα της ότι θα μείνει μακριά από τον Μαρξ. Διέσχισε την Αδριατική και πήγε στην Ιταλία μ’ ένα πλοίο που «ταξίδεψε πάνω από χιλιάδες πνιγμένους». Δεν επέστρεψε ποτέ.

Τώρα, στο Λονδίνο, στο London School of Economics, διδάσκει ένα μάθημα για τον Μαρξ, που είναι ένα μάθημα για την ελευθερία. Και διαπιστώνει, όπως γράφει στις τελευταίες αράδες του βιβλίου της, ότι ο κόσμος της απέχει τόσο πολύ την ελευθερία όσο κι εκείνος ο κόσμος από τον οποίο προσπάθησαν να ξεφύγουν οι γονείς της.

Η Λέα Ούπι, το είπαμε ήδη, πετυχαίνει μια συναρπαστική αφήγηση με συναίσθημα και στοχαστικότητα, χωρίς το ένα στοιχείο να επισκιάζει το άλλο. Είναι ένα επίτευγμα. Πολύ καλή η μετάφραση του Αντώνη Καλοκύρη.

Ο θείος Ενβέρ μας άφησε για πάντα Facebook Twitter
Έξοδος προς την Ελλάδα. © Ivo Lorenc/Sygma/CORBIS/Sygma via Getty Images/Ideal Image

ΑΓΟΡΑΣΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΕΔΩ

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.

To νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.

Βιβλίο
0

ΑΦΙΕΡΩΜΑ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Η ξεχασμένη ελληνική μειονότητα της Αλβανίας

LiFO politics / Η ξεχασμένη ελληνική μειονότητα της Αλβανίας

Ποια είναι η κατάσταση της ελληνικής μειονότητας στην Αλβανία και τι γνωρίζουμε για αυτήν; Με αφορμή την πρόσφατη επίσκεψη του πρωθυπουργού στην Αλβανία και τα χωριά της ελληνικής μειονότητας, η Βασιλική Σιούτη συζητά για το θέμα με τον Νίκο Ευσταθίου, δημοσιογράφο και συγγραφέα.
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΣΙΟΥΤΗ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Καρολίνα Μέρμηγκα: «Συγγενής»

Το Πίσω Ράφι / «Συγγενής»: Ένα ταξίδι αυτογνωσίας με μια μεγάλη ανατροπή

Εκείνο που προσεγγίζει η Καρολίνα Μέρμηγκα στο βιβλίο της είναι οι ανθρώπινες σχέσεις, όπως αυτές ορίζονται από τα δεσμά της οικογένειας, τις υπαρξιακές μας ανάγκες, τις κοινωνικές συμβάσεις.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Σελίν Κιριόλ «Φωνή χωρίς ήχο»

Το πίσω ράφι / «Ένα από τα πιο ιδιοφυώς γραμμένα μυθιστορήματα της σύγχρονης λογοτεχνίας»

Έτσι είχε γράψει ο Πολ Όστερ εξαίροντας τη γραφή της Σελίν Κιριόλ στο «Φωνή χωρίς ήχο» για την οικονομία, τη συμπόνια και τις χιουμοριστικές πινελιές της, για τον τρόπο που προσεγγίζει μια γυναίκα αποξενωμένη σε μια απέραντη μεγαλούπολη.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Μαίρη Κουκουλέ

Οι Αθηναίοι / Μαίρη Κουκουλέ (1939-2025): Η αιρετική λαογράφος που κατέγραψε τη νεοελληνική αθυροστομία

Μοίρασε τη ζωή της ανάμεσα στην Αθήνα και το Παρίσι, υπήρξε σύντροφος ζωής του επίσης αιρετικού Ηλία Πετρόπουλου. Ο Μάης του ’68 ήταν ό,τι συγκλονιστικότερο έζησε. Πέθανε σε ηλικία 86 ετών.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Ο Στρατής Τσίρκας και οι Ακυβέρνητες Πολιτείες

Βιβλίο / Ο Στρατής Τσίρκας και οι Ακυβέρνητες Πολιτείες

Σε ποια εποχή γράφτηκε η φημισμένη τριλογία; Πώς διαβάζουμε σήμερα αυτό το σημαντικό μυθιστόρημα; Ποιοι είναι οι ήρωές του; Αυτά και πολλά ακόμα αναλύει με εξαιρετικό τρόπο η Κωνσταντίνα Βούλγαρη σε τρία ηχητικά ντοκιμαντέρ. 
THE LIFO TEAM
Θανάσης Σκρουμπέλος, συγγραφέας

Οι Αθηναίοι / «Δεν μπορεί να κερδίζει συνέχεια το δίκιο του ισχυρού»

Στο Λονδίνο, ο Θανάσης Σκρουμπέλος έλεγε ότι είναι «απ’ τον Κολωνό, γείτονας του Σοφοκλή». Έχοντας βγει από τα σπλάχνα της, ο συγγραφέας που έγραψε για την Αθήνα του περιθωρίου, για τη γειτονιά του και τον Ολυμπιακό, πιστεύει ότι η αριστερά που γνώρισε έχει πεθάνει, ενώ το «γελοίο που εκφράζει η ισχυρή άρχουσα τάξη» είναι ο μεγαλύτερός του φόβος.
M. HULOT
Σπύρος A. Ευαγγελάτος: Μια μεγάλη διαδρομή

Πέθανε Σαν Σήμερα / Σπύρος A. Ευαγγελάτος: Μια μεγάλη διαδρομή στο ελληνικό θέατρο

Το Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης κυκλοφόρησε έναν τόμο 535 σελίδων, αφιερωμένο στον σπουδαίο σκηνοθέτη, φιλόλογο, συγγραφέα και ακαδημαϊκό που άφησε ανεξίτηλη τη σφραγίδα του στην ιστορία του ελληνικού θεάτρου.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Μέριλιν Γιάλομ: «H ιστορία της συζύγου»

Το Πίσω Ράφι / H ιστορία της συζύγου από την αρχαιότητα έως τον 20ό αιώνα

Η φεμινίστρια συγγραφέας και ιστορικός Μέριλιν Γιάλομ εξερευνά τη διαδρομή της συζυγικής ταυτότητας, αποκαλύπτοντας πώς η έννοια του γάμου μεταλλάχθηκε από θρησκευτικό καθήκον σε πεδίο συναισθηματικής ελευθερίας.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Ο γενναιόδωρα οργισμένος Τζορτζ Όργουελ

Βιβλίο / Ο γενναιόδωρα οργισμένος Τζορτζ Όργουελ

Η έκδοση με τα κριτικά κείμενα του Τζορτζ Όργουελ για τη λογοτεχνία και την πολιτική με τον τίτλο «Ό,τι μου κάνει κέφι» μας φέρνει ενώπιον ενός τρομερά οξυδερκούς και ενίοτε γενναιόδωρα οργισμένου στοχαστή.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Το βιβλιοπωλείο Κάουφμαν και η ανεκτίμητη προσφορά του στην πνευματική ζωή της Αθήνας

Βιβλίο / Το βιβλιοπωλείο Κάουφμαν και η ανεκτίμητη προσφορά του στην πνευματική ζωή της Αθήνας

Μέσα από αφηγήσεις, φωτογραφίες και ντοκουμέντα μιας νέας έκδοσης ζωντανεύει το βιβλιοπωλείο που συνδέθηκε με τις μνήμες χιλιάδων Αθηναίων και έπαιξε ρόλο στην πολιτιστική διαμόρφωση και καλλιέργεια πολλών γενεών.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
«Κάποια στιγμή έμαθα να βάζω στον λόγο μου ένα "ίσως", ένα "ενδεχομένως"»

Οι Αθηναίοι / «Κάποια στιγμή έμαθα να βάζω στον λόγο μου ένα "ίσως", ένα "ενδεχομένως"»

Στην Α’ Δημοτικού τη μάγεψε η φράση «Η Ντόρα έφερε μπαμπακιές». Διαμορφώθηκε με Προυστ, Βιρτζίνια Γουλφ, Γιώργο Ιωάννου και Κοσμά Πολίτη. Ως συγγραφέα την κινεί η περιέργεια για τις ανθρώπινες σχέσεις. Η Αγγέλα Καστρινάκη είναι η Αθηναία της εβδομάδας.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Μπρους Τσάτουιν: Ένας αεικίνητος ταξιδιώτης

Πέθανε Σαν Σήμερα / Μπρους Τσάτουιν: Ένας αεικίνητος ταξιδιώτης

Ο αιώνιος ταξιδευτής, μυθιστοριογράφος και ταξιδιωτικός συγγραφέας περιπλανήθηκε στα πιο άβατα σημεία του κόσμου αναζητώντας το DNA των νομάδων και έζησε μια μυθιστορηματική ζωή που υπερβαίνει αυτήν που κατέγραψε στα βιβλία του.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ