Ψάχνοντας για καφετζού, ακούω ιστορίες τρόμου: «Α, ναι, η κ. Ματίνα μετακόμισε στην Κομοτηνή και της στέλνουν τα φλιτζάνια με κούριερ» ή «η καλύτερη της Ελλάδας είναι στην Καβάλα. Εκεί πηγαίνει όλη η Βόρεια Ελλάδα», «μην τυχόν και μάθει καφετζού ότι πηγαίνεις και σε άλλες καφετζούδες. Γίνονται έξαλλες». Το ραντεβού με τη Μόνικα στις 2 το μεσημέρι της Τετάρτης μου το κλείνει μια φίλη μου που έχει γυρίσει όλες τις καφετζούδες, αστρολόγους και χαρτορίχτρες της Αθήνας («Θα σε στείλω στη Μόνικα, οι άλλες είναι επικίνδυνες, δεν θέλω να σε μπλέξω»). Το κουδούνι σε μια πολυκατοικία πίσω από τον Σταθμό Λαρίσης λέει απλά «Μόνικα». Πρώτα ακούγεται από τις σκάλες η βραχνή φωνή της. «Στον δεύτερο». Η Μόνικα είναι παχιά, με κατάμαυρα, κορακίσια μαλλιά και τσιτωμένα μάτια από το λίφτινγκ. Θυμίζει ύαινα. Με ρωτάει πώς πίνω τον καφέ κι εξαφανίζεται στην κουζίνα. Κάθομαι σε μια πλαστική καρέκλα και κοιτάζω γύρω μου όσο η Μόνικα φτιάχνει τον καφέ. Στα αριστερά μου βρίσκεται μια μεγάλη συλλογή από πλαστικές κούκλες προσεκτικά τοποθετημένες σε ένα καναπέ με ροζ γυαλιστερή στόφα. Ξεχωρίζει μια κούκλα σε φυσικό μέγεθος με γαλάζια μάτια και πλατινέ ξασμένα μαλλιά, που φοράει ένα κίτρινο φόρεμα με λουλουδάκια. Από πάνω μου συνωστίζονται κινέζικα ημερολόγια, ασημωμένες εικόνες της Παναγίας, καντηλέρια και πλαστικές ορχιδέες τυλιγμένες μέσα σε δίχτυ.
Μου φέρνει τον καφέ. Περιμένει να τον πιω. «Μη μου τον κουνάς μόνο», με προστάζει πάνω από τα σεμεδάκια και τις πεντάλφες, κουνώντας απειλητικά το δάχτυλό της. «Την επόμενη φορά θα έρθω με τη φίλη μου» της λέω. «Όλες μου 'ρχονται και θέλουν να μπούνε με τη φίλη τους, μπαίνoυν και μετά το μετανιώνουν» λέει και κουνάει τα κατάμαυρα μαλλιά της - μου θυμίζουν κουρτινάκια. Μετά αναποδογυρίζει το φλιτζάνι, το στραγγίζει και κάθεται ακριβώς απέναντί μου. Κρατάει το φλιτζάνι με τα καφέ ακρυλικά της νύχια και περιεργάζεται τα κατακάθια. «Λοιπόν, ο Κώστας ποιος είναι;». «Εμ, ο πρώην μου» λέω εγώ σοκαρισμένη, «μα πού τον είδατε;». «Όσα λέει το φλιτζάνι κορίτσι μου δεν τα λέει κανείς». «Κοίτα εδώ», μου λέει, «δεν βλέπεις ένα πελώριο Κ;» Κοιτάω με γουρλωμένα μάτια. «Μες στο σπίτι σου θα μπει και θα κλαίει. Α πα πα, κι είναι και βιοπαλαιστής. Να! Βλέπεις; Εδώ, κάτω από την καμάρα, απ' έξω είναι. Άκουσε να δεις, Δεσποινάκι, αυτός δεν είναι για σένα κοριτσάκι μου, φαίνεται εδώ, είναι πολύ τσιγκούνης, και δεν φτιάχνονται αυτά». Από το φλιτζάνι μου παρελαύνουν άπειρα αντρικά ονόματα («Ποιος είναι ο Χρήστος;», «Ο Βασίλης;», «Ο Παναγιώτης;», «Ο Μάριος;»).
Το πιο βασικό, όμως, δεν είναι ποιοι είναι όλοι αυτοί οι άντρες - αλλά ποιες είναι οι κακές γυναίκες που τους περιτριγυρίζουν. Μπροστά μου ξετυλίγεται ένας κόσμος με ύπουλες συννυφάδες και κακιωμένες ξαδέρφες έτοιμες να μου βάλουν τρικλοποδιά στον δρόμο μου για την ευτυχία. «Ποιες είναι αυτές που σε ζηλεύουν στο περιβάλλον σου; Είχε αδερφές αυτός ο Κώστας; Βλέπω μια ξανθιά που έχει πολύ κακό μάτι». Είκοσι λεπτά μετά κι αφού έχουμε συζητήσει τη δουλειά μου, την οικογένειά μου και τον «κύκλο μου» καταλήγουμε πάλι στις κακές γυναίκες που με ζηλεύουν γιατί είμαι «αθώο παιδί». «Ορίστε, τη βλέπω - πω πω, μάτι που σου 'χει κάνει. Σκέψου καλά ποια είναι αυτή που σε δηλητηριάζει». Λίγο πριν τελειώσουμε χτυπάει το τηλέφωνο. «Τι λες; Σου κάνει τέτοια;» την ακούω να λέει. Κοιτάω τις μπομπονιέρες στην άκρη του τραπεζιού. Σκέφτομαι πως είναι περίπου σαν λάφυρα πολέμου. «Έτσι είναι, αγάπη μου», μου λέει όταν γυρνάει , «της έλεγα εγώ να μην τον σπιτώσει αυτόν αλλά έκανε του κεφαλιού της. Είναι δυνατόν να σπιτώνεις τον γκόμενο στα 45 σου; Της έλεγα "πάρ' τον, βγες, ντύσου, λούσου, μη τον βάλεις σπίτι σου, κούκλα μου". Τώρα με παίρνει τηλέφωνο και κλαίγεται. Σκατά τα έκανε». Σηκώνομαι να φύγω. «Για περίμενε λίγο» μου λέει και στριφογυρίζει το φλιτζάνι στα χέρια της. «Τη μέση του ποιος την έχει;». «Κανείς» της λέω. Το ίδιο απόγευμα παίρνω τη μητέρα μου τηλέφωνο. Της λέω για το μεσημεριανό μου ραντεβού με τη Μόνικα. «Εσύ; Όλα καλά;» τη ρωτάω. «Μια χαρά! Μόνο που με πονάει η μέση μου από το πρωί και δεν καταλαβαίνω γιατί».
σχόλια