Στη φωτογραφία: αρρωστάκι της ΄Εβερτον παρακολουθεί τον αγώνα με τα μπικουτί
Απευθύνομαι σε όλες τις γυναίκες φίλαθλους με ειλικρινή περιέργεια αν τα κριτήρια στην επιλογής ομάδας ήταν ανάλογα της δικής μου ιστορίας. Για να μπω εύκολα στο νόημα, θα πω απλά ότι κάποτε έκλαιγα με μαύρο δάκρυ για τον Ολυμπιακό, έγραφα ποιήματα για την ομάδα και τους παίκτες και έφτασα έτος 2011, Κυριακή 8 Μαϊου να τρώω με αγωνία τα νύχια για το αν τελικά θα πάρει το 6ο ο Παναθηναϊκός. Στο μεταξύ, για το θεαθήναι, τιμή προς την πατρίδα και για να αποφύγω το γιουχάισμα πώς έφτασα απ’ το ένα άκρο στο άλλο, δηλώνω Πας Γιάννενα (που ανέβηκε κιόλας οε οε οε).
Μάλλον το κακό ξεκίνησε όταν απευθύνθηκα στο λάθος πρόσωπο (μητέρα) τη λάθος στιγμή (μαγείρεμα). Κάπου δημοτικό λοιπόν σκάει η ερώτηση «μαμαααα, τι ομάδα είσαι?». Η μητέρα μου σαστίζει κάπως και ολίγον προβληματισμένη απαντά «κοίτα παιδί μου, εεε, αφού το χωριό μου είναι κοντά στη θάλασσα, θάλασσα έχει και ο Πειραιάς, εεε..Ολυμπιακός». Τέλος και γύρισε στην κατσαρόλα της. Αρκούσε. Κόλλησα και στην αδερφή μου το μικρόβιο και ξαφνικά ο πατέρας μου βρέθηκε με δυο γιους. Διάβαζε τα αθλητικά αφού τα είχαμε ξεκοκκαλίσει εμείς πρώτα και κάναμε συζητήσεις ποδοσφαίρου και κυρίως μπάσκετ, που ήταν και είναι η μεγάλη αγάπη.
Θα μου πεις, οκ, παιδί ρώτησες το λάθος άτομο, μετά τι παίχτηκε? Ε μετά τι να΄κανα που εκτός από πάθος είχε και ωραίους παίκτες? (Ταρλατσούλι Ταρλατσούλι, είσαι και πολυ μανούλι, πίνω γάλα για να μεγαλώσω, δίπλα μου στην εκκλησία να σε καμαρώσω ήταν ένα από τα απαυγάσματα της γυμνασιακής ποιητικής μου ανθολογίας). Ω θρήνος την ημέρα που ο Ολυμπιακός έχασε από τη Μπανταλόνα για το final four, ω τσακωμοί με τα βαζελάκια, ω αφίσες, ω ποιήματα, ω άγρια βλέμματα της μάνας μου στον πατέρα μου κάθε φορά που βρίζαμε σε αγώνες «στο στόμα τις έφτυσες, δεν μπορούσαν να σου πάρουν κάτι άλλο???»
Τι να πω, το κουσούρι μένει από ένα σημείο και μετά, γαυράκι και στο πανεπιστήμιο, αν και λιγότερο φανατικό.
Η μεγάλη στροφή έγινε όταν πρωτοέπιασα δουλειά. Στο διπλανό γραφείο ο Άρης, ένας απίστευτα ωραίος τύπος σε χιούμορ και επαγγελματισμό, αλλά βαμμένος γαύρος σε σημείου αγανακτήσεως. Είναι η εποχή που ακόμα μεσουρανεί η βασιλεία του Κόκκαλη και ορισμένα παιχνίδια και πρωταθλήματα ποδοσφαίρου, ας το θέσω κομψά δια στόματος Άρη, είναι κάπως έτσι «μαγκιά μας ρε να κάνουμε το μαύρο άσπρο», «μαγκιά μας ρε να’χουμε Λεφτά πρόεδρο, να ρέει το παραδάκι όπου γουστάρουμε», «μαγκιά μας ρε εκείνο, μαγκιά μας ρε το άλλο». Τόση μαγκιά δεν την άντεχα ωσάν καλό κορίτσι και άρχισε η ρήξη με την ομάδα του λαού.
Πέρασα δύσκολα χρόνια. Δεν είχα ταυτότητα, έβλεπα formula αντί για μπάσκετ (εξαιρείται η εθνικάρα), ώσπου μια μέρα αποφάσισα ότι στον επόμενο γκόμενο που θα γνωρίσω πρέπει να έχω ένα πρόσωπο, τόση σπουδή τόσα χρόνια και να με νομίζουν άσχετη? Και έγινα αντι- ολυμπιακός, έτσι, έτσι ξαφνικά....
Με τα χρόνια αυτό γύρισε σε φιλο-παναθηναϊκός και νά πού φτάσαμε, να γιορτάζουμε το 6ο, ή τελοσπάντων να χαίρομαι. Όσο και να γυρνάς όμως 360 μοίρες, κάποιες μνήμες δεν αποβάλλονται, το 1ο τους πανευρωπαϊκό (εποχή λαομίσητου Βράνκοβιτς και ειρωνικού Αλβέρτη) δεν το χαίρομαι ούτε θα το χαρω ποτέ, κλειδώθηκαν στη μνήμη ως άσχημες στιγμές...
Έκλαψα για σένα πικρά χθες/ και είχα μια αιτία/
Με πρόδωσες Ολυμπιακέ φρικτά/ εσύ που είχες την παντοδυναμία/
Ούτε που σου ζήτησα εξηγήσεις/ ούτε ποτέ θα σου ζητήσω/
Μονάχα πες μου πως είναι εφιάλτης/ που δεν θα ξαναζήσω/
Προσπαθώ να ξεχάσω τι έγινε/ μα το μυαλό μου συνέχεια εκεί/
Πάσπαλιε κερδίζει μία συν μία/αν τις βαλει νικάμε αλλά αστοχεί/
Μα η ελπίδα μου δεν κρεμάστηκε/ του χρόνου θα καρποφορήσει/
Όταν ο Ολυμπιακάρας μου/ το κύπελλο θα κατακτήσει.
(γραμμένο εν έτει 1994, Ολυμπιακός - Μπανταλόνα 57-59, για την ιστορία δεν το κατέκτησε ούτε την επόμενη)
Τελικό συμπέρασμα δεν υπάρχει, αλλά κορίτσια και αθλητισμός είναι μια περίεργη χημεία, κατά τη γνώμη μου όχι αμιγώς αθλητική αλλά σχεδόν ερωτική, με ό,τι αυτό συνεπάγεται σε συναισθηματικές κορυφώσεις, κλάμματα και προδοσίες..