Όταν ήμουνα μικρός και έπεφτα για ύπνο, καμία φορά έβλεπα φοβερούς εφιάλτες. Η παιδική μου φαντασία κάλπαζε και τα όνειρα ήταν σαν αληθινά. Έβλεπα σε ένα σκοτεινό βασίλειο μαύρα φαντάσματα να με περιτριγυρίζουν, ενώ αιωρούμουν στο απολυτό κενό, μέσα στο μαύρο σκοτάδι.
Είναι περίεργο, αλλά ενώ το μέρος ήταν θεοσκότεινο, εγώ έβλεπα τα πάντα γύρω μου καθαρά. Τρομαχτικές φιγούρες σε μορφή μαύρων φαντασμάτων, απόκοσμα τέρατα και παράξενα πλάσματα μου επιτίθονταν με μανία, καθώς εγώ αιωρούμουν μόνος και αβοήθητος στο μαύρο κενό.
Ήμουν σίγουρος ότι θα με κατασπαράζαν ή ότι θα μου έκαναν κάποιο μεγάλο κακό και κάθε φορά που έβλεπα αυτό το άσχημο όνειρο, πίστευα ότι δεν θα τα καταφέρω να βγω αλώβητος από εκεί μέσα.
Ακόμα και όταν –επιτέλους- κάποια στιγμή ξυπνούσα και καταλάβαινα ότι ήταν απλά ένας ακόμα εφιάλτης, ακόμα και τότε, δεν το παραδεχόμουν αυτό που συνέβη στον εαυτό μου.
Για μένα δεν ήταν απλά ένα άσχημο όνειρο, αλλά μία ζωντανή ανάμνηση, που αφού είχα ζήσει όλα τα άσχημα του κόσμου, κατά ένα περίεργο τρόπο κατάφερνα – μάλλον περισσότερο από κάποια συγκυρία της τύχης- να βγω από κει μέσα ζωντανός.
Ώσπου μία μέρα δοκίμασα ένα κόλπο. Αφού δεν μπορούσα να πάψω να φαντάζομαι αυτά τα τόσο ζωντανά τέρατα και αφού αυτά -ότι και να έκανα- θα ερχόντουσαν πάλι στον ύπνο μου, αποφάσισα μια μέρα να φτιάξω με την φαντασία μου, μία αόρατη πανοπλία.
Ήταν μία πανοπλία που θα με περιέβαλε και με έκανε άτρωτο, έτσι ώστε τίποτα, μα τίποτα στον κόσμο, να μην μπορεί πια να με αγγίξει.
Δεν ήξερα βέβαια αν αυτή η πανίσχυρη πανοπλία που είχα φτιάξει με την φαντασία λίγο πριν πέσω να κοιμηθώ, θα κατάφερνε να λειτουργήσει το ίδιο καλά και στο όνειρο, αλλά δεν είχα και τίποτα να χάσω - τουλάχιστον θα είχα σε κάτι να ελπίζω.
Έτσι με αυτή τη σκέψη, έπεσα για ύπνο λιγότερο ανήσυχος από τις άλλες φορές, ελπίζοντας ότι θα καταφέρω αυτή την φορά να μην δω «κακό όνειρο».
Θα ήταν ψέματα να πω ότι δεν ξανάδα εφιάλτες μετά από αυτό.
Δύο - τρεις φορές «επισκέφτηκα» ξανά αυτόν τον μαύρο και απόκοσμο κόσμο, με τα τέρατα και τα φαντάσματα και όλα αυτά τα τρομερά και φοβερά πλάσματα ξαναβρέθηκαν πάλι μπροστά μου, το ίδιο απειλητικά όπως και τις προηγούμενες φορές.
Όμως η πανοπλία τελικά λειτούργησε.
Κανένα πλάσμα όσο τρομαχτικό και να ήταν, με όση σφοδρότητα και να ερχόταν καταπάνω μου δεν κατάφερνε πλέον να με αγγίξει.
Απλά το τρομαχτικό αυτό πλάσμα, πέρναγε από δίπλα μου σαν σίφουνας και μετά εξαφανιζόταν κάπου πίσω μου, με την ίδια ακριβώς ταχύτητα.
Και παρόλο που αισθανόμουν κάπως άσχημα μέσα σε αυτό το ζοφερό και ασφυκτικό περιβάλλον, μετά από λίγο συνειδητοποιούσα, ότι έστεκα εκεί απλά ως ένας ουδέτερος παρατηρητής και όχι ως ένα απροστάτευτο παιδί που αιωρούνταν μέσα στο μαύρο κενό, ανάμεσα στα τόσα τέρατα.
Τώρα που το σκέφτομαι καλύτερα, ίσως και να ήμουν και κάποιου είδους «σούπερ ήρωας», όπως αυτούς που βλέπουμε στις ταινίες, αν και ήμουν απλά ένα τρομαγμένο παιδί μέσα από μία ατρόμητή και απόρθητη πανοπλία. Μήπως όμως και οι «σούπερ ήρωες» κατά βάθος κάπως έτσι δεν θα πρέπει βλέπουν τον εαυτό τους;
Αφού λοιπόν τα τέρατα «κατάλαβαν» και αυτά, ότι δεν μπορούσαν πλέον να με βλάψουν, μετά από λίγο σταμάτησαν να ασχολούνται μαζί μου. Και έτσι εγώ, χωρίς φόβο πια, άρχισα να τα παρατηρώ και να τα περιεργάζομαι, σαν ένας εντελώς ουδέτερος παρατηρητής. Και το πρωί ξυπνούσα κανονικά, χωρίς να έχω πεταχτεί, ποτέ ξανά έντρομος στον ύπνο μου. Μετά από λίγο καιρό σταμάτησαν εντελώς και οι εφιάλτες.
Τα σκέφτομαι όλα αυτά, τώρα που έχω μεγαλώσει και συλλογίζομαι: τι ωραία που θα ήταν αν την πανοπλία αυτή, την ατρόμητη και απόρθητη, που είχα φτιάξει τότε παιδί με την φαντασία μου, κατάφερνα με κάποιο τρόπο να την φτιάξω πάλι και να την «ξαναφορέσω», ώριμος άντρας και πια στον ξύπνιο μου στην πραγματική ζωή.
Ή (ακόμα καλύτερα) ίσως πάλι να μπορούσα απλά, να καθόμουνα στο σπίτι μου λίγο περισσότερο και ας έγραφα κι άλλα τέτοια, λίγο ανόητα, λίγο ρομαντικά, λίγο παιδικά κειμενάκια.
Αυτό δεν θα 'ταν διόλου άσκοπο. Θα ήταν σαν την πανοπλία μου να την «δάνειζα» σε κάποια γιαγιά ή σε κάποιο παππού να αγοράσει τρόφιμα του, από το σούπερ μάρκετ.
Εξάλλου –οι γιαγιάδες και οι παππούδες μας- δεν είναι που μας διάβασαν τα πρώτα μας παραμύθια με τέτοιο τρόπο αληθοφανή, σαν να ήταν όντως αληθινά;
Αυτοί δεν ήταν που μας βοήθησαν να αναπτύξουμε την δημιουργική φαντασία μας και να πάρουμε με τα πρώτα ερεθίσματα, τα πρώτα μας εφόδια, για τον πραγματικό κόσμο;
Ίσως και να τους το χρωστάμε. Ίσως και να είναι αυτοί τελικά οι πραγματικοί «σούπερ ήρωες», οι απόμαχοι όπως συνηθίζεται να λέμε της ζωής, που είχαμε κάπως ξεχάσει προσωρινά την ύπαρξή τους.
Εάν είναι έτσι, είναι πιστεύω καιρός να τους ξαναθυμηθούμε, έστω και γράφοντας κείμενα σαν κι αυτό - έστω και διαβάζοντας, ανόητα κείμενα σαν κι αυτό.
Όλα βοηθάνε. Μένουμε σπίτι.