Το Dickens or not to Dickens; Ιδού η ερώτηση που βασανίζει πολλούς Βρετανούς από τη στιγμή που σύσσωμο το έθνος άρχισε να γιορτάζει με πάθος και πρωτοτυπία τα γενέθλια του μεγάλου συγγραφέα. Ο Τσαρλς Ντίκενς, αν ζούσε, στις 7 Φεβρουαρίου του 2012 θα γινόταν 200 χρόνων. Και ‘δώ που τα λέμε, του χρώσταγε ο καλός Θεούλης μέρες, γιατί όταν αποχαιρέτησε τον κόσμο πλήρης δόξας ήταν μόνο 58 χρόνων. Ζητούμενο, φυσικά, του εορτασμού είναι να έρθουν σε πρώτο πλάνο τα βιβλία του Ντίκενς - άλλωστε, η Κλερ Τόμαλιν, συγγραφέας της νέας, καταπληκτικής βιογραφίας Charles Dickens: A Life, κατηγόρησε τα Εγγλεζάκια ότι είναι ανίκανα να συγκεντρωθούν αρκετά ώστε να διαβάσουν έστω και ένα μόνο. Αντίθετα, θάλλει και ανθεί η μεταφορά τους σε μια οθόνη (μεγάλη ή μικρή), κάτι που μάλλον δεν θα ενοχλούσε και τόσο τον Τσαρλς. Είναι πασίγνωστο το πάθος του για το θέατρο: πήγαινε κάθε βράδυ, ενώ μάταια προσπάθησε στα νιάτα του να γίνει ηθοποιός. Ενώ, λοιπόν, νέα σίριαλ και ταινίες αναμένονται (ο Μάικ Νιούελ ετοιμάζει τις Μεγάλες Προσδοκίες), το Βritish Film Institute οργάνωσε στην έδρα του, στη South Bank, τη μαραθώνια ρετροσπεκτίβα «Dickens on Film and TV», για να αποδείξει ότι με τόσες ταινίες -πάνω από 400- δεν είναι απλώς ο πιο διασκευασμένος συγγραφέας αλλά και ένας από τους «πατέρες» του σύγχρονου σινεμά. Το είχε πρωτοπεί ο Αϊζενστάιν, αλλά συμφωνούν μαζί του απολύτως οι δυο επιμελητές του αφιερώματος, ο σεναριογράφος και συγγραφέας Μάικλ Ίτον και ο διευθυντής του Film London Έντριαν Γούτον.
Μια και χάρη στο Bρετανικό Συμβούλιο μέρος της ρετροσπεκτίβας του BFI μεταφέρεται στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος (29 Μαρτίου έως 3 Απριλίου) -από σπάνιες ταινίες του βωβού μέχρι σύγχρονες-, είπαμε να κάνουμε λίγες ερωτήσεις στον Μάικλ Ίτον την ώρα που ετοίμαζε τις βαλίτσες του για να ‘ρθει στην Αθήνα. Παρέα με τον έτερο συνεπιμελητή θα πάρουν μέρος σε συζήτηση στρογγυλής τραπέζης.
Μήπως ο Ντίκενς εξακολουθεί και σήμερα να είναι λογοτεχνικός μύθος, όχι χάρη στα βιβλία του αλλά λόγω των ταινιών και των σίριαλ που βασίζονται σε αυτά;
Τα μυθιστορήματά του πάντα διασκευάζονταν, πριν τα ολοκληρώσει καλά καλά, όχι μόνο για το θέατρο αλλά ακόμα και από τον ίδιο, για τις περίφημες περιοδείες ανάγνωσης που έκανε - ήταν ο «εφευρέτης» του οne-man show. Έτσι, ακόμα και τον 19ο αιώνα, πολλοί πρωτογνώριζαν τις ιστορίες και τους χαρακτήρες του μέσα από διασκευές. Κι εγώ, άλλωστε, μέσα από τηλεοπτικές σειρές και κόμικ τον ανακάλυψα. Όμως, όσο καλές και αν είναι οι τηλεοπτικές, κινηματογραφικές και ραδιοφωνικές εκδοχές (έχω κάνει κάμποσες τέτοιες), ποτέ δεν θα μπορέσουν ν’ αντικαταστήσουν την ανάγνωση των ίδιων των βιβλίων. Είναι τόσο σπουδαίος συγγραφέας… Κάθε φορά που τον διαβάζεις ανακαλύπτεις κάτι καινούργιο!
Πρόλαβε, άραγε, να δει κάποιες από τις ιστορίες του να προβάλλονται σε μαγικό φανό;
Ωραία ερώτηση. Στη διάρκεια των ευτυχισμένων παιδικών του χρόνων, πριν φυλακιστεί ο πατέρας του για χρέη και ο ίδιος αναγκαστεί να δουλέψει στο εργοστάσιο βερνικιών, έπαιζε μ’ έναν φίλο του που είχε μαγικό φανό. Αργότερα, πρέπει να απέκτησε έναν και να τον χρησιμοποίησε στις παραστάσεις που έστηνε για την οικογένειά του. Ο μαγικός φανός απέκτησε γι’ αυτόν μεγάλη σημασία, έγινε μια μεταφορά για τον τρόπο που λειτουργούν το μυαλό και η μνήμη. Για παράδειγμα, λέει ότι το Λονδίνο είναι σαν ένα θέαμα για μαγικό φανό, κάτι που δείχνει τον οπτικό τρόπο με τον οποίο αντιμετώπιζε τον κόσμο. Αλλά είδε, άραγε, ποτέ τα πολλά σετ για μαγικούς φανούς που βασίστηκαν στα βιβλία του; Πραγματικά, δεν ξέρω. Είχαν μεγάλη εμπορική επιτυχία στις αρχές του 20ού αιώνα.
Κανένας άλλος λογοτέχνης δεν έχει μεταφερθεί τόσο όσο ο Ντίκενς σε σινεμά και τηλεόραση. Πώς εξηγείτε αυτό το φαινόμενο;
Είναι, νομίζω, προφανές γιατί τα βιβλία του απέκτησαν ζωή και πέρα από τα εξώφυλλά τους. Οι ιστορίες τους έχουν έντονη θεατρικότητα, η πρόζα είναι γεμάτη εικόνες και οι καταπληκτικοί χαρακτήρες τους είναι ένα πραγματικό δώρο στους ηθοποιούς.
Αντέχει, πιστεύετε, ο κόσμος του Ντίκενς σε εκμοντερνισμούς και μεταφορές στο σήμερα;
Τα βιβλία του εκσυγχρονίστηκαν αρκετές φορές στις κινηματογραφικές μεταφορές τους. Το αν έγινε επιτυχημένα αυτός ο εκσυγχρονισμός είναι θέμα γούστου. Για παράδειγμα, στην κασετίνα «Dickens before sound» που έκανα πριν από λίγα χρόνια για το British Film Institute, υπάρχει μια ταινία που λέγεται The boy and the convict (To παιδί και ο κατάδικος). Βασίζεται στις Μεγάλες Προσδοκίες, αλλά τοποθετείται τη χρονιά που γυρίστηκε, δηλαδή το 1909, και, επιπλέον, έχει χάπι-εντ. Το βιβλίο Dombey and Son έχει μεταφερθεί στο σινεμά μόνο δυο φορές - και τις δύο εκσυγχρονισμένο. Από την πρώτη, πολύ αμφιλεγόμενη εκδοχή του 1917, σε σκηνοθεσία Μορίς Έλβεϊ, μόνο μια κόπια έχει σωθεί. H δεύτερη βερσιόν είναι το Rich man’s folly, που γύρισε η Paramount το 1931 - ωραία ταινία, αλλά ελάχιστη σχέση έχει με το βιβλίο. Η πιο διάσημη απόπειρα να έρθει ο Ντίκενς στο σήμερα είναι οι Μεγάλες Προσδοκίες που γύρισε ο Αλφόνσο Κουαρόν το 1998 με τον Ίθαν Χοκ και την Γκουίνεθ Πάλτροου, τον Ρόμπερτ ντε Νίρο (Μάγκουιτς) και τον Κρις Κούπερ (Τζο Γκάρτζερι). Δεν θεωρείται επιτυχημένη διασκευή, αλλά πιστεύω ότι ορισμένες σκηνές της διαπνέονται από γνήσιο ντικενσιανό πνεύμα. Η ωραιότερη, ίσως, ταινία Ντίκενς των τελευταίων δεκαετιών είναι το Tempos Dificeis, Este Tempo του Ζοάο Μποτέλιο, μεταφορά του μυθιστορήματος Δύσκολα Χρόνια στην Πορτογαλία του 1988, πραγματικά καταπληκτική δουλειά. Ίσως, λοιπόν, να μην είναι και τόσο άστοχες ή άτυχες οι προσπάθειες εκμοντερνισμού του Ντίκενς - παραμένει πάντα σύγχρονός μας.
Ήταν δύσκολη δουλειά το στήσιμο της ρετροσπεκτίβας του BFI; Δοκιμάσατε κάποια προσωπική συγκίνηση ή αποκάλυψη;
Yπήρχε τόσο υλικό, που θα μπορούσαν να προβληθούν διπλάσιες ταινίες. Προσωπικά, δεν έχω δει ακόμα μερικές από τις βωβές. Έχουν γυριστεί περίπου 100 και μόνο το ένα τρίτο σώζεται. Αρκετές άλλες είναι διασκορπισμένες σε αρχεία ανά τον κόσμο, συχνά σε κακή κατάσταση, που εμποδίζει την προβολή τους. Επίσης, δεν διασώθηκαν πολλά σίριαλ, κάτι που είναι μεγάλη ντροπή. Θυμάμαι ακόμα τι αποκάλυψη ήταν για μένα τα 13 επεισόδια του «Barnaby Rudge» που έβλεπα τη δεκαετία του ’60 - καλοφτιαγμένα και με ελάχιστα χρήματα. Τη μεγαλύτερη, όμως, ανακάλυψη έκανε πρόσφατα η φίλη μου Μπραϊόνι Ντίξον, επιμελήτρια Βωβού Κινηματογράφου στο British Film Institute. Βρήκε στα αρχεία του το διάρκειας ενός λεπτού The death of poor joe που βασίζεται σε σκηνή από τον Zοφερό Οίκο. Γυρίστηκε μεταξύ 1899 και 1901, κάτι που το κάνει το αρχαιότερο σωσμένο φιλμ του Ντίκενς.
Ποιες ταινίες θα μας προτείνατε επίμονα να δούμε;
Ευτυχώς, οι περισσότερες από τις μεγάλες ταινίες κυκλοφορούν πια σε DVD. Θα ανέφερα τον Όλιβερ Τουίστ του 1922 με τον Τζάκι Κούγκαν, έναν χρόνο μετά τον πρωταγωνιστικό του ρόλο στο Χαμίνι του Τσάρλι Τσάπλιν, και τον Λον Τσάνι ως Φέιγκιν. Πολύ καλές είναι και δυο ταινίες της MGM από τα μέσα του ’30, ο Ντέιβιντ Κόπερφιλντ του Τζορτζ Κιούκορ, με τον Γ.Κ. Φιλντς στον ρόλο του Μικόμπερ, και κυρίως η Ιστορία δύο πόλεων του Τζακ Κονγουέι, με τον Ρόναλντ Κόλμαν. Οι περισσότεροι, πάντως, θα συνιστούσαν τις δύο ταινίες που γύρισε ο Ντέιβιντ Λιν μετά τον πόλεμο, τις Μεγάλες Προσδοκίες και τον Όλιβερ Τουίστ. Και είναι θαυμάσια ευκαιρία να δείτε σε νέα κόπια το μιούζικαλ Όλιβερ που γύρισε ο Κάρολ Ριντ το 1968.
Τελικά, ο εορτασμός των 200 χρόνων από τη γέννηση του Ντίκενς πηγαίνει καλά στην Αγγλία;
Πάει θαυμάσια, αλλά αναρωτιέμαι τι θα σκεφτόταν ο ίδιος ο Ντίκενς σχετικά. Είχε ζητήσει μια απλή κηδεία, χωρίς τελετές και πόζες, αλλά τελικά θάφτηκε στο Westminster Abbey. Δήλωσε στη διαθήκη του ότι δεν ήθελε αγάλματα, αλλά στο Πόρτσμουθ, όπου γεννήθηκε, ετοιμάζεται αυτήν τη στιγμή ένα. Η στάση του απέναντι στη μοναρχία ήταν διστακτική, αλλά πήγαμε όλοι μας στο Παλάτι του Μπάκιγχαμ στη δεξίωση που έδωσε η Βασίλισσα για να τιμήσει τη μνήμη του. Είναι όλα τόσο πολύπλοκα. Το σημαντικό, πάντως, είναι να συνεχίζουμε να διαβάζουμε τα βιβλία του.
σχόλια