Αν υπήρχε γνωμικό για τις εκλογικές αναμετρήσεις, αυτό θα ήταν το «επικοινωνώ άρα υπάρχω». Η πολιτική επικοινωνία είναι τόσο παλιά όσο οι εκλογές. Γεννήθηκε με τις ντουντούκες και τα σταυρωμένα ψηφοδέλτια κι έγινε «επιστήμη» όχι πολλές δεκαετίες νωρίτερα, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Ήταν μόλις το 1981 όταν ο Ανδρέας Παπανδρέου πρώτος χρησιμοποίησε τις τεχνικές που χρησιμοποιούσαν στην Αμερική σε ό,τι αφορά και τη δομή και τα μέσα της εκστρατείας την οποία έκανε. Το σύνθημα ήταν μια λέξη, «αλλαγή», ίσως το πιο επιτυχημένο σε όλη την περίοδο της Μεταπολίτευσης, και ο τρόπος ήταν περίπου εκατό διαφορετικές αφίσες σε μια εποχή που δεν είχε απελευθερωθεί η τηλεόραση.
Και αν τότε η επιτυχημένη καμπάνια σήμαινε ένα πετυχημένο σύνθημα, η μεγάλη επανάσταση έγινε στην πολιτική επικοινωνία στην Ελλάδα τέλη του 1989, οπότε απελευθερώθηκε η τηλεόραση και πλέον μπορούσαμε να έχουμε τηλεοπτικά σποτ. Και μετά ήρθαν οι Γάλλοι, συγκεκριμένα ο Σεγκελά, κατευθείαν από το λαμπρό πεδίο επιτυχιών του Μιτεράν, για να αναλάβει την καμπάνια της Μελίνας, η οποία κονταροχτυπήθηκε με μια άλλη επιτυχημένη καμπάνια της εποχής, αυτή του Αντώνη Τρίτση, όπου ακουγόταν το σκρατς-σκρατς της υπογραφής του και ο ίδιος πόζαρε με το σακάκι στον ώμο, στυλ το οποίο μετά προσπάθησαν να αντιγράψουν όλοι οι πολιτικοί. Και μετά τους Γάλλους ήρθαν οι Αμερικανοί. Και το lifestyle. Και όλα υποχώρησαν μια μέρα του 2009, μετά τις εκλογές, όταν η κρίση χτύπησε για τα καλά την πόρτα μας.
Τα εργαλεία της πολιτικής επικοινωνίας σήμερα είναι πολλά, αλλά και τα καλύτερα εργαλεία να σας δώσω εγώ, αν δεν έχετε σχέδιο, αν δεν έχετε άποψη, αν δεν έχετε όραμα, τι να σας κάνουν αυτά από μόνα τους;
Από αυτό το σημείο, τις εκλογές του 2009, μας λέει ο διευθύνων σύμβουλος της Civitas Γιώργος Φλέσσας, η πολιτική επικοινωνία έχασε τη συγκρότηση που είχε πριν και ξέπεσε σε επίπεδο εντυπώσεων. «Η γνώμη μου είναι ότι σήμερα έχουμε πάει πολύ πίσω και τη λέω σε όλους τους τόνους. Αλλά επειδή η πολιτική επικοινωνία είναι παρακολούθηση της πολιτικής στρατηγικής και του πολιτικού λόγου, έχουμε πάει πίσω και εκεί. Και επειδή έχουμε πάει πίσω εκεί, προφανώς συμπαρασύρονται και όλα τα άλλα. Τα εργαλεία της πολιτικής επικοινωνίας σήμερα είναι πολλά, αλλά και τα καλύτερα εργαλεία να σας δώσω εγώ, αν δεν έχετε σχέδιο, αν δεν έχετε άποψη, αν δεν έχετε όραμα, τι να σας κάνουν αυτά από μόνα τους;».
«Η πολιτική επικοινωνία εξελίσσεται, κυρίως ως προς τις τεχνικές και τα μέσα που χρησιμοποιούνται» λέει ο Άκης Γεωργακέλλος, σύμβουλος Επικοινωνίας & Στρατηγικής της Stratego.
«Βέβαια, λόγω της οικονομικής κατάστασης, οι καμπάνιες έχουν γίνει πιο "φτωχές". Το Ίντερνετ και τα social media αποκτούν όλο και σημαντικότερο ρόλο και στην Ελλάδα, ακόμα όμως όχι κεντρικό. Κόμματα και υποψήφιοι αρχίζουν να αντιλαμβάνονται ότι η πολιτική επικοινωνία είναι διαδικασία διαρκής, όχι ευκαιριακή/προεκλογική. Επίσης, (πρέπει να) αντιλαμβάνονται ότι δεν είναι μια σειρά από μαγικά κόλπα που διαμορφώνουν εικονική πραγματικότητα και κάνουν το άσπρο-μαύρο. Είναι μια συστηματική προσπάθεια να εφαρμόσεις τη στρατηγική σου, να προβάλεις τα πλεονεκτήματά σου και τα μειονεκτήματα του αντιπάλου, να κάνεις κατανοητό τον πολιτικό σου λόγο, να περάσεις τα μηνύματά σου και να επικοινωνήσεις αποτελεσματικά, απευθυνόμενος και στη λογική και στο συναίσθημα του πολίτη. Η πολιτική (πρέπει να) προϋπάρχει της επικοινωνίας. Ο τελικός στόχος, βέβαια, παραμένει σταθερά o ίδιος. Απλά και κυνικά: πείσε όσο περισσότερους μπορείς να σε ψηφίσουν».
«Η επικοινωνία είναι σαν τον αέρα. Είναι παντού και δεν μπορείς να την εμποδίσεις να πηγαίνει παντού ή να την εμποδίσεις και να μη πάει κάπου, είτε θέλεις, είτε δεν θέλεις» λέει ο Νίκος Κοψιδάς, Client Service Director της ΙΚΟΝ Porter Novelli.
«Η ουσιαστική αλλαγή που έχει συμβεί τα τελευταία χρόνια είναι τα πολλά επίπεδα μιας καμπάνιας. Η καμπάνια σήμερα είναι μεν ένας κορμός, αλλά έχεις να δουλέψεις με πάρα πολλά παρακλάδια, ειδικά με τα social media. Τwitter και facebook είναι ισχυρά μέσα, αρκεί να ξέρεις πώς να τα χρησιμοποιείς. Συχνά βλέπουμε να χρησιμοποιούνται σαν να είναι αποκομμένα από την υπόλοιπη ζωή και την πραγματικότητα ή να μην υπάρχει κατεύθυνση και προσδιορισμένες ανάγκες ενός υποψηφίου. Μπορεί μέσα στα χρόνια πολλοί πολιτικοί να έχουν βελτιώσει την εικόνα τους και να φροντίζουν να είναι συνεπείς, αλλά σε γενικές γραμμές νομίζω ότι οι Έλληνες πολιτικοί έχουν πολύ περισσότερη εμπιστοσύνη στον εαυτό τους για πράγματα που δεν ξέρουν. Δυστυχώς, την επικοινωνία την ξέρουν όλοι. Κι αυτό δεν τους επιτρέπει να εμπιστεύονται τους ειδικούς. Και το ότι τα επιτελεία, τα συγκροτημένα στρατηγεία και οι ομάδες δεν δουλεύουν μαζί παρά μόνο στις εκλογές και όχι κατά τη διάρκεια ολόκληρου του χρόνου επιτείνει το πρόβλημα της κατεύθυνσης αλλά και του προσδιορισμού των αναγκών που υπάρχουν».
«Οι πολιτικοί στην Ελλάδα τείνουν να είναι ξερόλες. Επομένως, αυτό οδηγεί στο να μη δουλεύουν επαγγελματικά, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, οι οποίες, αν υποθέσουμε ότι ο κόσμος που ασχολείται με την πολιτική στην Ελλάδα, και βάζω μέσα και την αυτοδιοίκηση, τους δήμους, την περιφέρεια, φτάνει τους 500, είναι 10-15, ένα ποσοστό της τάξης του 2-3%» λέει ο Γιώργος Φλέσσας. «Επίσης, πλην εξαιρέσεων, οι Έλληνες δεν είναι τόσο πειθαρχημένοι, όσο οι ξένοι πολιτικοί. Και τα κοινωνικά δίκτυα στην Ελλάδα δεν τυγχάνουν σωστής εκμετάλλευσης γιατί βρίσκονται στα χέρια ερασιτεχνών. Επίσης, μία, κατά τη γνώμη μου, πολύ χαρακτηριστική τάση των σοβαρών ανθρώπων είναι να λένε "δεν ξέρω". Επειδή τα πράγματα πλέον είναι πολύ σύνθετα και πολλά, δεν μπορείς να είσαι ειδικός σε όλα. Εξού κι εγώ πιστεύω πάντοτε στην αξία της ομάδας, ιδίως όταν μιλάμε σε μεγάλη κλίμακα, σε επίπεδο χώρας, μεγάλων κομμάτων και πολιτικών, οι οποίοι θέλουν να έχουν μεγάλη απήχηση. Όλοι αυτοί χρειάζονται ομάδες από πίσω τους. Ο καθένας μπορεί να πιστεύει για τον εαυτό του ότι είναι ο καλύτερος».
Το χαρακτηριστικό αυτών των εκλογών είναι ότι, παρά το γεγονός πως τα προβλήματα είναι εκρηκτικά, κανένας δεν τα συζητάει αυτήν τη στιγμή.
«Στον ΣΥΡΙΖΑ», λέει ο υπεύθυνος πολιτικού σχεδιασμού Τάσος Κορωνάκης, «δεν συνεργαζόμαστε με διαφημιστική. Η βασική ομάδα που δουλεύει τις εκλογές έχει χτιστεί χρόνο με τον χρόνο, τη μία εκλογική περίοδο μετά την άλλη. Σε αυτές τις εθνικές εκλογές εμείς προσπαθήσαμε, μέσα από την καμπάνια, με έναν ήπιο τρόπο, αντιλαμβανόμενοι την ένταση του κόσμου, να μη συμβάλουμε σε αυτή την ένταση, αλλά να απευθυνθούμε και σε κόσμο παραέξω. Αυτό που βοηθάει πολύ στη δική μας καμπάνια είναι ότι έχουμε μεγάλη επιρροή σε νεανικά στρώματα και χρησιμοποιούμε το Διαδίκτυο με πολύ πιο διαδραστικό τρόπο από την αρχή. Όχι δηλαδή με το να βάζουμε απλώς χιλιάδες καταχωρίσεις παντού, σκορπώντας χρήματα. Και γι' αυτό κάνουμε και πράγματα που δεν τολμούν να κάνουν άλλοι. Δηλαδή, η συνέντευξη στο Τwitter του Αλέξη Τσίπρα ήτανε ένα ρίσκο. Το κάναμε κι έφτασε μέχρι νούμερο δύο, νούμερο τρία παγκόσμια. Αυτό είναι ένα πράγμα που δεν γίνεται εύκολα. Δύο ώρες πριν ξεκινήσει η συνέντευξη, ήταν νούμερο ένα tweet στην Ελλάδα. Σήμερα τα social media είναι πια οικεία στον κόσμο γιατί τα χρησιμοποιεί στην καθημερινότητά του. Και σου δίνουν τη δυνατότητα να έχεις feedback πολύ γρήγορα».
Λίγες μόλις ημέρες πριν από τις εκλογές, τα κόμματα και τα επιτελεία έχουν σχεδόν ανοίξει όλα τους τα χαρτιά. Αν τις παρατηρήσει κάποιος προσεκτικά, μοιάζουν με debate χωρίς κοινό. Ή χωρίς να υπολογίζουν το κοινό. Σε αυτή την αναμέτρηση είναι πολύ συμπυκνωμένος ο χρόνος και δεν υπάρχει, δυστυχώς, διάθεση και δυνατότητα να φτάσει κανείς παραπέρα, να ανοίξει την ατζέντα – υπάρχει το άγχος να «προλάβουμε». Να προλάβει ο καθένας να κάνει όλα αυτά που σε άλλες συνθήκες θα συζητούσαμε πιο χαλαρά. «Το "Never explain, never complain, always keep your promise" δεν το τηρεί καμία καμπάνια» λέει ο Νίκος Κοψιδάς. «Το μυστικό στις καμπάνιες είναι η επίγευση, όπως σε ένα καλό κρασί. Αυτό, δηλαδή, που σου έρχεται στο μυαλό όταν αποφασίζεις, αυτό που θα σκεφτείς και θα έχεις πάνω στη γλώσσα σου είτε το συνειδητοποιείς είτε όχι. Όλο αυτό είναι η επικοινωνία, μια καθαρά συναισθηματική επιστήμη. Όταν έρθει η ώρα της ψήφου, δεν θα θυμηθείς κανένα αστείο, γιατί κάποια στιγμή το αστείο στην πολιτική σε εκδικείται, καθώς στο τέλος της μέρας το υποσυνείδητό σου λέει ότι αυτό που πας να κάνεις είναι κάτι συνειδητό και όχι αστείο. Ο κόσμος επηρεάζεται από τις καμπάνιες χωρίς να το καταλάβει. Οι καμπάνιες που βλέπω σε αυτές τις εκλογές βγάζουν άγχος, δεν έχουν αυτοπεποίθηση, δεν είναι πρακτικές, δεν προσφέρουν λύση και δεν δείχνουν εμπιστοσύνη για τα πρόσωπα που κρύβονται πίσω από αυτές. Είναι σαν να μην έχουμε μάθει τίποτε όλα αυτά τα χρόνια κι αυτό μας δείχνει πόσα χρόνια πίσω έχουμε πάει. Ειδικά όταν συνειδητοποιεί κανείς και πόσα γίνονται γύρω μας στον πλανήτη».
Η Νέα Δημοκρατία επενδύει στην καλλιέργεια της αίσθησης ότι η κυβέρνηση έβαλε τα πράγματα σε σειρά και στην ανησυχία που προκαλεί σε μέρος του εκλογικού σώματος το ενδεχόμενο κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ.
«Η Νέα Δημοκρατία», λέει ο Άκης Γεωργακέλλος, «επενδύει στην καλλιέργεια της αίσθησης ότι η κυβέρνηση έβαλε τα πράγματα σε σειρά και στην ανησυχία που προκαλεί σε μέρος του εκλογικού σώματος το ενδεχόμενο κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Θα ήθελε να κερδίσει αναποφάσιστους και ψηφοφόρους άλλων κομμάτων, οι οποίοι προτιμούν κυβέρνηση με κορμό ΝΔ παρά ΣΥΡΙΖΑ. Η στρατηγική της στόχευση δεν είναι απολύτως ξεκάθαρη στην πράξη πάντως. Χτίζει την καμπάνια της γύρω από τον κ. Σαμαρά, αλλά, ταυτόχρονα, για πρώτη φορά ο δεύτερος στις δημοσκοπήσεις δεν επιθυμεί debate με τον πρώτο. Ο ΣΥΡΙΖΑ στοχεύει ιδίως σε όσους έχουν κουραστεί από τον παλιό δικομματισμό και όσους θεωρούν ότι δεν έχουν τίποτα να χάσουν και αποζητούν κυβερνητική αλλαγή. Γι' αυτό και σε σχέση με τις ευρωεκλογές δεν προβάλλει πλέον τόσο την Αριστερά, όσο την ελπίδα. Το Ποτάμι επιδιώκει να εκφράσει τους "κανονικούς πολίτες" και τους απογοητευμένους από τους παραδοσιακούς πολιτικούς. Το σλόγκαν του, αν και μακροσκελές, συμπυκνώνει εύστοχα αυτό που θέλει να πει. Το ΚΚΕ στοχεύει στην κομματική του συσπείρωση. Το ΠΑΣΟΚ, προσπαθώντας να κεφαλαιοποιήσει τη σταθερή του θέση, θέλει να εμφανιστεί ως ο αξιόπιστος κυβερνητικός εταίρος. Οι ΑΝ.ΕΛ. επιδιώκουν επίσης να εμφανιστούν ως "αναγκαίο" μέλος της επόμενης κυβέρνησης, απευθυνόμενοι βέβαια σε τελείως διαφορετικό κοινό. Με μια καμπάνια-έκπληξη έχουν ξαναμπεί στο παιχνίδι του 3%. Η Χρυσή Αυγή δεν έχει τόσο έντονη παρουσία αυτήν τη φορά, αλλά μένει να φανεί αν το εκλογικό της ποσοστό θα υπερβαίνει το δημοσκοπικό, όπως αρκετοί πιστεύουν. Το ΚΙΔΗΣΟ απευθύνεται ιδίως στο παραδοσιακό ΠΑΣΟΚ. Η ΔΗΜ.ΑΡ. επιχειρεί να αποκτήσει ξανά πολιτική ταυτότητα, αλλά μάλλον είναι αργά».
«Το χαρακτηριστικό αυτών των εκλογών», λέει ο Γιώργος Φλέσσας, «είναι ότι, παρά το γεγονός πως τα προβλήματα είναι εκρηκτικά, από το ασφαλιστικό σύστημα, τη δημόσια διοίκηση, την ανεργία, μέχρι και την έλλειψη επενδύσεων, την έλλειψη ανταγωνιστικότητας, τη γραφειοκρατία και το κτηματολόγιο, κανένας δεν τα συζητάει αυτήν τη στιγμή. Αυτά είναι πραγματικά τα ζητήματα που θα έπρεπε να συζητιούνται. Μιλάμε για ζητήματα που είναι απολύτως συγκεκριμένα και λυμένα σε όλο τον κόσμο, ή τουλάχιστον σε όλο τον προοδευμένο κόσμο. Και αυτά συζητιούνται κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου των άλλων χωρών. Δεν είναι ποδοσφαιρικό το θέμα ή θεολογικό. Η προχειρότητα με την οποία αντιμετωπίζονται οι εκλογές είναι μεγάλο θέμα. Όλα έχουνε επικεντρωθεί σε έναν συναισθηματισμό, είτε από την πλευρά του φόβου, είτε από την πλευρά της δυσαρέσκειας. Επομένως, οι εκλογές θα γίνουν χωρίς καμία ουσιαστική συζήτηση, με πολύ λίγες λογικές διαστάσεις μέσα στον πολιτικό λόγο και στον δημόσιο διάλογο. Άρα, από εκεί και μετά, όποιο κι αν είναι το αποτέλεσμά τους, καθετί το οποίο θα συμβαίνει θα είναι μία διαρκής έκπληξη για τους πολίτες και θα επιτείνει τη σύγχυση. Η κρίση έπρεπε να έχει βοηθήσει και σε όρους ουσίας και σε όρους επικοινωνίας και είναι μεγάλη ευθύνη και των πολιτικών κομμάτων και των μέσων ενημέρωσης, τα οποία είναι παρακολουθήματα των κομμάτων και θα έπρεπε να βοηθούν τους πολίτες να ξεκαθαρίσουν τα πράγματα. Σήμερα ακούς από τους ανθρώπους απίθανα πράγματα, τα οποία λέγονται μάλιστα και με απόλυτη βεβαιότητα και πάθος. Και μιλάμε για τρελούς παραλογισμούς. Αυτό το πράγμα, λοιπόν, σημαίνει ότι η σύγχυση στο μυαλό των ψηφοφόρων δεν έχει ξεκαθαρίσει. Ο μέσος ψηφοφόρος δεν είναι ωφελημένος από αυτόν το διάλογο. Δεν ωφελείται, απλώς επιβεβαιώνει τις θέσεις ή την ημιμάθεια που έχει σε διάφορα θέματα».
σχόλια