Γεννήθηκα και μεγάλωσα στα Πατήσια μέχρι τα 17 μου. Τα Πατήσια τότε ήταν μια πανέμορφη γειτονιά. Θυμάμαι νεοκλασικά με διπλές ελικοειδείς μαρμάρινες σκάλες, μεγάλες αυλές, υπέροχους βαθύσκιωτος κήπους με τεράστια δέντρα. Θυμάμαι έντονα και τις σιδερένιες στρογγυλές σκάλες που είχαν τα παλιά σπίτια πίσω στους ακάλυπτους. Σ’ αυτές κάθονταν, σαν σε σκηνή θεάτρου, οι κοπέλες που δούλευαν στα σπίτια. Εκεί ετοίμαζαν το φαγητό της ημέρας, καθάριζαν τα λαχανικά, γελούσαν, συζητούσαν.
• Τα Πατήσια της παιδικής μου ηλικίας ήταν μια πολύ ζωντανή και πολύ αστική γειτονιά μέσα στα λουλούδια και στο πράσινο. Μια γειτονιά ασφαλής, που παίζαμε σχοινάκι και λάστιχο στους δρόμους. Σχολείο πήγα στο 24ο Δημοτικό. Θυμάμαι ότι μας πήγαιναν εκδρομές στο δάσος του Προμπονά, που ήταν ένα πανέμορφο τεράστιο δάσος. Εγώ είμαι συνομήλικη της καταστροφής αυτή της γειτονιάς. Μέχρι τη δεκαετία του ’70 ήταν μια ανθρώπινη γειτονιά με αυλές, κήπους και νεοκλασικά σπίτια, μέχρι που άρχισαν να χτίζονται τα τέρατα της αντιπαροχής.
• Ο πατέρας μου κατάγεται από την Κυλλήνη και τη Ζάκυνθο. Σπούδαζε νομικά, αλλά δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τις σπουδές τους. Ήταν αριστερός. Δεκαεννιά χρονών τον συνέλαβαν και τον πήγαν εξορία, στην Ικαρία και στη Μακρόνησο. Λόγω της εξορίας αναγκάστηκε να διακόψει τις σπουδές του. Αργότερα σπούδασε λογιστική, δημιουργώντας στη συνέχεια μια επιχείρηση μεταφοράς δομικών υλικών.
Έχω γεννηθεί και μεγαλώσει σε μια χώρα όπου το μέτρο στα σπίτια, στα νησιά και στις πόλεις ήταν η ανθρώπινη κλίμακα. «Σπίτι όσο χωρείς και χωράφι όσο θωρείς», έλεγαν οι παλιότεροι. Το μέτρο… Αυτό χάνεται και ενοχλεί. Με ενοχλεί βαθιά.
• Η μητέρα μου είναι από την Κρήτη. Στην Αθήνα ήρθε για να σπουδάσει παιδαγωγικά. Πήρε και δεύτερο πτυχίο, αυτό της κοινωνικού λειτουργού. Ακολούθησε τελικά αυτό το επάγγελμα, στο οποίο αφιερώθηκε ολοκληρωτικά. Η μητέρα ήταν πάντα, και είναι ακόμα, το δυναμικό στοιχείο της οικογένειας. Ως κοινωνική λειτουργός αφιέρωσε τη ζωή της στα παιδιά με μεσογειακή αναιμία, δουλεύοντας ως στέλεχος στον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό.
• Από τους γονείς μου πήρα το αίσθημα δικαιοσύνης και κοινωνικής προσφοράς. Απ’ τον πατέρα μου τη γενναιοδωρία και τη φιλοπατρία. Από τη μητέρα μου την προσήλωση στους στόχους και τη μαχητικότητα
• Οι γονείς μου γνωρίστηκαν στη δίκη του Μπελογιάννη. Η μητέρα ήταν η τολμηρή που πήρε την πρωτοβουλία και μίλησε στον πατέρα μου. Στη συνέχεια γεννήθηκε ένας μεγάλος έρωτας. Νιώθω ωραία που είμαι ο καρπός ενός μεγάλου έρωτα.
• Τα Πατήσια τα θυμάμαι ως μια γειτονιά μέσα στα λουλούδια και στο πράσινο. Θυμάμαι όμως μια καταχνιά που έπεσε στο σπίτι μας, στην οικογένειά μου, στις ζωές μας, όταν επιβλήθηκε η χούντα. Ήμουν κοριτσάκι έξι χρονών όταν ήρθαν οι αστυνομικοί στο σπίτι για να συλλάβουν πατέρα μου λόγω της αριστερής του ιδεολογίας. Είχαμε ένα «καρφί» στη γειτονιά, τον περιπτερά.
• Εγώ είχα ακούσει στο τηλέφωνο ότι ο μπαμπάς θα έμενε στη θεία μου γιατί ήξερε ότι θα τον κυνηγούσαν. Όταν χτύπησε το κουδούνι, βγήκα στην εξώπορτα και με ρωτήσαν οι αστυνομικοί που είναι ο πατέρας μου. Εκείνη τη στιγμή ήξερα ότι δεν έπρεπε να μιλήσω. Έχω πολύ συχνά αυτή την ανάμνηση, την οποία πάντα ενδυναμώνει ο στίχος από τον δίσκο «Καταχνιά» του Χρήστου Λεοντή, που αναφέρει ότι «μικρά παιδιά κουβαλάνε μεγάλα μυστικά»

• Δεν είπα ποτέ ότι θα γίνω κάτι άλλο εκτός από αρχιτέκτονας. Το είπα πρώτη φορά όταν ήμουν επτά χρονών. Υπήρχε μια αρχιτέκτων πολύ φίλη του πατέρα μου, ο σύζυγος της οποίας έκανε εξορία μαζί του. Ήταν η Δώρα Χατζηγώγου. Ο πατέρας μου, όταν ήταν στην εξορία, γνώρισε σημαντικούς ανθρώπους της διανόησης, όπως η Βάσω Κατράκη, ο Χρήστος Καπράλος, η Ρίτσα Παπαθεοφίλου, ο Δεσποτίδης του Θεμέλιου. Η Δώρα Χατζηγώγου μελετούσε το σπίτι μας και θυμάμαι πόση εντύπωση μου έκανε όταν την έβλεπα να επιβλέψει τις εργασίες του σπιτιού μας.
• Ήταν πολύ κομψή, πολύ γλυκιά, αλλά ταυτόχρονα και πολύ αποφασιστική όταν έδινε τις οδηγίες στους τεχνίτες. Με είχε εντυπωσιάσει πάρα πολύ. Πολλές φορές έκανε τα αρχιτεκτονικά σκίτσα και έδινε οδηγίες, έχοντας εμένα γαντζωμένη πάνω της.
• Οπότε, ήμουν στην αγκαλιά μιας αρχιτέκτονα από μικρό κοριτσάκι. Τι άλλο θα μπορούσα να κάνω…
• Τελείωσα τη Γερμανική σχολή Αθηνών. Τότε, στο γυμνάσιο είχαν έναν καταπληκτικό φιλόλογο, τον Παναγιώτη Στάμου από τη Λιβαδειά. Αυτός ο άνθρωπος διαμόρφωσε τον τρόπο που σκέφτομαι.
• Θυμάμαι ότι δεν παρέδιδε τα αρχαία κείμενα λέξη προς λέξη. «Αυτά», μας έλεγε, «θα τα διαβάσετε σπίτι σας. Εγώ θα σας πω το νόημα». Αυτός ο άνθρωπος με έμαθε να στοχάζομαι βαθιά. Τη φιλοπατρία, την ευγενή φιλοπατρία και όχι τον εθνικισμό, τον βαθύ στοχασμό, την αγάπη για τη ελληνική γλώσσα, τα έμαθα από αυτόν τον καθηγητή.
• Σπούδασα αρχιτεκτονική στο Πολυτεχνείο του TH Darmstadt. Είχα καταπληκτικούς καθηγητές, τον Max Bächer, τον Günter Behnisch, τον Fritz Seelinger και τον Thomas Sieverts, στους οποίους οφείλω παρά πολλά. Με έπλασαν και με διαμόρφωσαν σε επιστημονικό, επαγγελματικό κοινωνικό και πνευματικό επίπεδο.
• Ήταν δάσκαλοι με όλα τα γράμματα κεφαλαία. Ο Max Bächer μας έμαθε να μην έχουμε τρακ και κόμπλα μπροστά σε μεγάλες διασημότητες χάρη στον θεσμό των διαλέξεων που εισήγαγε στο Darmstadt με διάσημους αρχιτέκτονες. Κάθε Τετάρτη, λοιπόν, είχαμε πάντα έναν διάσημο αρχιτέκτονα από το διεθνές στερέωμα. Η Zaha Hadid, ο Renzo Piano, ο Mario Botta και πολλοί άλλοι επισκέπτονταν το πανεπιστήμιο και παρουσίαζαν το έργο τους. Στη συνέχεια, ο Max Bächer καλούσε κάθε φορά μια διαφορετική ομάδα είκοσι φοιτητών στο σπίτι για κοκτέιλ κι εκεί συναντούσαμε τον εκάστοτε αρχιτέκτονα που έδινε διάλεξη και μετά υποβάλλαμε τις απορίες μας. Ήταν εκπληκτικό το ότι κοιτούσαμε, όπως λένε οι Γερμανοί, στο ύψος των ματιών, αρχιτέκτονες παγκόσμιας φήμης.
• Έκανα τις μεταπτυχιακές μου σπουδές στη χωροταξία και την πολεοδομία στο Πολυτεχνείο ΕΤΗ της Ζυρίχης, ως υπότροφος του ελβετικού κράτους. Στην Ελβετία έζησα τέσσερα χρόνια. Δύο χρόνια διήρκεσαν οι μεταπτυχιακές μου σπουδές και άλλα δύο χρόνια εργάστηκα ως πολεοδόμος στη Βασιλεία και στη Ζυρίχη. Δεν άντεξα άλλο τη ζωή εκεί. Ήθελα Ελλάδα, γι’ αυτό και επέστρεψα.
• Από την εποχή που σπούδαζα στη Γερμανία θυμάμαι με αγάπη και συγκίνηση την περίοδο που ως φοιτήτρια πήγα στη Νικαράγουα. Ήταν το 1982, όταν η Νικαράγουα είχε πληγεί από έναν φοβερό σεισμό. Με πρωτοβουλία του καθηγητή μου, Kosta Matei, μια διεθνής ομάδα φοιτητών στην οποία συμμετείχα κι εγώ πήγαμε στη Νικαράγουα για να βοηθήσουμε στην ανοικοδόμηση. Η καταστροφή ήταν συντριπτική. Στα 2,5 εκατομμύρια πληθυσμό που είχε όλη τη χώρα, οι άστεγοι ήταν 700.000. Η Μανάγκουα είχε ισοπεδωθεί, είχε μείνει όρθιο μόνο ένα ξενοδοχείο.

• Βρίσκομαι στη Νικαράγουα δύο χρόνια περίπου μετά την ανατροπή του δικτατορικού καθεστώτος του Α. Σομόσα, με τους Σαντινίστας να έχουν καταλάβει την εξουσία. Ο Σομόσα έχει απομυζήσει τα πάντα. Όλοι οι αστοί που τον στήριζαν είχαν πάρει τα λεφτά τους και είχαν φύγει για την Αμερική. Η χώρα έμεινε χωρίς επιστημονικό προσωπικό. Πήγαμε να προσφέρουμε αρχιτεκτονική και πολεοδομική εργασία στους ανθρώπους αυτούς που δεν είχαν σπίτια, δεν είχαν πια πόλη. Ζούσαν μέσα στη λάσπη και σε κατασκευές από χαρτόκουτα και σκουπίδια. Ήταν μια τεράστια περιπέτεια το να φτάσουμε μέχρι εκεί. Περάσαμε στο Ανατολικό Βερολίνο και μετά από τρεις προσπάθειες καταφέραμε να πετάξουμε με Aerocubana σε μια πτήση με ρούμι και πούρα που προσφέρονταν αφειδώς από τις Κουβανές αεροσυνοδούς. Φτάσαμε στη Νικαράγουα και μας πήγαν στη Ciudad Sandino, ένα χωριουδάκι 11 χιλιόμετρα έξω από τη Μανάγκουα. Μέναμε σε ένα πέτρινο σπίτι, τα κρεβάτια μας ήταν κάποιοι σωροί από άχυρα. Θυμάμαι τα παιδιά έρχονταν σαν σμάρι πάνω μας.
• Όσο δούλευα στις τάβλες που είχαμε στήσει για σχεδιαστήρια, στην πλάτη μου είχα πάντα ένα κοριτσάκι. Ερχόταν κάθε μέρα, καθόταν πάνω μου και έπαιζε, κάνοντας κοτσιδάκια τα μαλλιά μου. Ό,τι έκανα στη Νικαράγουα, θεωρώ ακόμη και σήμερα, ότι είναι έργο ψυχής, χάρη στο οποίο γεμίζω χαρά και υπερηφάνεια. Το δικό μου πρότζεκτ κατάφερε να υλοποιηθεί κι αυτό με συγκινεί βαθύτατα. Σχεδίασα δύο τύπους σπιτιών. Ένα μικρό, για τις ολιγομελείς οικογένειες, και ένα μεγάλο, στο οποίο θα μπορούσαν να στεγαστούν μεγαλύτερες οικογένειες.
• Τα ονόμασα μίνι φάλντα, δηλαδή μίνι φούστα. Τα σπίτια αυτά είχαν πέτρινη βάση 80 πόντων και η ανωδομή ήταν απ’ ό,τι ξύλα βρίσκαμε στην περιοχή. Σχεδίασα και όλη την αλυσίδα παραγωγής, τα ξύλα που έπρεπε να κοπούν, τους σωλήνες που κατασκευάστηκαν από μπαμπού. Δεν υπήρχε σίδερο λόγω του εμπάργκο των Αμερικανών. Όλα χτίστηκαν με ντόπια υλικά και συλλογική εργασία, με την προσέγγιση του self-help housing. Οι κάτοικοι οργανώθηκαν σε ομάδες, σύμφωνα με το σχέδιο αυτοοργάνωσης που τους είχα δώσει. Ένας ήταν ξυλουργός, άλλος είχε την ευθύνη των υδραυλικών, άλλος των σκεπών, το κόψιμο της πέτρας και ούτω καθεξής. Όλοι μαζί έχτιζαν το σπίτι του ενός και προχωρούσαν στο επόμενο. Έτσι όλη η κοινότητα απέκτησε σπίτια.
• Έφυγα από τη Νικαράγουα εσπευσμένα λόγω ασθένειας της μητέρας μου. Ήταν η εποχή που οι Κόντρας βομβάρδιζαν τη Νικαράγουα από Βορρά και Νότο. Πέταξα με μια ντακότα, ένα στρατιωτικό αεροπλάνο, μαζί με το Εθνικό Μπαλέτο της Κούβας, για Αβάνα. Σ’ εκείνο τον πάγκο του στρατιωτικού αεροπλάνου γνώρισα τη θρυλική Αλίσια Αλόνζο που ήταν η διευθύντρια του μπαλέτου και υπήρξε το μεγάλο μου ίνδαλμα. Δεν θυμάμαι πόσο έμεινα στην Κούβα μέχρι να αποφασίσει η Aerocubana να πετάξει για το ανατολικό Βερολίνο. Λυπάμαι πάντα που έχασα την επαφή με τη Χουανίτα η οποία τότε με γύρισε στα πιο απίστευτα κλαμπ της πόλης. Σε μια Κούβα όπου οι Δυτικοί ήταν ακόμη μετρημένοι στα δάχτυλα.
Το πιο ριψοκίνδυνο πράγμα που κάνω είναι ότι είμαι πάρα πολύ ανοιχτή στην αγάπη, στον έρωτα, στη φιλία. Αυτή είναι πάντα η πιο ριψοκίνδυνη στάση, αλλά είναι ταυτόχρονα και η πεμπτουσία της ζωής. Να θέλεις να ζήσεις χωρίς να υπολογίσεις τι κοστίζουν αυτά που θα ζήσεις.
• Στους ανθρώπους που καθόρισαν πολλά πράγματα στη ζωή μου συγκαταλέγω τους καθηγητές μου στο Πολυτεχνείο της Ζυρίχης, Jacob Maurer και Bernd Scholl. Από τις προσωπικότητες που με έχουν επηρεάσει θετικά είναι ο Takis. Τον έζησα από κοντά όταν έκανα την ανακαίνιση στους προσωπικούς του χώρους στο Γεροβουνό. Όταν έφευγαν τα συνεργεία και μαγείρευε η Λεμονιά, η μαγείρισσά του, άνοιγε το καλύτερο γαλλικό κρασί. Μνημονεύω τις ατελείωτες συζητήσεις μας για το Παρίσι της δεκαετίας του ’50 και του ’60, τότε που ζούσε εκεί.
• Στους ανθρώπους που άλλαξαν τη ζωή μου προσθέτω τη Λυδία Καρρά, πρόεδρο της Ελληνικής Εταιρείας Περιβάλλοντος και Πολιτισμού (ΕΛΛΕΤ). Τη θαυμάζω και είναι πρότυπό μου. Όπως και τον Διονύση Σακκά, τον διευθυντή του Αθηναϊκού Κέντρου Μελέτης του Ανθρώπου.
• Όταν γύρισα τον Οκτώβριο του 1989 από την Ελβετία προσγειώθηκα σε μια Ελλάδα που δεν αναγνώριζα. Ήταν η χειρότερη δεκαετία που έχω ζήσει, πολύ χειρότερη από την κρίση. Ήταν η δεκαετία που άρχιζε η μεγάλη παχυδερμία της ελληνικής κοινωνίας. Όλα ήταν διαφορετικά. Δεν ήξερα πώς γίνονται οι φιλίες, δεν ήξερα πώς φλερτάρεις. Ήταν μια Ελλάδα του τζιπ και της μεζονέτας. Μια Ελλάδα με μάτι θολωμένο από το Χρηματιστήριο. Γύρισα για να δουλέψω στο γραφείο Τομπάζη και μετά έκανα το δικό μου γραφείο στο Κολωνάκι.
• Όλη μου τη ζωή, από μικρή, διαθέτω ένα μέρος του χρόνου μου για να προσφέρω στην κοινωνία των πολιτών, η οποία είναι και η μόνη ιδεολογία στην οποία είμαι πιστή. Δεν ήθελα ποτέ και δεν επιδίωξα να δημιουργώ εξαρτήσεις από κόμματα και μικροσυμφέροντα. Δεν είμαι απολιτίκ, είμαι «ακοματίκ», όπως πολύ συχνά λέω, δημιουργώντας αυτόν τον νεολογισμό για να αυτοπροσδιοριστώ. Πάντα πίστευα ότι πρέπει να είμαστε ενεργοί πολίτες, ότι η απάθεια σκοτώνει τη δημοκρατία. Είμαι ενεργή, θέλω να συμβάλω και να αλλάξω ό,τι μπορώ, εκεί που χρειάζεται. Όταν, λοιπόν, μετακόμισα από το Κολωνάκι εδώ στου Μακρυγιάννη, βλέποντας το ξενοδοχείο στη Φαλήρου, συνειδητοποίησα τι μπορεί να χτιστεί σ’ αυτή την περιοχή. Και όταν κατάλαβα ότι ετοιμαζόταν να χτιστεί δίπλα στο σπίτι μου ένα ξενοδοχείο διπλάσιου μεγέθους από το ξενοδοχείο της Φαλήρου, τότε κατάλαβα ότι έπρεπε να κάνω κάτι για την περιοχή αυτή που λάτρεψα, που ήταν μια ωραία γειτονιά και με γρήγορους ρυθμούς έχανε τον χαρακτήρα της. Στην πορεία αυτή γνώρισα την ΕΛΛΕΤ και ξεκινήσαμε αυτόν τον τρομερό αγώνα για την περιοχή γύρω από την Ακρόπολη, όπου ήδη έχουμε καταγάγει μια σημαντική νίκη για τα ύψη. Και συνεχίζουμε, γιατί θέλουμε να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα του υπερτουρισμού στο ιστορικό κέντρο που διαλύει την πόλη, διαλύει τη συνοικία, διαλύει τη γειτονιά. Τώρα πια στη γειτονιά μου έχουμε χάσει όλα τα μαγαζιά τα οποία στηρίζουν τη χρήση της κατοικίας. Έκλεισαν βιβλιοπωλεία, έφυγαν δύο μοδίστρες, έκλεισαν τα μαγαζιά τους δυο υδραυλικοί, έφυγαν οι τσαγκάρηδες και το καθαριστήριό μας. Ποιος θα μπορούσε να αντέξει την πίεση των υψηλών ενοικίων; Σήμερα, υπάρχουν μόνο οι χρήσεις που στηρίζουν τον τουρισμό. Ό,τι κλείνει, ανοίγει στη θέση του ένα μπαρ ή ένα εστιατόριο.

• Για τον αγώνα μου που αφορούσε την ξενοδοχοποίηση του Μακρυγιάννη έχω στοχοποιηθεί και έχω δεχτεί πάρα πολλή λάσπη μέσω ανώνυμων δημοσιευμάτων. Στοχοποιήθηκα έντονα όταν ο πρώην δήμαρχος Κώστας Μπακογιάννης μου ζήτησε στις τελευταίες δημοτικές εκλογές να είμαι υποψήφια. Δέχτηκα μεγάλη επίθεση γιατί το επιχειρηματικό λόμπι των ξενοδόχων φοβήθηκε ότι θα αποκτήσω περισσότερη δύναμη από αυτή που θα ήθελαν. Παρά τη στοχοποίηση, δεν φοβήθηκα ποτέ γιατί ξέρω ότι έχω δίκιο.
• Στους υφιστάμενους και επίδοξους ξενοδόχους της περιοχής θα έλεγα ότι η απληστία δεν είναι καλός σύμβουλος. Όλο αυτό που συμβαίνει στην Αθήνα και την Ελλάδα, που καταστρέφεται το αστικό και φυσικό περιβάλλον, είναι από την απληστία. Μια χαρά μπορούν να έχουν κέρδη, χωρίς να έχουν υπερκέρδη. Δεν χρειάζεται να χτίσουν το τέρας, να παρακάμψουν τους νόμους. Ας σεβαστούν ό,τι προϋπάρχει. Είτε είναι αρχαία ευρήματα, είτε φυσικό περιβάλλον, είτε αστικό περιβάλλον, πρέπει να το σεβαστούν. Αυτοί οι κύριοι που έχτισαν και θέλουν να χτίσουν δίπλα στο σημαντικότερο μνημείο του δυτικού πολιτισμού πρέπει να ταπεινώσουν τις βλέψεις τους και να δείξουν σεβασμό στο μνημείο.
• Μέσα στην ΕΛΛΕΤ βρήκα την πνευματική μου οικογένεια. Ο τρόπος που λειτουργεί είναι αυτό ακριβώς που είμαι εγώ. Είναι σαν ένα πανέμορφο χειροποίητο χαλί που το έχουν υφάνει μυαλά και χέρια πενήντα τρία χρόνια τώρα. Η ΕΛΛΕΤ είναι η μοναδική οργάνωση που λέει ότι το περιβάλλον και ο πολιτισμός είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Πρέπει να τα προστατεύσουμε και τα δύο. Και έχω τάξει τη ζωή μου στην υπηρεσία αυτού του αγώνα.
• Ένα από τα πρότζεκτ τα οποία συντονίζω και είναι το πνευματικό μου παιδί είναι η αναβίωση του ιστορικού τρένου του Χαρίλαου Τρικούπη στην Πελοπόννησο, το οποίο περιλαμβάνει την ανάταξη όλου του σιδηροδρομικού δικτύου που παραμένει ανενεργό από το 2011. Αυτό το πρότζεκτ το ξεκίνησα με το Πολυτεχνείο ΕΤΗ Ζυρίχης και με τον φιλέλληνα καθηγητή Bernd Scholl. Το πολυτεχνείο έχει επενδύσει 500.000 ευρώ από ερευνητικά κονδύλια στον σιδηρόδρομο της Πάτρας και της Πελοποννήσου. Όταν, λοιπόν, μελετούσαμε την Πάτρα, ανακαλύψαμε ένα κρυμμένο διαμάντι, τον μετρικό σιδηρόδρομος. Το δίκτυο αυτό είναι σαν ένα περιδέραιο γύρω από την Πελοπόννησο. Ξεκινάει από την Κόρινθο και καταλήγει στην Πάτρα. Είμαι η γέφυρα ανάμεσα στο Πολυτεχνείο της Ζυρίχης, την ΕΛΛΕΤ και την Ελβετική Πρεσβεία – ο Ελβετός πρέσβης Stefan Estermann είναι από τους πιο σημαντικούς συμμάχους μας σ’ αυτή την πρωτοβουλία.
Δυστυχώς, στην Ελλάδα, όταν όταν μια γυναίκα είναι δυναμική και καλή στο συντονισμό και στην προώθηση ιδεών και στόχων, κάποιοι άνδρες αισθάνονται απειλή.
• Στα credo μου ανήκουν και η πίστη στην ελευθερία και η σημασία της γενναιοδωρίας. Μια γιαγιούλα σε ένα νησί μού είχε πει κάποτε: «Να δίνεις, παιδάκι μου, μόνο ό,τι δίνεις μένει δικό σου». Είμαι αισιόδοξη λόγω θέλησης, παρά τις οδυνηρές απώλειες αγαπημένων προσώπων. Η αισιοδοξία μού δίνει τεράστια δύναμη για να υλοποιώ αυτά που ονειρεύομαι, να αγωνίζομαι γι’ αυτά που πιστεύω, γι’ αυτά που είναι σωστά και δίκαια. Έχω πάντα μια βαθιά, έμφυτη αισιοδοξία και μου ταιριάζει πολύ η φράση του Αντόνιο Γκράμσι, «είμαι αισιόδοξος λόγω θέλησης και απαισιόδοξος λόγω ευφυΐας». Λόγω της εκπαίδευσής μου, ως πολεοδόμου, πάντα μελετάω πολλά διαφορετικά σενάρια, έχοντας στο μυαλό μου πως θα αντιμετωπίσω το worst case σενάριο. Έχω πάντα τρία και τέσσερα βελάκια στην τσέπη μου για να αντιμετωπίσω τις διαφορετικές εκβάσεις που μπορούν να υπάρξουν. Αυτό κάνω και όταν σχεδιάζω ή μελετάω κάτι που είναι σημαντικό.
• Δεν έχω βλάψει συνειδητά κανένα. Στην προσωπική μου ζωή, επειδή λειτουργούσα πάντα με το συναίσθημα, έχω μετανιώσει που άφησα τον εαυτό μου να πληγωθεί από ανθρώπους που δεν άξιζαν την αγάπη μου.
• Δύναμη μου δίνει το φως και η θάλασσα, οι φίλοι μου. Είναι αυτά που κάνω και αγαπάω, αυτά για τα οποία αγωνίζομαι. Μου δίνει δύναμη η σύνδεση με τους ανθρώπους, το να είμαι μέρος ενός συνόλου. Και μου δίνει δύναμη η δουλειά με ομάδες.
• Δεν πιστεύω στην τύχη. Δεν υπάρχει τύχη. Είναι συμβόλαια ψυχής αυτά που κάνουμε με τους ανθρώπους που συναντάμε και με τις εμπειρίες που έρχονται στη ζωή μας για την εξέλιξή μας. Δεν πιστεύω στην τύχη ή την ατυχία. Είναι απλώς οι περιοριστικές μας πεποιθήσεις οι οποίες μας δυσκολεύουν τη ζωή μας. Όταν άρουμε από τη ζωή μας τις περιοριστικές μας πεποιθήσεις, τότε ανοίγεται ένα πολύ μεγάλο πεδίο δράσης, φωτίζεται η ζωή μας.
• Η ευτυχία για μένα είναι μια εσωτερική συνθήκη. Την ευτυχία πάντα την ψάχνουμε μέσα μας. Και δημιουργούμε τις συνθήκες για να την έχουμε. Είμαστε οι αρχιτέκτονες της ζωής μας.
• Το πιο ριψοκίνδυνο πράγμα που κάνω είναι ότι είμαι πάρα πολύ ανοιχτή στην αγάπη, στον έρωτα, στη φιλία. Αυτή είναι πάντα η πιο ριψοκίνδυνη στάση, αλλά είναι ταυτόχρονα και η πεμπτουσία της ζωής. Να θέλεις να ζήσεις χωρίς να υπολογίσεις τι κοστίζουν αυτά που θα ζήσεις.
• Οι φίλοι μου είναι η οικογένειά μου, η πατρίδα της ψυχής μου. Ο έρωτας είναι αυτός που κινεί το σύμπαν. Και με τον ίδιο τρόπο κινεί και τη δική μου τη ζωή. Έρωτας για τα πάντα. Ο έρωτας και η αγάπη είναι μια κατάσταση. Ή μπορείς να αγαπήσεις και να ερωτευτείς ή δεν μπορείς. Ο έρωτας είναι για μένα μια μεταμορφωτική εμπειρία. Δεν σε μεταμφιέζει, σε μεταμορφώνει. Η κοινωνία μας δουλεύει πολύ με μεταμφιέσεις, με ρόλους. Κανένας δεν ξεφεύγει από τον έρωτα. Ακόμη και αυτοί που κάνουν τις καλύτερες μεταμφιέσεις και παίζουν τους τρομερούς τους ρόλους, όταν συναντηθούν με τον έρωτα μεταμορφώνονται.


• Αυτό που με ενοχλεί βαθιά είναι η τρομερή απληστία με την οποία ξεπουλιέται η χώρα μου, αγνοώντας τον τρομερό πλούτο σε πολιτισμό και περιβάλλον που διαθέτει. Έχω γεννηθεί και μεγαλώσει σε μια χώρα όπου το μέτρο στα σπίτια, στα νησιά και στις πόλεις ήταν η ανθρώπινη κλίμακα. «Σπίτι όσο χωρείς και χωράφι όσο θωρείς», έλεγαν οι παλιότεροι. Το μέτρο… Αυτό χάνεται και ενοχλεί. Με ενοχλεί βαθιά. Με ενοχλεί η απληστία με την οποία σχεδιάζουμε τον χώρο, η απληστία με την οποία θέλουμε να καταναλώσουμε και να κανιβαλίσουμε τον χώρο και τους φυσικούς μας πόρους, τον πλούτο μας.

• Η μεγαλύτερη δυσκολία που μπορεί να αντιμετωπίσει ένας αρχιτέκτονας στην Ελλάδα του 2025 είναι ηθικής φύσεως, το να ασκήσει αρχιτεκτονική ως κοινωνικό αγαθό. Το όποιο αρχιτεκτόνημα, είτε είναι κτίριο είτε είναι σχεδιασμός δημόσιου χώρου, πρέπει να περιλαμβάνει τον κοινωνικό παράγοντα. Αυτό που βλέπω γύρω μου τα τελευταία χρόνια είναι ότι παρακάμπτεται και αγνοείται ο κοινωνικός παράγοντας, ρίχνοντας λάδι στη φωτιά της απληστίας των επιχειρηματιών, του real estate. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το γεγονός ότι σε πολλά ξενοδοχεία που χτίζονται κάποιοι αρχιτέκτονες προσπαθούν με όλα τα κόλπα να κάνουν τα πάντα για να παρακάμψουν τον νόμο. Δηλώνουν τα δίκλινα ως μονόκλινα για να μειώσουν τον υποτιθέμενο δυναμικό του ξενοδοχείου, ξεζουμίζοντας κάθε τετραγωνικό από τον περιβαλλοντοκτόνο ΝΟΚ εις βάρος της πόλης και των κατοίκων της.
• Κατεδαφίζονται σωρηδόν οι υπέροχες κατοικίες του Μεσοπολέμου στην Αθήνα. Τα βουνά των Κυκλάδων ξεκοιλιάζονται για να γίνουν υπόσκαφα. Τα υπόσκαφα της παλιάς εποχής στις Κυκλάδες ήταν εντός οικισμού πάντα, μικρά μονόχωρα κτισματάκια που δημιουργούσαν ένα καταπληκτικό πλέγμα δημόσιου και ιδιωτικού χώρου. Γιατί η ταράτσα του ενός ήταν η αυλή του άλλου. Υπήρχε μια τρομερή κοινωνική συνοχή την οποία υπέβαλε αυτή η αρχιτεκτονική δομή. Αυτά τα υπόσκαφα της παλιάς εποχής δυνάμωναν τη συνοχή του οικισμού. Τα νέα υπόσκαφα κάνουν ακριβώς το αντίθετο. Διαλύουν υπέροχες παρθένες περιοχές, εκτός σχεδίου, εκτός οικισμών, ξεκοιλιάζουν βουνά χωρίς γεωτεχνικές μελέτες και δημιουργούν τεράστια ανοίγματα που είναι σαν τα σαγόνια του καρχαρία, τα οποία κατασπαράζουν το υπέροχο κυκλαδίτικο τοπίο.
• Ό,τι χειρότερο έχω ακούσει το τελευταίο διάστημα ήταν το σχόλιο βουλευτή της ΝΔ προς τη Ζωή Κωνσταντοπούλου. Εκτός από τη χυδαιότητα, διέκρινα έναν πολύ βαθύ μισογυνισμό. Πιστεύω ότι η κοινωνία μας είναι εμποτισμένη με έναν μισογυνισμό, κρυφό πολλές φορές, που εκτοξεύεται σαν δηλητήριο όταν δημιουργηθούν οι συνθήκες. Άκουσα πρόσφατα σε ένα ταβερνάκι που έτρωγα να σχολιάζουν τη Μαρία Καρυστιανού, και της χρέωναν ότι δεν είναι αρκετά πενθούσα μάνα επειδή είναι δυναμική, παρεμβατική και έχει προσεγμένη εμφάνιση. Έβγαλαν έναν οχετό. Δυστυχώς, στην Ελλάδα, όταν όταν μια γυναίκα είναι δυναμική και καλή στο συντονισμό και στην προώθηση ιδεών και στόχων, κάποιοι άνδρες αισθάνονται απειλή. Βγάζουν έναν κρυμμένο μισογυνισμό με λεκτική βία, όπως συνέβη με τη Ζωή Κωνσταντοπούλου, η με τη χλεύη σε πρόσωπα όπως η Μαρία Καρυστιανού. Λυπάμαι γι’ αυτούς που σκέπτονται έτσι και ελπίζω να γίνονται όλο και λιγότεροι με το πέρασμα του χρόνου. Γιατί «η γυναίκα είναι το άλλο μισό του ουρανού», όπως λέει και ο αγαπημένος μου ποιητής, Οδυσσέας Ελύτης.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.