Υπάρχουν κάποια έργα που οι χαρακτηρισμοί τα αδικούν. Η λέξη «λεξικό», για παράδειγμα, είναι αδύνατο να περιγράψει το σπαρταριστό μείγμα λόγου, εικόνων και σκίτσων που συνθέτουν το Index Maladictus/Το Βρωμολεξικό, με επεξήγηση: βιβλίο πρόχειρο σε όλους (υβριστές, υβριζόμενους και αρχάριους) του Νίκου Δ. Πλατή. Το Βρωμολεξικό είναι ένα απολαυστικό βιβλίο, «κυρίως ένα ιστορικό, λαογραφικό, κοινωνικό-ψυχογραφικό, ερμηνευτικό και ετυμολογικό, λογοτεχνικό και κινηματογραφικό λεξικό του θυμωμένου (αλλά και του αλαζονικού, βλάσφημου και προσβλητικού) λόγου», όπως το χαρακτηρίζει ο ίδιος. Ξεκίνησα να το διαβάζω την Παρασκευή το βράδυ και δεν έκλεισα μάτι μέχρι το πρωί, λίγο πριν από το ραντεβού με τον συγγραφέα, βυθισμένος στο τετραπέρατο σύμπαν του. Έχει επινοήσει έναν δικό του τρόπο να παρουσιάζει το κάθε λήμμα μέσα από σατιρικά σχόλια και αποσπάσματα από αμέτρητες πηγές που οι περισσότερες είναι πρωτότυπες και απρόβλεπτες. Από ατάκες ταινιών και κομμάτια από άρθρα και συνεντεύξεις σε εφημερίδες, περιοδικά και sites, μέχρι ολόκληρες ιστορικές μελέτες για τη ρίζα της κάθε βρισιάς, από την ελληνική και ρωμαϊκή αρχαιότητα, τους βυζαντινούς χρόνους, του Μεσαίωνα, του Μεσοπολέμου, του μεταπολέμου, της Μεταπολίτευσης, της εποχής του Μνημονίου, ακόμα και φράσεις της πολύ πρόσφατης νεανικής αργκό που έχει προλάβει να καταγράψει. Βρισιές, κατάρες, καταρίτσες, βλασφημίες, ακατονόμαστες, προσβλητικές και απειλητικές φράσεις κι επιπλέον αλλοδαπές βρισιές – από νεοϋορκέζικες τελευταίας εσοδείας, βερολινέζικες, ισπανικές, ρώσικες, τούρκικες, δανέζικες, μέχρι και αφρικάνικες, αρμένικες, γίντις, σαμόαν και μαορί. Ανάμεσα στις ενενήντα χιλιάδες λέξεις του υπάρχουν ένθετες εκατοντάδες εικόνες που δεν συνοδεύουν απλώς τα κείμενα αλλά τα συμπληρώνουν και φαίνεται από το πρώτο ξεφύλλισμα ότι είναι αποτέλεσμα σκληρής έρευνας: φωτογραφίες που έχει βγάλει ο ίδιος ο συγγραφέας στους δρόμους, καρέ από ταινίες, σκίτσα, εξώφυλλα εφημερίδων, γελοιογραφίες, μέχρι ευφάνταστα πολύ πρόσφατα viral. Κι αμέτρητες ακόμα.
Βρισιές, κατάρες, καταρίτσες, βλασφημίες, ακατονόμαστες, προσβλητικές και απειλητικές φράσεις κι επιπλέον αλλοδαπές βρισιές – από νεοϋορκέζικες τελευταίας εσοδείας, βερολινέζικες, ισπανικές, ρώσικες, τούρκικες, δανέζικες, μέχρι και αφρικάνικες, αρμένικες, γίντις, σαμόαν και μαορί.
«Έχω πάρει την τελευταία συνέντευξη του Γιάννη Μαρή» (του «πατέρα» του αστυνομικού μυθιστορήματος στην Ελλάδα) μου λέει. «Μέσω των συνεντεύξεων μίλησα και συγχρωτίστηκα με κάποιους σημαντικούς στο είδος τους ανθρώπους, αισθάνομαι ιδιαίτερα τυχερός που τους γνώρισα». Σκέφτομαι ότι είναι λογικό να είναι επιφυλακτικός με έναν άγνωστό του άνθρωπο που ετοιμάζεται να γράψει για το βιβλίο του. Ειδικά για ένα βιβλίο που χρειάστηκαν τόσα χρόνια επίπονης δουλειάς για να ολοκληρωθεί.
Μου εξηγεί τον τρόπο που δούλεψε, πόσο σχολαστικά έψαχνε όλο το υλικό σε σκόρπιες πηγές για χρόνια, πόση έρευνα χρειάστηκε για να μαζέψει τις συγκεκριμένες πληροφορίες και στοιχεία που δεν μπορείς να βρεις πουθενά μαζεμένα. Μου μιλάει για τις βρισιές του Καραϊσκάκη και μου διαβάζει για το μπινελίκι που έπεφτε σύννεφο στη ζωή του, προφορικώς και εγγράφως: «Γενναιότατε αδελφέ καπετάν-Νικόλα, είδα όσα με γράφεις. Έχει και τουμπλέκια ο πούτζος μου, έχει και τρουμπέτες. Όποια θέλω από τα δύο θα μεταχειρισθώ [...]». Μιλάει για βυζαντινές βρισιές που βρήκε σε αναγνώσματα και τον τρόπο που μεταφέρθηκαν στις σημερινές, για τον Κοπρώνυμο Κωνσταντίνο, τον Αυτοκράτορα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας που έμεινε στην ιστορία με το παρατσούκλι και όχι με το κανονικό του όνομα εξαιτίας των εικονόφιλων αντιπάλων του, και για το «Αααααααχ!», την τρυφερή διαχρονική κραυγή των απανταχού Ελληνίδων μανάδων, που πίσω από την ορθωμένη μπουνιά τους, κι ενώ δάγκωναν τον ανορθωμένο δείκτη, εκτόνωναν ούτως τον θυμό τους για τη σκανταλιά του μικρού τους τυράννου: «Ααααααχ! Αλίμονό σου, κακομοίρη μου, αν σε πιάσω στα χέρια μου, μαύρο θα σε κάνω απ' το ξύλο...! Ααααααχ!».
«Ο θυμός είναι μια βασική λειτουργία του σώματός μας. Ασεβής ή όχι, ο θυμωμένος λόγος είναι το αποτέλεσμα μιας βασικής λειτουργίας του εαυτού μας και αποτελεί στοιχείο πολιτισμού. Το πώς μιλάμε όταν είμαστε θυμωμένοι αποτελεί λαογραφικό στοιχείο» λέει. «Ακόμα και τα ζώα θυμώνουν. Το βρίσιμο ή βρισίδι είναι εν γένει ο θυμωμένος (μα και προσβλητικός) λόγος. Το να βρίζει κανείς, η βρισιά, ο προπηλακισμός. Το υβρεολόγιο. Ένα φοβερό όπλο –αμυντικό και επιθετικό συνάμα– για τον κοινωνικό άνθρωπο, ανυπολόγιστης, ενίοτε, αξίας. Είναι, συχνά, ό,τι το δηλητήριο για την κόμπρα και την οχιά, τα εκατόν ογδόντα τέσσερα δόντια για τον κροκόδειλο που καραδοκεί στο σκοτάδι με τα κόκκινα, φωσφοριζέ μάτια του. Είναι, όμως, και λυτρωτικό το βρίσιμο και ως εκ τούτου και... μυοχαλαρωτικό, επωφελές της ψυχής πράγμα».
«Έζησα την εφηβεία μου στα Εξάρχεια, τότε που η πλατεία ήταν πλατεία νταντάδων» λέει. «Μεγάλωσα σε ένα μικροαστικό περιβάλλον, που μερικές βρισιές, όπως το "γαμώ την Παναγία μου!", ήταν το απόλυτο ταμπού. Και η αλήθεια είναι πως οι βρισιές αυτές εκστομίζονταν, συνήθως, από βάρβαρους, σκατόψυχους και κακότροπους, εντελώς λούμπεν ανθρώπους. Ακόμα και σήμερα το "γαμώ την Παναγία σου" με ενοχλεί όταν το ακούω. Ωστόσο, μου φαίνεται εξαιρετικά εμπνευσμένη μια κεφαλονίτικη βρισιά που λέει "Γαμώ τη μεταξωτή δαντέλα στο μεσοφόρι της Παναΐας". Άκου τώρα τι σκαρφίστηκε η άλλη!».
Του λέω πως τις πιο σοκαριστικές βρισιές τις άκουσα ως τηλεφωνητής στον στρατό, όταν κρυφάκουγα τα ερωτικά τηλεφωνήματα αξιωματικών με τις συντρόφους τους (από απόσταση), και ότι δεν έχω συγκρατήσει ούτε μία. Και ότι τη χειρότερη ύβρη την άκουσα κάποτε από μια γριά, που σε στιγμή αγανάκτησης φώναξε: «Γιατί να συμβαίνουν σ' εμένα όλα τα κακά; Το μουνί της Παναγίας έχω φιλήσει;».
Το βιβλίο έχει έντονο το στοιχείο της σάτιρας και του σαρκασμού και το χιούμορ είναι διάχυτο σε κάθε σελίδα, αλλά η σοβαρότητα με την οποία αντιμετωπίζει το κάθε λήμμα ο συγγραφέας είναι ξεκάθαρη.
«Η εποχή αυτή, των αγανακτισμένων και της οικονομικής κρίσης, και όλα όσα ζούμε με διευκόλυναν πολύ στη σύνταξη του λεξικού. Στις σελίδες του καταγράφονται φοβερές συμπεριφορές και νομίζω ότι διασώζονται έτσι οι ύβρεις, οι προσβολές, που καθιερώθηκαν ως... αντεστραμμένο σαβουάρ-βιβρ της Μεταπολίτευσης. Μέσα στις σελίδες του Index Maladictus/Το βρωμολεξικό εξιστορείται και η βαναυσότητα της εξουσίας αλλά και η ασημαντοσύνη του λόγου της. Νομίζω ότι έχω αποτυπώσει πολύ δυνατά την εποχή μας μέσα στο βιβλίο. Μετά από μερικά χρόνια θα είναι ένα ντοκουμέντο για ό,τι είναι για εμάς επικαιρότητα αυτήν τη στιγμή».
Το βιβλίο έχει έντονο το στοιχείο της σάτιρας και του σαρκασμού και το χιούμορ είναι διάχυτο σε κάθε σελίδα, αλλά η σοβαρότητα με την οποία αντιμετωπίζει το κάθε λήμμα ο συγγραφέας είναι ξεκάθαρη. Διαθέτει ένα σπάνιο χάρισμα να δημιουργεί κλίμα τρυφερότητας ακόμα και στις πιο σκληρές βρισιές και καταφέρνει να μην απαξιώνει ούτε μία λέξη.
«Είναι εκ των πραγμάτων και σατιρικό λεξικό» γράφει. «Το μη σύνηθες, το περίεργο επί του προκειμένου είναι ότι οι σατιριζόμενοι στις σελίδες του συχνά αυτοσατιρίζονται άθελά τους».
«Έχει όρια η σάτιρα; Και πού τελειώνουν;». «Είναι πολύ λεπτό θέμα η σάτιρα. Και, εν τέλει, δεν είναι και αποσαφηνισμένο πού και πότε τελειώνει η σάτιρα και πότε ακριβώς αρχίζουν η εμπάθεια και η κακοήθεια. Το να εξευτελίζει κανείς την προσωπικότητα του άλλου δεν είναι, πάντως, σάτιρα. Δεν ξέρω ιστορικά πολλά για τη σάτιρα, αλλά νομίζω ότι και στα χρόνια του Αριστοφάνη γινόταν κάποια κατάχρηση».
«Ο Λαζόπουλος κάνει σάτιρα;». «Ο Λαζόπουλος κάνει κακεντρεχή μικροπολιτική. Δεν νομίζω ότι κάνει σάτιρα. Κρίμα που κατέληξε έτσι, ήταν σπουδαίος ηθοποιός της θεατρικής επιθεώρησης, είχε κάτι κομψό κι ευγενικό που μου άρεσε. Υπάρχει ένας πολιτικός γελοιογράφος που με θέλγει ιδιαίτερα, ο Δημήτρης ο Χατζόπουλος στα "Νέα". Έχει μια ποιότητα ξεχωριστή, νομίζω ότι κάνει σπουδαία σάτιρα. Και ψαγμένη».
Σχολιάζουμε τις ελπίδες που έχουν εναποθέσει όλοι στη νέα κυβέρνηση και την προηγούμενη επίθεση με δακρυγόνα στα Εξάρχεια. «Στην αρχή μου φάνηκαν χαριτωμένοι. Μετά αναρωτήθηκα, και αναρωτιέμαι ακόμα, αν ξέρουν τι κάνουν. Έχουν ένα σχέδιο που βάσει αυτού κινούνται; Διαφορετικά, αν δεν έχουν σχέδιο, είναι επικίνδυνοι. Κι η ελληνική Αριστερά γενικά, αν το δεις ιστορικά, δεν φημιζόταν ποτέ για την πολιτική της δεινότητα. Μακάρι, πάντως, να τα καταφέρουν!».
«Κύριε Πλατή, τι σχέση έχετε με τη νοσταλγία;». «Απολύτως καμία! Μια φορά μόνο κατέφυγα σ' αυτήν, στον τίτλο ενός βιβλίου μου: Νοσταλγική επιστροφή του μπούμερανγκ. Πέραν τούτου ουδέν!».
σχόλια