Με πτήση από το Άμστερνταμ φθάνουν την Πέμπτη, τέσσερα αποτοιχισμένα σπαράγματα τοιχογραφιών, που συλήθηκαν από εκκλησίες στο κατεχόμενο, από το 1974, τμήμα της Κύπρου.
Το ίδρυμα Walk of Truth παρέδωσε χθες 21 Ιανουαρίου σε ειδική τελετή που έγινε στην πρεσβεία της Κύπρου στη Χάγη τέσσερα σπαράγματα τοιχογραφιών που είχαν συληθεί μετά την τουρκική εισβολή του 1974 και στη συνέχεια διακινήθηκαν παράνομα στην παγκόσμια αγορά τέχνης, μέχρις ότου πέρασαν στην ιδιοκτησία Καναδού συλλέκτη αρχαιοτήτων, αρκετές δεκαετίες αργότερα.
Αξιοποιώντας πληροφορία που προήλθε από το εμπόριο αρχαιοτήτων, η Τασούλα Χατζητοφή, ιδρύτρια του Walk of Truth, προσέγγισε τον συλλέκτη ενημερώνοντάς τον ότι οι τοιχογραφίες του ήταν αντικείμενα λεηλασίας.
Η Χατζητοφή δεν γνώριζε τι ακριβώς είχε στην κατοχή του ο συλλέκτης, γι' αυτό και εξεπλάγη όταν, το 2014, η Fedex της παρέδωσε τέσσερις τοιχογραφίες σε δωμάτιο ξενοδοχείου στο Λονδίνο.
Ο μοναδικός όρος του συλλέκτη ήταν να παραμείνει ανώνυμος και να επιστραφούν οι τοιχογραφίες στον νόμιμο ιδιοκτήτη τους. Έκτοτε, οι τοιχογραφίες έχουν συντηρηθεί και σταθεροποιηθεί για σκοπούς μεταφοράς από το ίδρυμα με δικά του έξοδα και φυλάσσονταν σε ειδικά διαμορφωμένους χώρους.
Τις τοιχογραφίες παρέλαβε εκ μέρους του Προέδρου της Δημοκρατίας η υπουργός Μεταφορών Συγκοινωνιών και Έργων Βασιλική Αναστασιάδου η οποία σε ομιλία της ευχαρίστησε το Walk of Truth και την ιδρύτριά του, Τασούλα Χατζητοφή, για τις προσπάθειες της για τον επαναπατρισμό κλεμμένων πολιτιστικών θησαυρών, εκφράζοντας παράλληλα την προθυμία της κυβέρνησης να στηρίζει τέτοιες καλοπροαίρετες προσπάθειες.
Η Ιδρύτρια του Walk of Truth, Τασούλα Χατζητοφή, παραδίδοντας τις τοιχογραφίες στην υπουργό είπε μεταξύ άλλων ότι για να γίνει ένας επαναπατρισμός πρέπει να συνεργαστούν διάφοροι φορείς οι οποίοι να έχουν εμπιστοσύνη μεταξύ τους.
Όπως τόνισε, ιδρύοντας το Walk of Truth κατάφερε να χτίσει ένα δίκτυο εμπιστοσύνης με προσωπικότητες, νομικούς, πολιτικούς, αρχαιολόγους και απλό κόσμο με κύριο στόχο την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς σε παγκόσμιο επίπεδο. Με την ίδια εμπιστοσύνη που έδειξαν όλοι στο πρόσωπο της, όπως είπε, παραδίδει τις τέσσερις τοιχογραφίες στην υπουργό για να τις παραδώσει στον κυπριακό λαό.
«Είμαστε πανευτυχείς που σπαράγματα των τοιχογραφιών επιστρέφουν στο σπίτι τους, περισσότερα από 40 χρόνια μετά την παράνομη αποτοίχισή τους. Η ιστορία τους χαρακτηρίζεται από βία, απώλεια και εκτοπισμό, ένα αφήγημα το οποίο μοιράζονται με κάθε άνθρωπο που έχει προσφυγοποιηθεί εξαιτίας πολέμου. Η έναρξη του μακρινού ταξιδιού τους προς την πατρίδα αποτελεί αιτία εορτασμού. Κάθε αντικείμενο που επαναπατρίζεται αποτελεί κομμάτι της κυπριακής κληρονομιάς και ταυτότητας, που έχει ανακτηθεί για τις επόμενες γενιές».
Δύο από τις τέσσερις τοιχογραφίες έχουν ταυτοποιηθεί ότι ανήκουν στην εκκλησία της Παναγίας Αψινθιώτισσας, ελληνορθόδοξου μοναστηριού που βρίσκεται στο βόρειο, κατεχόμενο μέρος του νησιού.
Το μοναστήρι, που μάλλον ιδρύθηκε τον 11ο ή τον 12ο αιώνα ως βυζαντινό αυτοκρατορικό ίδρυμα, οφείλει το όνομά του στην αψινθιά που φύτρωνε εκεί. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, το μοναστήρι πέρασε στην ιδιοκτησία του Ελληνορθόδοξου Πατριαρχείου της Ιερουσαλήμ και έκτοτε παραμένει εντός της πνευματικής του δικαιοδοσίας. Μέρος της εκκλησίας καταστράφηκε τον 18ο αιώνα, αλλά μερικές από τις τοιχογραφίες της σώθηκαν.
Δύο από τις τοιχογραφίες που επαναπατρίζονται απεικονίζουν την Παρθένο από την σκηνή της Αποκαθήλωσης, και ένα Μάρτυρα.
Η τρίτη τοιχογραφία πιθανότατα προέρχεται από την Εκκλησία της Παναγίας στην κατεχόμενη Άσσια, ενώ η τέταρτη δεν έχει εξακριβωθεί η ακριβής προέλευση της. «Οι κάτοχοι συλημένων αρχαιοτήτων δεν συνηθίζουν να τις παραδίδουν οικειοθελώς», δηλώνει η Χατζητοφή.
«Οφείλουμε ευγνωμοσύνη στον συγκεκριμένο συλλέκτη για τη γενναιοδωρία του». Δυστυχώς, οι τοιχογραφίες της Αψινθιώτισσας δεν μπορούν να επιστραφούν στην εκκλησία από την οποία είχαν κλαπεί. Στο μεταξύ, λειτούργησαν ως «πρέσβεις» του πολιτισμού της Κύπρου, καθώς παρουσιάστηκαν σε έκθεση στη Βουλή των Λόρδων του Η.Β. στα πλαίσια συζήτησης για την καταστροφή της πολιτιστικής κληρονομιάς σε εμπόλεμες ζώνες.
Ευελπιστούμε ότι στο εξής θα εκτίθενται σε ένα πλαίσιο που θα αποκαθιστά τον αρχικό τους ρόλο, όπου δηλαδή θα αποτελούν μέρος της λατρευτικού τους ρόλου καθώς οι ορθόδοξοι χριστιανοί θεωρούν τις εικόνες, τα ψηφιδωτά και τις τοιχογραφίες ως παράθυρα που οδηγούν στη Βασιλεία των Ουρανών.
Σε ομιλία του, ο Dr Willy Bruggeman, Πρόεδρος του συμβουλίου της Ομόσπονδης Βελγικής Αστυνομίας και μέλος του Δ.Σ. του Walk of Truth, τόνισε μεταξύ άλλων ότι «Η επικρατούσα άποψη στις μέρες μας είναι ότι η παράνομη ανασκαφή και εμπορία αρχαιολογικών αντικειμένων καταστρέφει την παγκόσμια πολιτιστική κληρονομιά. Υπολογίζεται ότι η παράνομη διακίνηση αρχαιοτήτων αποτελεί μια επιχείρηση 4 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Ωστόσο, η UNESCO υπολογίζει τον αριθμό αυτό κοντά στα 6 δισεκατομμύρια. Σε γενικές γραμμές, η λεηλασία αρχαιοτήτων κατά τη διάρκεια στρατιωτικών και άλλων συγκρούσεων, καθώς και μετά από αυτές, δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση πρόσφατο φαινόμενο.
Διάφορες μελέτες, τόσο τρέχουσες όσο και δημοσιευμένες, συνδέουν τους διακινητές αρχαιοτήτων με ένα φάσμα σοβαρών εγκλημάτων, στα οποία περιλαμβάνεται η τρομοκρατία, η διαφθορά, το ξέπλυμα χρήματος, η πορνεία, το λαθρεμπόριο ναρκωτικών και, στις μέρες μας ακόμη περισσότερο, το ευρύτερο οργανωμένο έγκλημα».
Τα τέσσερα σπαράγματα των τοιχογραφιών, που παραδόθηκαν χθες θα παρουσιαστούν στο Βυζαντινό Μουσείο του Ιδρύματος Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ' μαζί με άλλα εκκλησιαστικά έργα τέχνης στην έκθεση (29 Ιανουαρίου-τέλος Ιουλίου) με θέμα: «Παλαιολόγειες αντανακλάσεις στην τέχνη της Κύπρου (1261-1489).
Με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ/sigmalive
σχόλια