Η άσκηση ποινικής δίωξης σε βάρος δύο εν ενεργεία ανώτατων ηγετικών στελεχών της μεγαλύτερης αυτοκινητοβιομηχανίας του κόσμου, Volkswagen, και μαζί με αυτούς και ενός πρώην διευθύνοντος συμβούλου με την κατηγορία της αποσιώπησης επιχειρηματικού ρίσκου δισεκατομμυρίων, ακόμη και ανάμεσα σε έμπειρους ανακριτές, ανακοινώθηκε πρόσφατα.
Ο Χέρμπερτ Ντις, ο Χανς Ντίτερ Πετς και ο Μάρτιν Βίντερκορν, τα τρία αυτά ονόματα αντιπροσωπεύουν το σημερινό και το παλαιότερο κέντρο εξουσίας του κολοσσού. Τα ονόματά τους βρίσκονται στο κατηγορητήριο 636 σελίδων. Μετά από έρευνες και καταθέσεις μαρτύρων που διήρκησαν πάνω από 3 χρόνια, οι διωκτικές αρχές του Μπραουνσβάιγκ είναι πεπεισμένες ότι η διοίκηση της VW δεν ενημέρωσε τον Σεπτέμβριο του 2015 για τα μεγάλα προβλήματα της εταιρείας πριν ξεσπάσει το σκάνδαλο παραποίησης των ρύπων στους ντιζεολκινητήρες.
Τόσο ο Πετς όσο και ο Ντις ακολούθησαν μια δική τους στρατηγική. Χωρίς να αποκαλύπτουν τις προσπάθειες διακανονισμού με τις αμερικανικές αρχές, αναφέρθηκαν στα τεχνικά προβλήματα όχι όμως και σε εξαπάτηση του κολοσσού απέναντι σε αρχές και πελάτες, σύμφωνα με το κατηγορητήριο. Η οργή των αμερικανικών αρχών για την τακτική των καθυστερήσεων ήταν αναμενόμενη. Η ζημιά που θα πρέπει να αντιμετωπίσει τώρα η διοίκηση της VW κυμαίνεται γύρω στα 39 δις ευρώ.
Αιτία της χρήση απαγορευμένου λογισμικού προκειμένου να περιοριστούν οι ρύποι, οι ανακριτές υποψιάζονται ότι είναι η αυστηροποίηση της αμερικανικής περιβαλλοντικής νομοθεσίας. Σύμφωνα πάντα με το κατηγορητήριο, η VW δεν κατόρθωσε να αναπτύξει έναν κινητήρα ντίζελ συμβατό με τα όρια που προβλέπονται στις ΗΠΑ και κατά συνέπεια η διοίκηση της VW θα έπρεπε να γνωρίζει ότι θα πλησίαζε θύελλα.
Στην περίπτωση του Βίντερκορν οι ανακριτές θεωρούν τον Μάιο του 2015 ως ημερομηνία που θα έπρεπε να ενημερώσει για τα προβλήματα, ενώ για τον Πετς, στις 29 Ιουνίου και το Ντίς στις 27 Ιουλίου του 2015. Εκείνη την ημέρα μάλιστα είχε οριστεί συνάντηση ανώτατων στελεχών, όπου έγινε αναφορά στα προβλήματα, αλλά σε πιο εύρος, είναι αμφιλεγόμενο.
Τελικά ωστόσο αρκετοί επενδυτές έχασαν τεράστια ποσά, όταν ξαφνικά, το φθινόπωρο του 2015, μέσα σε λίγες ημέρες κατέρρευσε η μετοχή της VW. Εισηγμένες στο χρηματιστήριο εταιρείες θα πρέπει να ενημερώνουν αμέσως τις αγορές, όταν διαπιστώνουν σημάδια που θα μπορούσαν να επηρεάσουν τη αξία της μετοχή τους.
Η χειραγώγηση της αγοράς είναι ένα οικονομικό έγκλημα που δεν μπορεί κανείς να υποτιμήσει ελαφρά τη καρδία. Ακόμη και η παράληψη ενημέρωσης για εξελίξεις τιμών στις μετοχές είναι ένα ποινικά κολάσιμο αδίκημα. Εάν αυτό γίνει, επισείει ποινή φυλάκισης μέχρι και 5 χρόνια ή αναλόγως χρηματική ποινή. Ο ανώτατος εισαγγελέας Κλάους Τσίε και η ομάδα του δεν έχουν καιρό για χάσιμο. Με το κουστούμι του ο Τσίε εμφανίστηκε ενώπιον τηλεοπτικών καμερών, διάβασε τη δήλωσή του κι εξαφανίστηκε προς το γραφείο του.
Κατά τη διάρκεια των χρονοβόρων ερευνών πολλές φορές προειδοποίησε τη VW να κρατήσει μια πιο διαφανή στάση. Πάντως για τον Στέφαν Μπράτσελ, καθηγητή στο Κέντρο Διαχείρισης της Αυτοκίνησης, ανεξαρτήτως έκβασης της ποινικής υπόθεσης, η αυτοκινητοβιομηχανία υποτίμησε εντελώς τις διαστάσεις της υπόθεσης και τις επιπτώσεις από το Dieselgate. Μάλιστα διαπιστώνει λανθασμένους χειρισμούς κυρίως του νυν διευθύνοντα συμβούλου και του επικεφαλής του εποπτικού συμβουλίου. «Το παρελθόν θα βαραίνει και το μέλλον της VW», προφήτεψε.
Πηγή: Deutsche Welle