Λιγότερο από 24 ώρες χώριζαν τη θριαμβευτική παγκόσμια πρεμιέρα της «Πρώτης Συμφωνίας» του Δημήτρη Παπαδημητρίου στο Μέγαρο με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών σε διεύθυνση Γιώργου Μπαλατσινού και του «Κοντσέρτου για βιολί» με σολίστα τον κορυφαίο βιολονίστα Τζούλιαν Ράχλιν από την πρεμιέρα της παιδικής μουσικής παράστασης Ο πετεινός και το ξόρκι της Αποκριάς, δύο πρωτότυπων παραμυθιών για αφηγητή και ορχήστρα, στο Θέατρο Τέχνης. Τα δύο καλλιτεχνικά γεγονότα είχαν κοινή αφετηρία, το Ελληνικό Σχέδιο, που ο γνωστός συνθέτης ίδρυσε πριν από περίπου δεκαοχτώ χρόνια.
Μια συζήτηση μαζί του και με τη σύντροφο και συνοδοιπόρο του, την ηθοποιό και τραγουδίστρια Βερόνικα Δαβάκη, αναπόφευκτα οδηγεί σε όλα εκείνα που από κοινού οραματίζονται και επάνω στα οποία δουλεύουν, υπηρετώντας την αναβίωση και την εξέλιξη της ελληνικής μουσικής και του ελληνικού θεατρικού λόγου. Αλλά το Ελληνικό Σχέδιο είναι πολύ περισσότερα πράγματα και μια ιστορία της οποίας ο Παπαδημητρίου θέλησε, στη συνάντησή μας, να κάνει έναν σύντομο απολογισμό, εξηγώντας τους στόχους του εγχειρήματος. Ξεκινήσαμε από τον τίτλο.
«Πολλοί απορούν γιατί το ονόμασα “Ελληνικό Σχέδιο”. Η πρώτη μου σκέψη είναι χιουμοριστική, αφορά μια αντινομία, καθώς το “ελληνικό” και το “σχέδιο” συνήθως δεν συμβαδίζουν. Ωστόσο, αυτή την αντινομία την είχα σκεφτεί ήδη από τα γυμνασιακά χρόνια, όταν είχα διαβάσει για το ελληνικό σχέδιο της Αικατερίνης της Μεγάλης. Aυτό ήταν μεγαλόπνοο βέβαια, εμείς είμαστε μια εταιρειούλα. Και εκεί είναι το δεύτερο αστείο. Η τσαρίνα ονειρευόταν την κατάργηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της επανίδρυσης της Νέας Βυζαντινής ως συνέχεια της πρώτης. Ήταν τόσο βέβαιη ότι θα πετύχαινε που βάφτισε Κωνσταντίνο τον δεύτερο γιο της ώστε όταν αναδεικνυόταν αυτοκράτορας να συμφωνεί με τις προφητείες – αυτό δεν συνέβη. Έγιναν πολλοί μακρόχρονοι πόλεμοι, πριν και μετά, η δική μας επανάσταση (με την υποκίνηση των Ρώσων εν πολλοίς), αλλά βυζαντινή αυτοκρατορία δεν ξανάγινε με τον γιο της αυτοκράτορα. Δηλαδή δεν ευτύχησε το Μεγάλο Ελληνικό Σχέδιο της Αικατερίνης αλλά… το πολύ μικρό δικό μας. Αντλώντας, λοιπόν, έμπνευση από την Ιστορία για το όνομα και μόνο, οραματίστηκα μια μικρή εταιρεία που έχει μόνο χορηγό το Ίδρυμα Ωνάση, αδελφάκι της Στέγης.
«Πρέπει να πω ότι το ρεμπέτικο ζει και βασιλεύει σήμερα. Όχι μόνο παίζονται παλιά ρεμπέτικα αλλά γράφονται και ωραία καινούργια. Έχουν εκλείψει οι συνθήκες; Όχι βέβαια! Δεν υπάρχει φτώχεια και καταπίεση;»
»Παρουσιάζουμε πράγματα με τα οποία η Στέγη συμφωνεί μεν, αλλά και έχουν συχνά μια άλλη αισθητική γλώσσα από τη δική της, δηλαδή ακολουθούμε μια παράλληλη πορεία που πάντα συμβαδίζει σε επίπεδο φιλοσοφίας αλλά συχνά διαφέρει αισθητικά. Έχουμε παρουσιάσει το έργο πάρα πολύ καλών συναδέλφων συνθετών (Νίκος Ξυδάκης, Τάσος Ρωσόπουλος, Μιχάλης Οικονόμου, Κωνσταντίνος Ευαγγελίδης, Άγγελος Αγγέλου, Κωστής Κριτσωτάκης, Νεφέλη Λιούτα, Φένια Χρήστου κ.ά.)· πραγματοποιήθηκε η εκτέλεσή του με μεγάλες ορχήστρες, το ηχογραφήσαμε και τα εκδώσαμε. Επίσης, παραγγείλαμε θεατρικά κείμενα και μεταφράσεις που έγιναν παραστάσεις από σημαντικούς ανθρώπους του θεάτρου, όπως ο Δήμος Αβδελιώδης, και έχουμε επικεντρωθεί στον “άγνωστο ελληνισμό”, δηλαδή το σπουδαίο μέρος του σύγχρονου ελληνισμού των τελευταίων 80-100 χρόνων που περνάει απαρατήρητο, όπως ο Παναΐτ Ιστράτι ή ο Λευκάδιος Χερν. Το αφιέρωμα στον τελευταίο περιλάμβανε την παραγωγή της μικρού μήκους ταινίας κινουμένων σχεδίων Η πηγή της νιότης του Ράπα που βασίζεται σε ένα μικρό ποίημά του. Ασχοληθήκαμε και με συνθέτες όπως ο Δημήτριος Λάγιος, ένας μεγάλος Έλληνας συνθέτης που πέθανε πολύ νέος, αλλά πρόλαβε να κάνει σπουδαία πράγματα, ή ο Σταύρος Κουγιουμτζής, που είναι μάλλον υποτιμημένος. Στόχος μας είναι να φέρουμε στο επίκεντρο πράγματα που το δικό μας γίγνεσθαι τα αφήνει παράμερα, ενώ είναι θησαυροί. Αυτός είναι ο ένας άξονας. Παραγγείλαμε τρία διηγήματα σε σύγχρονους συγγραφείς (τον Μιχάλη Γκανά, τον Γιώργο Κοροπούλη και τον Δημήτρη Καλοκύρη) και τα εκδώσαμε, οργανώσαμε φεστιβάλ ταινιών μικρού μήκους και πέντε φορές Αγώνες Ελληνικού Τραγουδιού.

»Τελευταία δισκογραφήσαμε δύο ακόμα CD, τη “Λαϊκή Απογευματινή” του Βαγγέλη Κορακάκη και της Βερόνικας Δαβάκη και το “Γκρεμιστής” με τον Κώστα Μακεδόνα, έναν κύκλο 7 τραγουδιών επάνω σε ποιήματα και στίχους των Κωστή Παλαμά, Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, Βύρωνα Λεοντάρη και Μάνου Ελευθερίου. Γενικά, η στάση μας είναι με τα λίγα που διαθέτουμε –και είναι λίγα γιατί ταυτόχρονα θέλουμε να είμαστε έντιμοι και δίκαιοι παραγωγοί– να κάνουμε το καλύτερο που μπορούμε. Δεν πιστεύουμε ότι η κότα πρέπει να πεινάει όταν της κλέβουμε τα ωραία της αυγά. Δηλαδή δεν γίνεται να αγαπάς τις τέχνες χωρίς να αγαπάς και τους καλλιτέχνες. Το Ελληνικό Σχέδιο είχε πάντα μια λαμπρή ομάδα συνεργατών. Τα τελευταία χρόνια παίρνω τεράστια βοήθεια από τη Βερόνικα Δαβάκη που συνδυάζει πάθος, βαθιά ακαδημαϊκή γνώση τριών τεχνών, του τραγουδιού, του θεάτρου και των εικαστικών, αφού και στα τρία έχει καλές σπουδές και πρωτογενή, πρακτική εμπειρία».
Ο σημαντικός συνθέτης ενέταξε στο Ελληνικό Σχέδιο και δικές του παραγωγές. Τα πρώτα του έργα μέχρι και τον «Ερωτικό Λόγο», που ήταν παραγγελία της Στέγης, ήταν εκτός του Σχεδίου, π.χ. το μεγαλεπήβολο Μόμπι Ντικ που παρουσιάστηκε αρχικά στο Παλλάς και μετά την πρώτη καραντίνα στο Christmas Theater. Μένουν λίγες ημέρες πριν από την έναρξη της μουσικής παράστασης Ρεμπέτικο: Επόμενος σταθμός «Δημοτικό Θέατρο Πειραιά», όπου θα ακουστούν για πρώτη φορά εντελώς άγνωστα τραγούδια του Γιάννη Παπαϊωάννου και του Παναγιώτη Τούντα, η «Λαϊκή Απογευματινή» και διασκευές ρεμπέτικων για δύο άρπες, μια ιδέα που πρωτοπαρουσίασε η Δαβάκη. Ο Δημήτρης Παπαδημητρίου λέει σχετικά:
«Φέτος ειδικά συνεχίζουμε την έρευνα και την εμβάθυνσή μας στο ρεμπέτικο τραγούδι, το οποίο θεωρώ ότι είναι η τέλεια φόρμα στην ελληνική μουσική. Μαζί με το δημοτικό-νησιώτικο δεν νομίζω να έχει πετύχει οτιδήποτε άλλο ξανά τέτοια απόλυτη αρτιότητα. Είμαστε ευτυχείς που βρήκαμε τραγούδια-θησαυρούς που δεν έχουν ξαναπαιχτεί. Ήταν τύχη αγαθή που ήρθαν σ’ εμάς να κάνουμε την πρώτη ανασύστασή τους, να ανταμείψουμε αυτούς που έκαναν την πολύχρονη έρευνα και να βρούμε να τα εκτελέσουν οι μεγαλύτεροι μουσικοί. Θα είχαμε και τριάντα του Μπαγιαντέρα, αλλά δυστυχώς έχουμε ακόμα προβλήματα δικαιωμάτων που δεν οφείλονται σε εμάς. Εγώ νιώθω περήφανος και ένα μικρό σύγκρυο όταν ξέρω ότι έχουμε δώδεκα καινούργια, άγνωστα τραγούδια του Παπαϊωάννου και δεκαοκτώ του Τούντα, ο οποίος είχε μουσική μόρφωση. Πρέπει να τα χαρίσουμε στον λαό μας, παίζοντάς τα όσο περισσότερο γίνεται. Και τώρα, βέβαια, στην πρωτεύουσα του ρεμπέτικου, τον Πειραιά! Βρήκαμε ιδιόχειρες σημειώσεις του Τούντα ή πιανιστών που “ξέραν νότες” και σημείωναν για χάρη τους τις νέες ιδέες τραγουδιών. Ιδιόχειρες σημειώσεις έχουμε του Τούντα. Σε αυτές διαφαίνεται ένας αληθινός μουσικός που έχει προβληματιστεί επάνω στη τραγουδιστική μουσική σύνθεση του σμυρναίικου και έχει εισαγάγει μελετημένη πολυτροπικότητα και πολυτονικότητα».
Γνωρίζοντας ότι το συνολικό μουσικό έργο του Παπαδημητρίου συνδέεται με την ποίηση και τη λογοτεχνία, συνειδητοποιώ ότι είναι κάτι που τον φέρνει ακόμα πιο κοντά στο ρεμπέτικο. Συμφωνεί και λέει σχετικά: «Υπάρχουν φορές που παθαίνεις σοκ γιατί αντιλαμβάνεσαι ότι στο ρεμπέτικο έχουν ειπωθεί πράγματα πιο καίρια και πιο λακωνικά απ’ ό,τι στην υψηλή ποίηση. Ο “Θερμαστής” του Μπάτη είναι μια τέτοια περίπτωση όπου οι στοίχοι, χωρίς βερμπαλισμούς και καμία λογοτεχνική αναζήτηση, είναι τόσο καίριοι όσο και ένα ποίημα του Καββαδία. Οι στιχουργοί του ρεμπέτικου δεν ήταν τελείως εκτός πραγματικότητας. Ακούγανε, διαβάζανε, βλέπανε τι γινόταν γύρω τους και καμιά φορά ακόμα και ένα μεγάλο ποίημα μπορεί να τους ενέπνεε».

Η Βερόνικα Δαβάκη, η οποία έχει ασχοληθεί ιδιαίτερα με το ρεμπέτικο, επισημαίνει: «Σχετικά με αυτό, σε όσα από αυτά τα τραγούδια του Τούντα έλειπαν οι στίχοι τούς έχουν προσθέσει ο Διονύσης Καψάλης, ο Γιώργος Κοροπούλης, ο Κώστας Φασουλάς, και σε ένα του Παπαϊωάννου, κατά προτροπή της Χρύσας Παπαϊωάννου, και ο Δημήτρης. Ήταν κάποια ημιτελή με μερικούς αρχικούς στίχους, ενώ κάποια είχαν μόνο τίτλο. Έκανα κι εγώ μια απόπειρα τέτοιας συμπλήρωσης, καθώς υπήρχαν μόνο οι πρώτοι στίχοι».
Αναρωτιέμαι ποια ρεμπέτικα τραγούδια θεωρούν κορυφαία, αν μπορούμε σήμερα να πούμε με βεβαιότητα λ.χ. κορυφαία τη «Συννεφιασμένη Κυριακή» του Βασίλη Τσιτσάνη. Ο Παπαδημητρίου μου λέει: «Υπάρχει και η “Φραγκοσυριανή”, όπως και τραγούδια του Μπαγιαντέρα, του Χατζηχρήστου και, πάνω απ’ όλα, του Βαμβακάρη, που είναι απίθανα». Η Δαβάκη, που έχει βραβευθεί με το Βραβείο Κουν για τον ρόλο της ως Μαρίκα Νίνου στο έργο Μαρίκα Νίνου: Σαν Άστρο, συμπληρώνει: «Νομίζω ότι έχουμε απομακρυνθεί αρκετά χρόνια από το ρεμπέτικο για να μπορούμε πλέον να το αντιμετωπίζουμε πιο καθολικά. Πέρα από τις κορυφές του, υπάρχει μια ολόκληρη και οροσειρά, από το ’30 και το ’40 μέχρι το ’70, δηλαδή το λαϊκό τραγούδι. Έχει σημασία να δεις πώς συνομιλεί ο Μητσάκης με τον Χιώτη, πώς ο Τσιτσάνης πατάει σε ένα τραγούδι του Βαμβακάρη για να το πάει παραπέρα, πώς τραγουδάει η Νίνου σε σχέση με τη Χασκίλ. Είναι ένας τεράστιος κόσμος».
Ωστόσο, ποιοι είναι οι λόγοι που επιβιώνει σήμερα; Ο συνθέτης εξηγεί: «Πρέπει να πω ότι το ρεμπέτικο ζει και βασιλεύει σήμερα. Όχι μόνο παίζονται παλιά ρεμπέτικα αλλά γράφονται και ωραία καινούργια. Έχουν εκλείψει οι συνθήκες; Όχι βέβαια! Δεν υπάρχει φτώχεια και καταπίεση; Θέλω να σκέφτομαι τα πράγματα ανάποδα. Από τη στιγμή που κάτι συμβαίνει, υπάρχει ο ιστορικός λόγος. Κάποιος σκέφτεται “ο πρωθύστερος σκεπτικιστής λέει ότι αυτό που συμβαίνει κακώς συμβαίνει, αφού δεν υπάρχει ιστορικός λόγος να το δημιουργήσει!”. Αυτό, βέβαια, είναι ένα σφάλμα στο οποίο υποπίπτω κι εγώ πολλές φορές. Δηλαδή, κάποιοι γράφουν ρεμπέτικα σήμερα και πρέπει απλώς να αναρωτηθούμε τι τους οδηγεί σε αυτό, όχι να το ακυρώνουμε». Η Δαβάκη προσθέτει: «Στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά οι συναυλίες μας δεν έχουν ούτε μουσειακή ούτε ακαδημαϊκή αντιμετώπιση. Μαζί με Παπαϊωάννου και Τούντα παρουσιάζουμε τον νέο δίσκο του Βαγγέλη Κορακάκη, που γράφει σήμερα στίχους και μουσική σε παραγωγή του Ελληνικού Σχεδίου, και έναν κύκλο γνωστών ρεμπέτικων τραγουδιών, διασκευασμένων για δύο άρπες και φωνή. Όλο αυτό συμβαίνει στη λογική της διασκευής, που σημαίνει ότι διατηρούμε ζωντανό και ζεστό τον πυρήνα και τη βαθύτερη ουσία κάθε τραγουδιού, ακολουθώντας μια νέα προσέγγιση. Έτσι αναδεικνύονται καινούργιες πτυχές, προστίθενται στο σήμερα νέα στοιχεία».
Γιατί δεν γράφετε ρεμπέτικα, ρωτάω τον Παπαδημητρίου. Μου απαντάει: «Έχω γράψει! Γενικότερα, πατάω περισσότερο στο ρεμπέτικο παρά στο λαϊκό. Πριν από τον Covid παρουσίασα έναν κύκλο ποιημάτων που τον ονόμασα, ως εσωτερικό αστείο, “Ο Μεγάλος Αιρετικός”. Πρόκειται για μια σειρά παγκόσμιων ποιητών, ανάμεσά τους οι Βιγιόν, Καβαλκάντι, Τζον Νταν, Μποντλέρ, Γέιτς, Καρυωτάκης, Ρίλκε, Αριστοφάνης –που είναι σαν ρεμπέτικο–, Γκανάς, Κοροπούλης, και άλλων σε στιγμές που έχουν τουλάχιστον “παράξενη” άποψη για τα πράγματα και τη ζωή. Το έπαιξα δύο χρονιές και την τρίτη ήρθε ο Covid. Αυτήν τη χρονιά τον “Αιρετικό Γ” τον ανεβάσαμε ως συναυλία στο YouTube, όπου είχε απρόσμενη επιτυχία με εκατοντάδες χιλιάδες θεάσεις, κι αυτό μου έκανε βέβαια εντύπωση. Αποφασίσαμε να ηχογραφήσουμε, λοιπόν, και τα προηγούμενα, δηλαδή τους “Αιρετικούς” Α και Β, κι έτσι θα έχουμε έναν μεγάλο κύκλο 28 τραγουδιών λίαν συντόμως».

Συνδεθήκατε καλλιτεχνικά στα πρώτα σας βήματα με τον Χατζιδάκι. Τι ήταν «ο «Μεγάλος Ερωτικός» για εσάς; «Από τις καλύτερες στιγμές του και από τα καλύτερα έργα που έχουν γραφτεί στην ελληνική μουσική. Όταν βγήκε, εμπορικά απέτυχε παταγωδώς. Πούλησε 600 κομμάτια, αλλά κάποιους τους ξένισε το αισθητικά προχωρημένο ύφος του. Δικαιώθηκε απόλυτα λίγα χρόνια μετά. Είναι ένα έργο που ουσιαστικά καθορίζει πολλά από τα τραγουδιστικά οράματα δικά μου αλλά και όλων των υπόλοιπων συνθετών εκείνης της εποχής που γνωρίζω, πριν και μετά από μένα. Ο Χατζιδάκις είναι 100% αυταπόδεικτος συγκριτικά με άλλους συνθέτες ίσης αξίας της εποχής. Δεν έχει εξωγενή στηρίγματα και ο “Μεγάλος Ερωτικός” είναι η αιχμή του δόρατος. Αλλά πρέπει να ξεχωρίσουμε τη λέξη “ερωτικός” από αυτό που αποκαλούμε σήμερα “ερωτικά τραγούδια” και αφορά τα αισθηματικά τραγούδια. Το ερωτικό στοιχείο το έχει σπουδαίο και ο Θεοδωράκης, ασχέτως εάν η εποχή και η κοινωνία τον “χρειάστηκε” περισσότερο στα πολιτικά τραγούδια».

Έχει ενδιαφέρον ότι ο Δημήτρης Παπαδημητρίου δραστηριοποιείται και στη συμφωνική μουσική. Ζητάω να μου μιλήσει γι’ αυτό: «Άλλο η συμφωνική μουσική, άλλο η συμφωνία. Η συμφωνία είναι μια φόρμα, η διά της μουσικής προσέγγιση φιλοσοφικών νοημάτων, σαν ένα μουσικό δοκίμιο. Μικρός, ελλείψει ορχήστρας, ασχολήθηκα με τα συνθεσάιζερ που φιλοδοξούσαν να παρέχουν έναν παρεμφερή όγκο. Παρόλη τη γοητεία που μου ασκεί ο ηλεκτρονικός ήχος, ακριβώς στο κομμάτι που απέτυχε να μιμηθεί τον φυσικό, τα συνθεσάιζερ με οδήγησαν ακόμα πιο φανατικά στη συμφωνική ορχήστρα. Δεν είναι πλέον μόνο η πληρότητα του ήχου, είναι η συνθετότητα του πίνακα. Γιατί να πετάξω μια τέτοια παλέτα; Αλλά το θέμα με την “κλασική” μας μουσική είναι ότι ιστορικά μάς λείπει το κεφάλαιο της εθνικής σχολής. Όταν λείπει αυτό το ιστορικό κεφάλαιο ο λαός δεν μπορεί να αντιληφθεί το έργο, αφού δεν κατανοεί την ξένη μουσική γλώσσα που του “μιλάει” ο συνθέτης. Η ωραιολογία ότι η μουσική είναι μια διεθνής γλώσσα είναι τελείως αβάσιμη. Η μουσική ως τέχνη είναι ένα παγκόσμιο φαινόμενο που αναπτύσσεται από τους διαφορετικούς λαούς με διαφορετικό τρόπο, εκφράζοντας τη διαφορετικότητά τους. Κάθε λαός έχει τη γλώσσα του και μόνο με εξοικείωση μεγάλη μπορεί να κατανοήσει ένα άλφα εθνικό ακροατήριο με ξένη μουσική γλώσσα, και δη μιας άλλης ιστορικής περιόδου. Αυτό που επιχειρώ είναι να συνθέσω ελληνική συμφωνική μουσική. Μια λόγια, δηλαδή σύνθετη μουσική γλώσσα, όπου το μελωδικό και ρυθμικό ιδίωμα θα είναι ελληνικό, απαλλαγμένο από φολκλορισμούς. Η χρησιμότητα αυτού του πράγματος θα είναι η δημιουργία μιας ισχύουσας συμφωνικής μουσικής γλώσσας που θα μπορούν να καταλάβουν οι Έλληνες. Όσοι μπορούν να ακούσουν έναν Χατζιδάκι, έναν Θεοδωράκη, έναν Μαμαγκάκη, θα την κατανοήσουν. Από αυτούς έγινε το τεράστιο βήμα που νομίζω ότι πρέπει να συνεχιστεί. Μόνο έτσι θα αποκτήσουμε φυσικό κοινό όπως οι ξένες χώρες, δηλαδή μόνο όταν γραφτεί ισχύουσα συμφωνική μουσική, αποφολκλοροποιημένο πλέον ελληνικό μουσικό ιδίωμα. Και λέω “ισχύουσα” διότι απλά η παρουσία εκατό οργάνων για να παίξουμε όλοι μαζί τις ίδιες νότες, ενώ θα αρκούσε και θα περίσσευε μια απλή κιθάρα, δεν μετατρέπει τη συναυλία αυτή σε συναυλία συμφωνικής μουσικής αλλά τα απλά και ίσως πολύ όμορφα τραγούδια σε “βλαχιά” απίστευτου μεγέθους».

Το Ελληνικό Σχέδιο κάνει και παιδικό θέατρο! Η Βερόνικα Δαβάκη έχει σημαντική πορεία στο παιδικό θέατρο, ενώ, μαζί με συναδέλφους της, έχει δημιουργήσει την ομάδα Φλου. Εξηγεί: «Επί Covid η ΕΡΤ ξεκίνησε θέατρο στο ραδιόφωνο. Πέντε ηθοποιοί διασκευάζαμε λαϊκά παραμύθια απ’ όλο τον κόσμο, τα σκηνοθετούσαμε, κάναμε μουσική επιμέλεια και τέλος παίζαμε και ηχογραφούσαμε. Είναι τρομερά ενδιαφέρον να συστήνεις καταρχάς στα παιδιά τον κόσμο του ήχου γιατί είμαστε, γενιές τώρα, σκλάβοι της εικόνα. Ενώ, αν εμπιστευτείς τον ήχο, αφήνεσαι σε μια εξαιρετικά δημιουργική για τη φαντασία διαδικασία. Η τωρινή μας παράσταση στο Θέατρο Τέχνης είναι παραγγελία παραμυθιών στον Κώστα Φασουλά και στην ομάδα Φλου. Επάνω σε αυτά τα κείμενα κλήθηκαν να γράψουν μουσική ο Άγγελος Αγγέλου και ο Τάσος Ρωσόπουλος. Πρόκειται για δύο μισάωρα παραμύθια για αφηγητή και 12μελή ορχήστρα, τους Venus. Είναι μια τρομερή ευκαιρία για τα παιδιά να μυηθούν στον κόσμο της ορχηστρικής μουσικής. Πρόκειται για ένα έργο που διατηρεί την παιδικότητά του και προτείνει στα παιδιά μια νέα φόρμα».
Ρωτάω αν υπάρχει κάποιο απαιτητικό όνειρο για το μέλλον και ο Παπαδημητρίου μου απαντάει: «Υπάρχει κάτι στο οποίο ως έναν βαθμό με οδηγεί η Βερόνικα. Παρατηρώντας τη δική της σπουδαία εξέλιξη, αλλά μέσα από τον κύκλο της, τις δυσκολίες ενός νέου μουσικού σήμερα, αναγνωρίζω την ανάγκη επανάληψης των Αγώνων Τραγουδιού. Έχουν γίνει πέντε φορές επί μία πενταετία, αλλά σταμάτησαν για δεκαπέντε χρόνια. Αναδείχτηκαν δεκάδες σοβαροί άνθρωποι που εργάζονται με επιτυχία σε όλους τους χώρους. Δεν εννοώ, φυσικά, το γνωστό νεολαϊκό είδος τραγουδιού. Εάν λειτουργούσε σωστά η βιομηχανία τραγουδιού, σήμερα θα ήταν ίσως πολύ πλουσιότεροι, παρ’ όλα αυτά, όπου χρειάζονται σοβαροί συνθέτες και στιχουργοί, “δικά μας” παιδιά χρησιμοποιούνται».
Η Βερόνικα Δαβάκη συμπληρώνει: «Ξέρετε, το Σχέδιο είναι μια μη κερδοσκοπική εταιρεία. Σήμερα, συνθέτες και στιχουργοί, νέοι αλλά και μεγαλύτεροι με επιτυχίες, είναι καταδικασμένοι στη φτώχεια. Δεν υπάρχει κανένας μηχανισμός να τους στηρίξει, ιδιωτικός ή κρατικός. Δεν υπάρχει τρόπος ένας μεγάλος ποιητής να βγάλει με ασφάλεια τα προς το ζην. Είναι σαν κανείς να μην τους χρειάζεται! Το Ελληνικό Σχέδιο υπάρχει εξίσου για τους Έλληνες δημιουργούς και για την ίδια την ελληνική μουσική».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.