Μέχρι και το τέλος Ιουνίου, όσοι ζούμε στην Ελλάδα εργαζόμασταν για να πληρώσουμε τους ετήσιους φόρους, τις εισφορές και μόνο από τις αρχές Ιουλίου αρχίσαμε να εργαζόμαστε για τα προς το ζην.
Αναλυτικά, το 2022, οι Έλληνες έπρεπε να εργαστούν για 181 από τις 365 ημέρες του χρόνου για να πληρώσουν φόρους και εισφορές στο Δημόσιο, και η Ημέρα Φορολογικής Ελευθερίας ήρθε φέτος την 1η Ιουλίου. Αυτό είναι πρακτικά το «ορόσημο» της συγκεκριμένης ημέρας, σύμφωνα με τη μελέτη που εκπονεί για 8η χρονιά το Κέντρο Φιλελεύθερων Μελετών - Μάρκος Δραγούμης (ΚΕΦίΜ).
Εάν συνυπολογιστεί και το δημοσιονομικό έλλειμμα του 2022, το οποίο θα κληθούν να πληρώσουν μελλοντικές γενιές, τότε θα έπρεπε να εργαστούμε μέχρι την 20η Ιουλίου για να πληρώσουμε φόρους, εισφορές και ελλείμματα», σημειώνεται στο εισαγωγικό σημείωμα της έκθεσης.
Σε σύγκριση με την περσινή χρονιά το 2022 εργαστήκαμε 2 ημέρες λιγότερες για να πληρώσουμε φόρους και εισφορές (Ημέρα Φορολογικής Ελευθερίας 2021 ήταν η 3η Ιουλίου).
Το αποτύπωμα της μνημονιακής δεκαετίας πέφτει βαρύ, καθώς «από το 2010 ως το 2020 προστέθηκαν 25 επιπλέον ημέρες εργασίας για το κράτος, μία αύξηση που είναι η δεύτερη μεγαλύτερη ανάμεσα σε 28 ανεπτυγμένες ευρωπαϊκές οικονομίες».
Το 2020 η Ελλάδα είχε μία από τις μεγαλύτερες φορολογικές επιβαρύνσεις στην Ευρώπη, ενώ παράλληλα κατέγραφε υψηλό μέγεθος παραοικονομίας (7η χειρότερη επίδοση), χαμηλή ανταγωνιστικότητα φορολογίας επιχειρήσεων (8η χειρότερη επίδοση), υψηλή ανισότητα (7η χειρότερη επίδοση) και υψηλό ποσοστό πολιτών κάτω από το όριο της φτώχειας (9η χειρότερη επίδοση) ανάμεσα στις 29 ανεπτυγμένες ευρωπαϊκές οικονομίες που εξετάζονται.
Μελετώντας επίσης τις προβλέψεις της εισηγητικής έκθεσης του Προϋπολογισμού, οι συντάκτες του ΚΕΦίΜ καταλήγουν και σε μερικές ακόμη διαπιστώσεις για την τρέχουσα χρονιά, όπως ότι τα συνολικά έσοδα από φόρους και ασφαλιστικές εισφορές το 2022 αναμένεται να ανέλθουν στα Euro76,2 δισ., τα οποία κατανέμονται ως εξής: 32 δισ. από έμμεσους φόρους (δηλαδή το 42% των συνολικών εσόδων από φόρους και ασφαλιστικές εισφορές), 17,8 δισ. από άμεσους φόρους (ήτοι το 23,4% των συνολικών εσόδων από φόρους και ασφαλιστικές εισφορές), 26,1 δισ. από ασφαλιστικές εισφορές (το 34,3% των εσόδων από φόρους και ασφαλιστικές εισφορές), και 170 εκατ. από φόρους επί του κεφαλαίου (ποσό που αντιστοιχεί στο 0,2% των εσόδων από φόρους και ασφαλιστικές εισφορές).
«Παρά τις μειώσεις σε φόρους και εισφορές που έχει εφαρμόσει η κυβέρνηση, είναι σαφές ότι το πρόβλημα της υπερφορολόγησης παραμένει» σχολίασε ο πρόεδρός του ΚΕφιΜ Αλέξανδρος Σκούρας. «Οι Έλληνες φορολογούμενοι συνεχίζουν να πληρώνουν κάθε χρόνο έναν πολύ ακριβό λογαριασμό στο κράτος και παραμένουν απογοητευμένοι από την ποιότητα των υπηρεσιών που αυτό τους επιστρέφει».