Όποιος έχει περάσει το κατώφλι του Βασιλικού Μουσείου Καλών Τεχνών της Αμβέρσας, έχει βρεθεί μπροστά σε συναρπαστικούς θησαυρούς της τέχνης.
Έργα του Μπρέγκελ και του Ρούμπενς, έργα του Μαγκρίτ και του Ροντέν, συλλογές πινάκων, γλυπτών και σχεδίων δημιουργημένων από τον 14ο ως τον 20ό αιώνα, μια συλλογή που απαρτίζεται από περίπου 7.600 αντικείμενα, πολλά από αυτά κυριολεκτικά στριμωγμένα και κρεμασμένα στους σκουρόχρωμους τοίχους του.
Το μεγαλοπρεπές κτίριο του μουσείου, ένα δείγμα τολμηρής φλαμανδικής αρχιτεκτονικής, σχεδιάστηκε από τους Γιάκομπ Βίντερς και Φρανς φαν Ντάικ, άνοιξε τις πόρτες του στο κοινό 1894 και αποτελούσε τότε επέκταση της πόλης, στην μια άκρη της Αμβέρσας, και της αστεροειδούς μορφής της.
Η ιστορία του μουσείου ξεκινά πολύ νωρίτερα από την κτίση του έχοντας τις ρίζες της στην πιο διάσημη συντεχνία ζωγράφων της εποχής, τη Συντεχνία του Αγίου Λουκά που λειτουργούσε από το 1382.
Τα μέλη της Συντεχνίας δώριζαν έργα στη συντεχνία τους, που αποτέλεσε και έναν σημαντικό πυρήνα της συλλογής του μουσείου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, ο Ρούμπενς που δώρισε τον πίνακά του Οικογένεια με παπαγάλους (1614) και κοσμούσε στη συνέχεια την κεντρική αίθουσα του μουσείου που φέρει το όνομά του (Rubens gallery).
Η συνηθισμένη πρακτική του μουσείου ήταν να δωρίζουν οι ζωγράφοι έργα τους και η συλλογή μεγάλωσε αξιοσημείωτα γρήγορα. Γιάκομπ Γιόρντενς, Κορνέλις ντε Φος, Χανς Μέμλινγκ, Ρόχιερ φαν ντερ Βάιντεν και Γιαν βαν Άικ, ο ανθός των Φλαμανδών ζωγράφων παρήλαυναν στις αίθουσές του, όπως και έργα των Ενγκρ και Ζακ Λουί Νταβίντ.
Με κεντρικό κορμό τα έργα του Ρούμπενς, του πιο διάσημου τέκνου της Αμβέρσας, το μουσείο λειτούργησε με άφθονα έργα και μικρούς χώρους μέχρι το 2003 που το ολλανδικό αρχιτεκτονικό γραφείο KAAN ανέλαβε τη ριζική ανακαίνιση και την επέκτασή του.
Το KMSKA, όπως είναι γνωστό το βελγικό μουσείο, χρειαζόταν ένα γερό «λίφτινγκ», με ένα έργο που αποδείχτηκε εξαιρετικά περίπλοκο και επιδιώκει να φέρει σε πρώτο πλάνο την παραμελημένη γοητεία του κτιρίου του 19ου αιώνα.
Η τέχνη επτά αιώνων έπρεπε όχι μόνο να βρει νέες θέσεις αλλά και να «αναπνεύσει μέσα στους χώρους και οι επισκέπτες να μπορούν να πλησιάσουν και να δουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τα αριστουργήματα σε όλο το φως που τα περιβάλλει».
Οι αρχιτέκτονες βρέθηκαν μπροστά σε πολλές προκλήσεις. Έπρεπε να αναδείξουν την αξία της κληρονομιάς του κτιρίου μη αγγίζοντας την υπέροχη εξωτερική δομή του και να βάλουν στοιχεία των σύγχρονων μουσείων του 21ου αιώνα, ενσωματώνοντας εμβληματικές αντιθέσεις στις διαστάσεις, το φως και την ατμόσφαιρα και δημιουργώντας ευέλικτους χώρους για να υποδεχθούν μελλοντικές εκθέσεις.
Η δομή του νέου μουσείου που είναι έτοιμο να παραδοθεί στο κοινό μόλις η πανδημία υποχωρήσει περιλαμβάνει έναν δημόσιο χώρο ως προθάλαμο, κεντρικούς εκθεσιακούς χώρους και γραφεία στο πίσω μέρος του κτιρίου. Η συγκλονιστική κεντρική δρύινη σκάλα συντηρήθηκε και διατηρήθηκε άθικτη όπως και οι δρύινες πόρτες στην αίθουσα της εισόδου.
Η ανακαίνιση προβλέπει πολλούς νέους χώρους, ένα καφέ, ένα αμφιθέατρο και ένα βιβλιοπωλείο που θεωρητικά θα αυξήσουν τα έσοδα του μουσείου, ενώ οι επισκέπτες μπορούν να ακολουθήσουν δυο διαφορετικές διαδρομές και εμπειρίες: μία, ανεβαίνοντας τη μεγάλη σκάλα, που οδηγεί στον κύριο όροφο του ανακαινισμένου μουσείο του 19ου αιώνα ή συνεχίζοντας στο ισόγειο που οδηγεί τους επισκέπτες στο νέο μουσείο του 21ου αιώνα.
Και ενώ τα ανακαινισμένα μέρη του παλιού μουσείου διατηρούν τους σκουρόχρωμους τοίχους με σκούρο ροζ, πράσινο και κόκκινο χρώμα και την αρχοντική ομορφιά των γύψινων διακοσμητικών, οι αίθουσες στο ισόγειο, ολόλευκες, αποτελούν εκθεσιακούς χώρους, όπου το φως της ημέρας εισέρχεται μέσω των βιτρό της οροφής και δημιουργούν έναν εντελώς αυτόνομο χώρο.
Επίσης εντυπωσιακή είναι η κατασκευή περιστρεφόμενων ή κινούμενων τοίχων που επιτρέπουν την μεταφορά μεγάλων έργων τέχνης ανεμπόδιστα.
Ο στόχος του μουσείου είναι οι επισκέπτες να βλέπουν θησαυρούς της τέχνης με ιστορία αιώνων και να αισθάνονται θεατές του 21ου αιώνα σε ένα περιβάλλον που τα πολύτιμα και διάσημα έργα τέχνης μπορεί να διαβαστούν ξανά και με νέο τρόπο.