«Δεν θα μπορούσα ποτέ να είμαι ερωμένη του», λέει για τον Πικάσο η μούσα του, Σιλβέτ Νταβίντ (Sylvette David).
Η 89χρονη γυναίκα που σήμερα ονομάζεται Λίντια Κόρμπετ (Lydia Corbett) και ετοιμάζεται να εκθέσει έργα της στην Kunsthalle Messmer στη Γερμανία, στην οποία συμμετέχουν επίσης η Νίκι ντε Σεντ Φαλ και η Ελβίρα Μπαχ, ήταν 19 ετών όταν γνώρισε τον Πικάσο, την άνοιξη του 1954. Ο καλλιτέχνης μαγεύτηκε τόσο από την ομορφιά της –και τη διάσημη πλέον αλογοουρά της– που έφτιαξε τουλάχιστον εξήντα πορτρέτα της.
Η γνωριμία τους έγινε στο Vallauris, κοντά στο στούντιο Madoura του καλλιτέχνη. Ο Πικάσο μπήκε να αγοράσει δυο καρέκλες από το εργαστήριο του φίλου της, ενός νεαρού σχεδιαστή επίπλων που λεγόταν Τόμπι Τζέλινεκ. Όταν η Σιλβέτ και ο φίλος της τού πήγαν τις καρέκλες στο σπίτι, ενθουσιάστηκαν από τη γνωριμία μαζί του.
Η ντροπαλή νεαρή, που δεν μιλούσε καθόλου, ήταν μια 19χρονη φοιτήτρια τέχνης που μάζευε τα ξανθά μαλλιά της σε ψηλή αλογοουρά. Η εμφάνισή της άρεσε στον Πικάσο. Λίγο αργότερα τους επισκέφθηκε στο στούντιο του Τζέλινεκ με ένα πορτρέτο που της είχε φτιάξει. Ήταν η αρχή μιας φιλίας.
Η Σιλβέτ συμφώνησε να του ποζάρει και τους επόμενους τρεις μήνες έγινε το θέμα περίπου 60 πινάκων, κεραμικών και γλυπτών του καλλιτέχνη. Θυμάται εκείνες τις μέρες έντονα και τις αποκαλεί «υπέροχες». «Ήταν ευγενικός και μου έμαθε τόσα πολλά για την τέχνη. Ήμουν πολύ σοβαρό παιδί και συνήθιζε να κάνει αστεία για να με κάνει να γελάσω. Μια φορά σχεδίασε μια αράχνη σε ένα κομμάτι χαρτί και την έβαλε στο πάτωμα και μετά πήδηξε πάνω της τρομαγμένος!».
Την εποχή εκείνη ο Πικάσο βρισκόταν σε ένα δύσκολο ερωτικό τρίγωνο μεταξύ της συζύγου του, Φρανσουάζ Ζιλό, και της νέας του ερωμένης, Ζακλίν Ροκ, που εργαζόταν στα εργαστήρια κεραμικής της Madoura. Η Σιλβέτ υποψιάζεται ότι αυτές οι ήσυχες συναντήσεις μαζί της ήταν σαν ανάπαυλα. «Δεν θα μπορούσα ποτέ να είμαι ερωμένη του, φοβόμουν πολύ τους άντρες. Νομίζω κατάλαβε ότι είχα πληγωθεί στο παρελθόν».
Όταν εκτέθηκαν οι πίνακες, η Σιλβέτ έγινε διάσημη από τη μια μέρα στην άλλη και το σπίτι της στο Vallauris πολιορκήθηκε από φωτογράφους. «Συνήθιζα να κρύβομαι στο ντουλάπι», λέει. Εμφανίστηκε στο «Paris Match» και στο περιοδικό «Elle». Η Μπριζίτ Μπαρντό αντέγραψε το χτένισμά της και τον τρόπο που ντυνόταν. Άνδρες της έστειλαν προτάσεις γάμου. Ο Ζακ Τατί της ζήτησε να είναι στην επόμενη ταινία του. «Ήμουν τόσο συνεσταλμένη, που όλα αυτά τα έβρισκα υπερβολικά».
Οι φωτογραφίες της που τραβήχτηκαν εκείνη την εποχή από τον φίλο του Πικάσο, Αντρέ Βιλέρ, αποκαλύπτουν μια σοβαρή νεαρή γυναίκα, ανήσυχη για τον θόρυβο που είχε άθελά της προκαλέσει.
Γεννημένη στο Παρίσι το 1934, η Σιλβέτ ήταν κόρη ενός Γάλλου εμπόρου έργων τέχνης και μιας Αγγλίδας καλλιτέχνιδας. Μεγάλωσε στην Προβηγκία και σε ένα μικρό νησί στα ανοιχτά της Κυανής Ακτής. Η αντισυμβατική ζωή της οικογένειας διακόπηκε από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Στα 16, εκείνη και ο αδελφός της στάλθηκαν στο προοδευτικό Summerhill School στην Αγγλία, αφού η μητέρα της είχε διαβάσει το βιβλίο του Α. Σ. Νιλ, «The Problem Child». «Έλεγαν ότι τα παιδιά πήγαιναν εκεί ως διαβολάκια και έβγαιναν άγγελοι. Νομίζω ότι αυτό ισχύει», λέει.
Η ελευθερία του σχολείου τής ταίριαζε πολύ. «Έμενες μόνος, μπορούσες να πας στα μαθήματα ή όχι. Πήγαινα μόνο στα μαθήματα του ποιητή και τραγουδιστή Άιβορ Κάτλερ επειδή ήταν υπέροχος, πολύ διασκεδαστικός και μιλούσε γαλλικά. Πίναμε ένα φλιτζάνι τσάι. Νομίζω ότι έπρεπε να μου διδάξει γεωγραφία, αλλά αντ' αυτού έπαιζε φυσαρμόνικα και τραγουδούσε αστεία τραγούδια».
Γνώρισε τον Τόμπι Τζέλινεκ στο Summerhill και εκείνος την ακολούθησε στη νότια Γαλλία, όπου ζούσε η μητέρα της, κοντά στο στούντιο Madoura του Πικάσο. «Ο Τόμπι και ο Πικάσο συνήθιζαν να μιλούν ενώ εγώ καθόμουν στο έδαφος παίζοντας με το γρασίδι», λέει. «Υπάρχει μια θαυμάσια φωτογραφία μου που απεικονίζει αυτήν τη σκηνή, η οποία τώρα βρίσκεται στο Ινστιτούτο Τέχνης του Σικάγο», λέει.
Ως πληρωμή για τις συναντήσεις στις οποίες πόζαρε, ο Πικάσο άφησε τη Σιλβέτ να επιλέξει έναν πίνακα. Επέλεξε ένα ασπρόμαυρο προφίλ το οποίο, όπως είπε, «έμοιαζε περισσότερο σαν φωτογραφία». Αργότερα το πούλησε, όταν ο Τζέλινεκ νοσηλεύτηκε με φυματίωση.
Ο Πικάσο της έδωσε επίσης ένα αντίτυπο του 1954 του παρισινού περιοδικού τέχνης «Verve» – ένα ειδικό διπλό τεύχος το οποίο αναπαρήγαγε 180 σχέδια του Πικάσο που έγιναν στο Vallauris το 1953 και στις αρχές του 1954. Το περιοδικό κυκλοφόρησε μαζί με μια επιλογή φωτογραφιών από τον Βιλέρ και τον Έντουαρντ Κουίν.
Ο οίκος δημοπρασιών Sotheby's στην ηλεκτρονική πώληση «Picasso Ceramics» δημοπράτησε ένα κεραμικό μπολ του Πικάσο που απεικονίζει τη Σιλβέτ, ένα έργο που βγήκε για πρώτη φορά σε δημοπρασία, μαζί με δυο δικά της έργα που τα έχει υπογράψει ως Λίντια Κόρμπετ. Ο πρώτος πίνακας, μια αυτοπροσωπογραφία, τη δείχνει να κρατά μια κόκκινη παπαρούνα με δάκρυα να τρέχουν στο πρόσωπό της. «Το ζωγράφισα τον Νοέμβριο του 2022, κοντά στην Ημέρα Μνήμης», λέει. «Σκεφτόμουν τον παππού μου, που ήταν στρατιώτης στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, και έπρεπε να μαζέψει τους τραυματίες από τα πεδία των μαχών. Πόσο θλιβερός μπορεί να είναι ο πόλεμος».
Ο Τζέλινεκ και η Σιλβέτ χώρισαν στις αρχές της δεκαετίας του 1960 και εκείνη στη συνέχεια παντρεύτηκε τον Ρόντον Κόρμπετ, έναν φοιτητή τέχνης που γνώρισε στο Παρίσι όταν ήταν 28 ετών. Τον ακολούθησε στην Αγγλία με τη μικρή κόρη της Ίζαμπελ και η οικογένεια μετακόμισε στο Ντέβον, όπου ζει ακόμα και σήμερα.
Άρχισε να ζωγραφίζει ξανά σε ηλικία 45 ετών, όταν χώρισε. Λέει ότι οι επιρροές της είναι ποικίλες, συμπεριλαμβάνοντας μεταξύ άλλων τις πρώιμες ιταλικές τοιχογραφίες της Αναγέννησης, τον ρομαντικό ποιητή και ζωγράφο Ουίλιαμ Μπλέικ και τον Μαρκ Σαγκάλ.
Τώρα, στα 89 της, ζωγραφίζει ακόμα καθημερινά, έχοντας μετατρέψει το γκαράζ της σε στούντιο. Η όρασή της δεν είναι τόσο καλή όσο ήταν κάποτε, γι' αυτό προτιμά να ζωγραφίζει με μαύρο ινδικό μελάνι: «Λατρεύω αυτή την τεχνική, κάτι που έμαθα από τον Πικάσο».
Είναι αιώνια ευγνώμων στον Πικάσο. «Ήμουν πολύ τυχερή που κάθισα να ποζάρω και τον γνώρισα», λέει. «Μου έδωσε τη ζωή μου και θα είμαι για πάντα ευγνώμων».