Ένας Αμερικανός επέστρεψε 19 αρχαιότητες στις τέσσερις χώρες από τις οποίες προέρχονταν, αφού διάβασε δημοσιεύματα στον Guardian σχετικά με τον επαναπατρισμό λεηλατημένων αρχαιοτήτων.
Ο Τζον Γκόμπερτς, που ζει στην Ουάσιγκτον, συνειδητοποίησε ότι τα αρχαία αντικείμενα αξίας έως και 80.000 λιρών -συμπεριλαμβανομένων δύο κυπριακών αγγείων του 7ου και 8ου αιώνα- που είχε κληρονομήσει από τη γιαγιά του θα μπορούσαν να προέρχονται από παράνομες ανασκαφές, επειδή δεν έχουν ιστορικό συλλογής.
Ήθελε να πράξει το σωστό νομικά και ηθικά επιστρέφοντας τα αντικείμενα στην Ιταλία, την Ελλάδα, την Κύπρο και το Πακιστάν αντίστοιχα. Και μετά από συμφωνία με τα δύο αδέλφια του, τα επέστρεψε.
«Μου φάνηκε ότι αυτό ήταν το σωστό... Διάβασα ιστορίες για τον επαναπατρισμό και σκέφτηκα: έχουμε αυτά τα κομμάτια ηλικίας 2.500 ετών από άλλες χώρες- θα πρέπει να ψάξουμε αν μπορούμε να τα επιστρέψουμε», λέει.
Ωστόσο χωρίς να έχει ιδέα πώς να επαναπατρίσει τις αρχαιότητες, αρχικά φοβήθηκε ότι θα μπορούσε να έχει προβλήματα με τις αρχές επειδή ενδεχομένως θα πίστευαν ότι είχε λεηλατήσει τα αντικείμενα στην κατοχή του.
Στα σχετικά δημοσιεύματα του Guardian παρατήρησε ότι είχε μιλήσει ο καθηγητής Χρήστος Τσιρογιάννης, πρώην αρχαιολόγος πεδίου στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ και ειδικός σε θέματα αρχαιοτήτων και δικτύων διακίνησης, οπότε απευθύνθηκε σε εκείνον για συμβουλές.
Με έδρα το Κέιμπριτζ, ο καθηγητής Τσιρογιάννης είναι επικεφαλής της έρευνας για την παράνομη διακίνηση αρχαιοτήτων στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο στην Κέρκυρα. Σε διάστημα 15 ετών, έχει εντοπίσει περισσότερα από 1.600 λεηλατημένα αντικείμενα σε οίκους δημοπρασιών, γκαλερί, ιδιωτικές συλλογές και μουσεία, ειδοποιώντας τις αστυνομικές αρχές και τις κυβερνήσεις και διαδραματίζοντας σημαντικό ρόλο στον επαναπατρισμό αρχαιοτήτων.
Μεταξύ αυτών περιλαμβάνεται ένα αρχαίο ελληνικό χάλκινο άλογο, το οποίο ο οίκος Sotheby's στη Νέα Υόρκη επρόκειτο να πουλήσει το 2018, μέχρι που ο Τσιρογιάννης ενημέρωσε τις αρχές για τους δεσμούς του με έναν διαβόητο Βρετανό έμπορο αρχαιοτήτων. Το 2020, ο οίκος Sotheby's έχασε τη δικαστική προσφυγή και ο υπουργός Πολιτισμού της Ελλάδας χαιρέτισε την απόφαση του δικαστηρίου ως σημαντική νίκη για τις χώρες που αγωνίζονται να διεκδικήσουν τις αρχαιότητες.
Ο Τσιρογιάννης είπε ότι ο Γκόμπερτς δίνει ένα εξαιρετικό παράδειγμα. «Ήρθε σε εμένα, κάτι που συμβαίνει για πρώτη φορά για ιδιοκτήτη μη αποδεδειγμένων αρχαιοτήτων, ζητώντας συμβουλές για να κάνει το σωστό», είπε.
«Είναι μια θαυμάσια περίπτωση ανθρώπου που το έκανε επειδή είχε διαβάσει τα άρθρα του Guardian. Δείχνει πώς τέτοια δημοσιεύματα ευαισθητοποιούν και φέρνουν πραγματικά αποτελέσματα. Μου έστειλε φωτογραφίες των αρχαιοτήτων, οι οποίες ήταν σαφώς αυθεντικές».
Αναγνώρισε κάθε αρχαιότητα, αναφέροντας τη χώρα στην οποία θα έπρεπε να επιστραφεί. «Δώδεκα αντικείμενα ανήκουν στην Ελλάδα, τέσσερα στην Ιταλία, ένα στο Πακιστάν και δύο στην Κύπρο. Τον συμβούλεψα να τα επιστρέψει», είπε.
«Του είπα: "Αν ακολουθήσεις τη συμβουλή μου, δεν θα έχεις κανένα πρόβλημα και θα γίνεις παράδειγμα προς μίμηση και για άλλους. Τα τυλίγεις σε ένα κουτί για κάθε χώρα και πηγαίνεις στις πρεσβείες τους. Σε παρακαλώ, χρησιμοποίησε το όνομά μου - αυτό θα σε προστατεύσει. Ο πιο ειλικρινής τρόπος είναι ο ευθύς».
Τα αντικείμενα περιλάμβαναν δύο κεραμικά πιάτα του 4ου αιώνα διακοσμημένα με ακροβάτες από ζωγράφους της Νότιας Ιταλίας - ένα «ασυνήθιστο θέμα», όπως είπε - ένα αγγείο του 4ου αιώνα που χρησιμοποιούνταν σε αρχαιοελληνικές γαμήλιες τελετές, και ένα πέτρινο ανάγλυφο θραύσμα που απεικονίζει τους πιστούς του Βούδα, σκαλισμένο τον 2ο ή 3ο αιώνα.
Ο Γκόμπερτς είναι σύμβουλος μη κερδοσκοπικών οργανισμών. Η γιαγιά του Γκιζέλα Σνάιντερ- Σέρμαν, με καταγωγή από Γερμανία και Ολλανδία, πέθανε το 1992, σε ηλικία 98 ετών. Συμμετείχε ενεργά σε διάφορες ανασκαφές, ιδίως στην Ιταλία και την Ελλάδα τις δεκαετίες του 1950 και 1960, και δημοσίευσε επιστημονικές εργασίες.
Ο εγγονός της είπε: «Δεν έχω ιδέα πώς απέκτησε αυτά τα αντικείμενα. Ήταν απόλυτα τυπική και αξιοπρεπής. Αλλά υπήρχαν άλλοι άγραφοι κανόνες εκείνη την εποχή. Αυτά τα αντικείμενα ήταν η εμμονή της, ολόκληρη η ύπαρξή της».
Κάποια από τα αντικείμενα συνοδεύονταν από αποδείξεις, αλλά ο Τσιρογιάννης κατάλαβε αμέσως τις σχέσεις τους με γνωστούς Έλληνες εμπόρους παράνομων αρχαιοτήτων στις δεκαετίες του 1950 και 1960. «Οπότε, αυτό με θορύβησε ακόμη περισσότερο για να τα επαναπατρίσει αμέσως», είπε.
Ο Γκόμπερτς δήλωσε: «Χτύπησα τις πόρτες των πρεσβειών και είπα "έχω μια παράδοση". Είπα: "Θέλω να επαναπατρίσω αυτά τα πράγματα"».
Οι χώρες έδειξαν την εκτίμησή τους, με ευχαριστήρια σημειώματα προς τον Γκόμπερτς και τον Τσιρογιάννη.
«Αυτή η υπόθεση θα δείξει σε άλλους που θέλουν να κάνουν κάτι ότι μπορούν να προστατευτούν όταν κάνουν το σωστό», λέει ο Τσιρογιάννης.
Με πληροφορίες από Guardian