Το 1918, όταν ο Αμεντέο Μοντιλιάνι ήταν 33 ετών, μετακόμισε από το Παρίσι στα νότια της Γαλλίας. Ο έμπορος τέχνης και ατζέντης του Λεοπόλντ Ζμπορόφσκι, φοβούμενος για την υγεία του καλλιτέχνη και τη διαρκή της επιδείνωση εν μέσω της αυξανόμενης έντασης του πολέμου, τον έστειλε με την σύντροφό του Ζαν Εμπιτέρν στην Κυανή Ακτή.
Αυτά συνέβησαν ένα χρόνο αφότου είχε κάνει, στις 3 Δεκεμβρίου του 1917, στην γκαλερί Berthe Weill τα εγκαίνια της πρώτης — και τελικά μοναδικής όσο ζούσε — ατομικής έκθεσής του. Τις αίθουσες της γκαλερί κοσμούσαν γυμνά μεγάλου μεγέθους κι ένα από αυτά τοποθετήθηκε στη βιτρίνα. Ήταν η αφορμή ενός πρωτοφανούς σκανδάλου με την αστυνομία να κατεβάζει την έκθεση.
Εν τω μεταξύ, στο Παρίσι το 1918, τέταρτη χρονιά του πολέμου, η ζωή έγινε πολύ δύσκολη λόγω της έλλειψης τροφίμων και ηλεκτροδότησης και του φόβου των αεροπορικών βομβαρδισμών. Ο 33χρονος Μοντιλιάνι αποφάσισε να φύγει μαζί με τη νέα του αγαπημένη, τη 19χρονη σπουδάστρια τέχνης Ζαν Εμπιτέρν. Στο λαμπερό φως της Κυανής Ακτής, όπου κατέφυγαν, ο Μοντιλιάνι ζωγράφισε τους πιο δημοφιλείς και ακριβοπληρωμένους πίνακές του. Τα τελευταία δύο χρόνια της ζωής του ο ζωγράφος έφτιαξε 25 πορτρέτα της ντροπαλής, μελαγχολικής και πανέμορφης Ζαν. Στις 29 Νοεμβρίου 1918 η Ζαν γέννησε την κόρη τους, η οποία πήρε το όνομά της. Δεν πρόλαβε όμως να παντρευτεί την αγαπημένη του Ζαν ούτε να αναγνωρίσει νόμιμα τον καρπό της σχέσης τους.
Περιτριγυρισμένος από μια καλλιτεχνική κοινότητα, όπως αυτή με την οποία συσχετίστηκε στο Μονπαρνάς, ο Μοντιλιάνι δούλεψε με ανανεωμένη έμπνευση στα ήσυχα περιβάλλοντα του Νότου. Οι επόμενοι μήνες τον οδήγησαν σε μία από τις πιο παραγωγικές περιόδους της καριέρας του και είδαν τη δημιουργία τέτοιων υπέροχων ήρεμων έργων, όπως το Jeune fille assise, les cheveux dénoués.
Ζωγραφισμένο το 1919, το παρόν έργο αποτυπώνει την ηρεμία μιας νεαρή γυναίκας και αποτελεί παράδειγμα της δυναμικής χρήσης των μέσων του που καθορίζει το ώριμο έργο του καλλιτέχνη. Μακριά από το Παρίσι και τα μοντέλα που του έστελνε ο Ζμπορόφσκι, ο Μοντιλιάνι έπρεπε να αναζητήσει νέα θέματα με τα περιορισμένα οικονομικά του. Εκτός από τα διάφορα πορτρέτα της Ζαν δημιούργησε μια σειρά απεικονίσεων των ερασιτεχνών μοντέλων που βρήκε ανάμεσα στους τοπικούς εργάτες, υπηρέτες, αγρότες και κορίτσια. Τα χρόνια της ανεμελιάς στο Νότο κράτησαν δυο περίπου χρόνια και μετά το ζευγάρι επέστρεψε στο Παρίσι.
Στις 24 Ιανουαρίου 1920 ο ζωγράφος που έλεγε «θα ήθελα η ζωή μου να ήταν σαν πλούσιο ποτάμι που κυλάει χαρμόσυνα πάνω στη γη» πέθανε, σε ηλικία 36 ετών, από φυματιώδη μηνιγγίτιδα, στο νοσοκομείο Σαριτέ. Μια μέρα μετά το θάνατο του καλλιτέχνη, η σύντροφός του, Ζαν, αυτοκτόνησε πέφτοντας από το παράθυρο του διαμερίσματός τους στον πέμπτο ορόφο, μην αντέχοντας τον θάνατό του, ούσα εννέα μηνών έγκυος στο δεύτερο παιδί τους. Στην κηδεία του στο Κοιμητήριο Περ Λασέζ (Père Lachaise) παρευρέθηκε ένα τεράστιο πλήθος κόσμου.
Σε διάστημα περίπου πέντε ετών, από το 1915 έως το 1920, ο Μοντιλιάνι ζωγράφισε πάνω από τριακόσιους πίνακες.