Το έργο του Φράνσις Μπέικον «Study of George Dyer» δημοπρατείται από τον οίκο Sotheby’s.
Είναι από τα πιο πολυσυζητημένα έργα της δημοπρασίας, αφού έχει μεγάλη ιστορία και θεωρείται από τα πιο προσωπικά και ψυχολογικά φορτισμένα πορτρέτα που ζωγράφισε ο Βρετανός ζωγράφος.
Το πορτρέτο έκανε για πρώτη φορά την εμφάνισή του στην πρώτη μεγάλη αναδρομική έκθεση του Μπέικον στο Grand Palais του Παρισιού το 1971. Ήταν η μεγάλη νύχτα του Μπέικον, που μετά τον Πικάσο ήταν ο πρώτος καλλιτέχνης με αναδρομική στο Grand Palais. Όμως, η έκθεση αυτή σφραγίστηκε από το μοιραίο γεγονός του θανάτου του συντρόφου του, Τζορτζ Ντάιερ, ο οποίος πήρε υπερβολική δόση υπνωτικών χαπιών σε συνδυασμό με αλκοόλ, στο κοινό δωμάτιο του ζευγαριού, στο Hôtel des Saint-Pères, δυο μέρες πριν από τα εγκαίνια της έκθεσης. Τι είχε προηγηθεί; Ενώ η σχέση τους παρέπαιε, ο Ντάιερ επέμενε να προσκληθεί και να παραστεί στα εγκαίνια. Ο Μπέικον τον αγνόησε σχεδόν εντελώς μόλις έφτασαν στο Παρίσι και ασχολήθηκε με τα πρακτικά ζητήματα της έκθεσης και τον Τύπο.
Ο πίνακας, ο οποίος φέρει όλα τα χαρακτηριστικά των καλύτερων έργων του Μπέικον, αναμένεται να ξεπεράσει το ποσό εκτίμησης που είναι 5-7 εκατομμύρια στερλίνες όταν βγει στο σφυρί τον επόμενο μήνα. Αποκτήθηκε από τον σημερινό ιδιοκτήτη από την γκαλερί Marlborough του Λονδίνου το 1970, την ίδια χρονιά που ζωγραφίστηκε, και έχει εμφανιστεί δημόσια μόλις δύο φορές από τότε – πρώτα στο Grand Palais και αργότερα σε μια έκθεση στο Marlborough το 1993.
Στο έργο «Study of George Dyer» αποτυπώνονται, σύμφωνα με τους μελετητές του Μπέικον, τα χαρακτηριστικά μια σχέσης που κινήθηκε σε ένα δίπολο παθών και ακροτήτων: ρομαντική και παθιασμένη, καταιγιστική και βίαιη. Ο Μπέικον άρχισε να ζωγραφίζει το έργο από μια σειρά φωτογραφιών του Ντάιερ που τραβήχτηκαν από τον Τζον Ντίκιν στο Σόχο το 1964 περίπου.
Ο Ντάιερ ήταν 29 ετών όταν γνώρισε τον 54χρονο Μπέικον το φθινόπωρο του 1963. Ο θρύλος λέει ότι είχε εισβάλει στο σπίτι του καλλιτέχνη (μια ιστορία που διαιωνίστηκε με την ταινία του 1998 «Love is the Devil» με πρωταγωνιστές τους Ντέρεκ Τζάκομπι και Ντάνιελ Κρεγκ). Όμως, σύμφωνα με τον ίδιο τον Μπέικον, στην πραγματικότητα γνωρίστηκαν σε ένα μπαρ στο Σόχο, όταν ο Ντάιερ εμφανίστηκε στο πάρτι του Μπέικον λέγοντας: «Φαίνεται ότι περνάτε όλοι καλά. Μπορώ να σε κεράσω ένα ποτό;» (από συζήτηση με τον Michael Peppiat, «Francis Bacon: Anatomy of an Enigma»). Από εκείνο το σημείο και μετά, ο Ντάιερ αφοσιώθηκε στον Μπέικον. Θαύμαζε τη διάνοια και τη δύναμή του και έτρεφε δέος για την αυτοπεποίθησή του. Ένιωθε σαν να είχε βρει έναν σκοπό, ως σύντροφος του διάσημου καλλιτέχνη.
«Ο Τζορτζ Ντάιερ ήταν αναμφίβολα η μεγαλύτερη αγάπη του Φράνσις Μπέικον», έχει δηλώσει ο Τομ Έντισον, διευθυντής σύγχρονης τέχνης του οίκου Sotheby’s. «Μια τυχαία συνάντηση σύντομα εξελίχθηκε σε κάτι που θα μπορούσε πραγματικά να περιγραφεί μόνο ως ένας καταιγιστικός και παθιασμένος έρωτας, με τον Ντάιερ να κατέχει μια θέση υψίστης σημασίας στο μεγάλο θέατρο της ζωής και του έργου του Μπέικον. Το γεγονός ότι ο Ντάιερ εμφανίζεται σε πάνω από 40 πίνακες δείχνει πραγματικά τη συναισθηματική επιρροή που ασκούσε στον Μπέικον, η οποία είναι τόσο ξεκάθαρη σε αυτή την προσωπική, πολύ φορτισμένη απεικόνιση.
Από όλους τους πίνακες του Μπέικον που απεικονίζουν τον Ντάιερ, αυτό είναι το ένα από δύο μόνο πορτρέτα που δημιούργησε σε αυτήν τη μορφή, με διαστάσεις 14 επί 12 ίντσες, και στα οποία έδωσε τίτλο, κάτι που απλώς προσθέτει στη συγκινησιακή του δύναμη. Το σκοτεινό, σαγηνευτικό του υπόβαθρο σε προσελκύει και ίσως προμηνύει ακόμη και την τραγωδία που θα επικρατούσε αμέσως μετά».
Η μελέτη του Τζορτζ Ντάιερ είναι το τελευταίο πορτρέτο μικρής κλίμακας που φιλοτέχνησε ο Μπέικον όταν ο εραστής του ήταν ακόμα ζωντανός, καθιστώντας το έργο «εξαιρετικά σπάνιο», σύμφωνα με τον οίκο Sotheby’s. Ο οίκος δημοπρασιών δηλώνει ότι ο πίνακας χρησίμευσε ως αντίστιξη στα «μαύρα τρίπτυχα» των αρχών και των μέσων της δεκαετίας του 1970 που τιμούν τη μνήμη του Ντάιερ, τα οποία θεωρούνται ευρέως από τους μεγαλύτερους καλλιτεχνικούς θριάμβους του Μπέικον.
Μια παθιασμένη, ταραγμένη και σκοτεινή σχέση
«Η σχέση του Φράνσις Μπέικον με τον Τζορτζ Ντάιερ ήταν γεμάτη συγκρούσεις, φορτισμένη με αγάπη, θολή από το αλκοόλ και βασανιστικά δυσλειτουργική». Έτσι τη χαρακτηρίζει ο Τζον Ράσελ στο βιβλίο του «Francis Bacon». Κατά τον συγγραφέα, ο νεότερος άντρας ήταν ένα ζωντανό παράδοξο: ένας μικροαπατεώνας που ανήκε σε συμμορίες του Ιστ Εντ και ένας ευάλωτος αλκοολικός που αναζητούσε επιβεβαίωση και υποστήριξη. Ήταν η έμπνευση για τα πιο ισχυρά έργα του Μπέικον, αλλά σε πολλές περιπτώσεις στη συνέχεια αποδείχθηκε ένα ανυπόφορο εμπόδιο για την ολοκλήρωσή τους. Ο μικροαπατεώνας του Ιστ Εντ μεταμορφώθηκε, σβήστηκε κάθε ίχνος της προηγούμενης ζωής του, ωστόσο η πτώση του ήταν γρήγορη, αδυσώπητη και μοιραία. Το βέβαιο είναι πως κανένας δεν άφησε τόσο ανεξίτηλο σημάδι στη ζωή και το έργο του Μπέικον όσο ο Τζορτζ Ντάιερ.
Η ανομία ασκούσε μεγάλη έλξη στον Μπέικον. Είχε ήδη γνωρίσει τα δίδυμα Κρέι, τους πιο διαβόητους και βίαιους γκάνγκστερ στην ιστορία του Λονδίνου, όταν βρισκόταν στην Ταγγέρη: «Ήταν φοβεροί, φυσικά, σκότωναν ανθρώπους και τα λοιπά, αλλά τουλάχιστον ήταν πραγματικά διαφορετικοί από όλους τους άλλους – ήταν έτοιμοι να ρισκάρουν τα πάντα» έχει πει στον Ράσελ.
Η ίδια αίσθηση του κινδύνου, του εγκληματικού ρίσκου, αρχικά προσέλκυσε τον Μπέικον στον Ντάιερ. Ο νεότερος άντρας φορούσε τη «στολή των Κρέι» με τα άψογα, επαγγελματικά κοστούμια, ήταν ευλύγιστος και μυώδης, ίσως και ελαφρώς απειλητικός. Είχε γεννηθεί σε μια οικογένεια του Ιστ Εντ για την οποία η αναρχία ήταν τρόπος ζωής, και όταν γνώρισε τον Μπέικον είχε περάσει μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στη φυλακή παρά έξω από αυτήν. Ωστόσο, πολύ γρήγορα αποδείχτηκε ότι αυτή η σκληρή εξωτερική εμφάνιση έκρυβε ένα ευγενικό και ευάλωτο πνεύμα, ότι οι λόγοι για τις αδιάκοπες φυλακίσεις του βασίζονταν περισσότερο στην ανικανότητα παρά στην ουσιαστική παραβατικότητα και αυτή η πτυχή της έλξης τους σύντομα ξεθώριασε.
Έτσι ο Ντάιερ ρίχτηκε σε έναν νέο ρόλο – αυτόν της περήφανης μούσας και του αξιαγάπητου απατεώνα. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 και μετά, δεν έχανε ποτέ εγκαίνια γκαλερί στο Λονδίνο, τη Νέα Υόρκη ή το Παρίσι, ενώ τακτικά ξεναγούσε τους επισκέπτες για να δείξει με υπερηφάνεια τα έργα για τα οποία ήταν η κρυφή έμπνευση. Ο Μπέικον λάτρευε την αυθάδη άγνοιά του για τον κόσμο της τέχνης και τον τρόπο με τον οποίο εξέφραζε δυνατά τη δυσπιστία του για τα τεράστια ποσά που ανταλλάσσονταν για κάθε έργο. Προς μεγάλη ευχαρίστηση του καλλιτέχνη, ο Ντάιερ έριχνε εκλεκτό κρασί στο πάντα άδειο ποτήρι του, άδειαζε τα κατακάθια από κάθε μπουκάλι και χλεύαζε τις συζητήσεις περί αισθητικής που γίνονταν γύρω του. «Ο άνθρωπος που ο Μπέικον ονόμασε "Sir George" ήταν σκανδαλώδης και αναζωογονητικός – η ενσάρκωση της δυσπιστίας του καλλιτέχνη απέναντι στα "φρου φρου". Πάνω απ' όλα, πρόσφερε στον καλλιτέχνη μια διέξοδο από τα βασανιστήρια του υπερδραστήριου μυαλού του» γράφει ο Ράσελ.
Πόνος και ευχαρίστηση
Ωστόσο, αυτή η σχέση δεν ήταν βιώσιμη. Ακόμα και μια πρόχειρη εξέταση των προηγούμενων σχέσεων του Μπέικον θα αποκάλυπτε την τάση του για μαζοχισμό – η ευχαρίστηση δεν ήταν ποτέ μακριά από τον πόνο. Ο πρώτος ήταν ο Έρικ Χολ, ο οποίος άλλαζε ρόλους μεταξύ εραστή, προστάτη και βασανιστικού αφέντη. Στη συνέχεια ήρθε ο Πίτερ Λέισι, ο οποίος πέταξε τον Μπέικον από ένα παράθυρο, προκαλώντας του μόνιμη βλάβη στο δεξί μάτι από τα τζάμια, και φαντασιωνόταν ότι θα τον αλυσοδέσει σε έναν τοίχο. Ακόμη και ως έφηβος, ο Μπέικον φέρεται να είχε σχέση με ένα από τα παιδιά του στάβλου που πλήρωνε ο πατέρας του (που μαστίγωνε και ο ίδιος τα παιδιά του) για να τον χτυπούν.
Στο πλαίσιο αυτών των θυελλωδών σχέσεων υπήρχε μια αίσθηση αναπόφευκτου, έτσι καταλύθηκε γρήγορα η στοργική σχέση του με τον Ντάιερ, εξαιτίας και της όλο και πιο καταστροφικής κατανάλωσης αλκοόλ. Ο Ντάιερ άρχισε να ξεσπά. Κάποια στιγμή προσπάθησε ακόμη και να ενοχοποιήσει τον καλλιτέχνη για κατοχή ναρκωτικών, σε μια πράξη πικρής εκδίκησης. Με αυτές τις πράξεις αποζητούσε την προσοχή και μέχρι το 1971 είχε ήδη επιχειρήσει να αυτοκτονήσει περισσότερες από μία φορές, αλλά κάθε φορά ο Μπέικον απέτρεπε την απόπειρα με μια πλύση στομάχου. Ο θάνατός του, τελικά, είχε βαθιά επίδραση στον καλλιτέχνη – πιθανώς πολύ πιο βαθιά από ό,τι αν ζούσε. Χρόνια αργότερα ο Μπέικον δήλωσε: «Αν είχα μείνει μαζί του αντί να πάω να δω για την έκθεση, θα ήταν εδώ τώρα. Αλλά δεν το έκανα και είναι νεκρός».
Η τραγική ειρωνεία ήταν ότι με τον θάνατό του αυτός ο ευάλωτος εθισμένος παρείχε στον καλλιτέχνη τη μαζοχιστική τιμωρία που δεν μπορούσε να του δώσει στη ζωή. «Αυτό το συναισθηματικό μαστίγωμα ήταν που κόλλησε τον Ντάιερ μόνιμα στη συνείδηση του Μπέικον και στοίχειωσε τους πίνακές του. Μόνο με τον θάνατό του ο Τζορτζ Ντάιερ εξασφάλισε οριστικά και την κοινωνική του ταυτότητα και την αθανασία του» γράφει ο Ράσελ.
Με πληροφορίες από Sotheby’s, John Russell, Francis Bacon, London 1971