Ήταν η πρώτη συνεδρία μετά την ολοκλήρωση της εξέτασης των μαρτύρων υπεράσπισης των κατηγορούμενων Χρυσαυγιτών (μόλις 69 από τους 265 αρχικά δηλωθέντες) και η πρώτη των απολογιών που αποφασίστηκε να δοθούν με αλφαβητική σειρά. Αρχικά η προσέλευση των αλληλέγγυων δεν ήταν η αναμενόμενη, σταδιακά όμως ο κόσμος πύκνωσε και γέμισε τη μισή σχεδόν αίθουσα. Στην «απέναντι πλευρά», ερημιά – μόνο κάποιοι αστυνομικοί κάθονταν. Ανάμεσα στο ακροατήριο οι Γιάννης Φελέκης, Σάββας Μιχαήλ, Angelique Kourounis, ο πρόεδρος της Ένωσης Μουσουλμάνων Ελλάδας Ναϊμ Ελγαντούρ με τη σύζυγό του Άννα Στάμου και φυσικά η Μάγδα Φύσσα που προς στιγμή κατέρρευσε στη θέα του μαχαιροβγάλτη Ρουπακιά, ο οποίος - όντας τα τελευταία χρόνια σε κατ'οίκον περιορισμό - προσήλθε καθυστερημένα συνοδεία αστυνομικών από διαφορετική πόρτα. Χρειάστηκε να «πιεστεί» από φίλους και συντρόφους ώστε να βγει για λίγο από την αίθουσα να συνέλθει, δεν ήθελε να αποχωρήσει επ' ουδενί «γιατί αυτό ακριβώς θέλουν (οι κατηγορούμενοι)!», παρότι η πρόεδρος προσφέρθηκε να διακόψει προσωρινά - «λίπασμα» κι απάγκιο ξανά τα δάκρυά της, περισσότερο κουράγιο αντλούμε όλοι εμείς από εκείνη παρά το αντίστροφο.
Οι δικαστές μπήκαν στην αίθουσα λίγο πριν τις 10.00, απόντων ακόμα των κατηγορουμένων. Όταν η πρόεδρος ρώτησε πού είναι, η υπεράσπιση απάντησε ότι βρίσκονται... απέξω και ζητούν πρώτα από το δικαστήριο να απαγορεύσει στους φωτορεπόρτερ να τους φωτογραφίσουν με τρόπο που να διακρίνονται τα χαρακτηριστικά τους. «Ούτε τα κεφάλια από πίσω, μόνο πλάτη!». Δημιουργήθηκε μια κάποια αναστάτωση στην αίθουσα, η έδρα εντέλει έκανε δεκτό το αίτημα και τότε εισήλθαν μαζί με αστυνομικούς οι 14 από τους 18 κατηγορούμενους κι έκατσαν στο εδώλιο που επειδή δεν τους χωρούσε «επεκτάθηκε» με καρέκλες. Όλοι τους στελέχη της «υπερδραστήριας» ΤΟ Νίκαιας όπου το γενικό κουμάντο είχε ο Γεώργιος Πατέλης (οι απόντες δήλωσαν ότι εκπροσωπούνται από τους δικηγόρους τους).
Κατηφείς, συνοφρυωμένοι, με χωμένη τέρμα την ουρά στα σκέλια, το κεφάλι σκυμμένο και το βλέμμα να ατενίζει διαρκώς στο πάτωμα, θα σου προκαλούσαν λύπηση αν αγνοούσες γιατί δικάζονταν. Κι όμως, κάτι απίθανοι λούμπεν τύποι σαν αυτούς αλώνιζαν επί χρόνια ελεύθερα στο λεκανοπέδιο και όχι μόνο σπέρνοντας μίσος και τρόμο, πεπεισμένοι (όχι κι άδικα) πως είχαν το ακαταλόγιστο και πως το μέλλον της χώρας είναι μια μπότα πάνω σε ένα ανθρώπινο πρόσωπο – η δική τους μπότα. Επτά χρόνια μετά ψάχνουν «τρύπα» να κρυφτούν και δεν βρίσκουν, όντες πλέον υπόδικοι και αναλώσιμα πιόνια της αποπνέουσας εικόνα διάλυσης μετά κι από το πρόσφατο εκλογικό στραπάτσο κομματικής ηγεσίας τους.
Την αισιόδοξη εικόνα συμπληρώνουν τα χαμηλά ποσοστά που κατέγραψε η ΧΑ σε Ευρωεκλογές και δημοτικές (γύρω στο 4.5%), ποσοστά που πολύ δύσκολα θα βελτιώσει στις ερχόμενες βουλευτικές. Όχι ότι ξεμπερδέψαμε με την ακροδεξιά σε αυτή τη χώρα, τουλάχιστον όμως δείχνει να αφοπλίζεται το πιο θρασύ, το πιο ακραίο κι εγκληματικό κομμάτι της.
Η διαδικασία ξεκίνησε με τις αγορεύσεις της υπεράσπισης που αναφερόμενοι στις μαρτυρικές καταθέσεις προηγούμενων δικάσιμων προσπάθησαν να αμφισβητήσουν το κατηγορητήριο με αστεία επιχειρήματα που συχνά προκαλούσαν θυμηδία. Έκαναν μεταξύ άλλων λόγο για εσκεμμένη «στοχοποίηση» της ΧΑ και της Κοινοβουλευτικής Ομάδας της «και μάλιστα σε μια περίοδο που απολάμβανε αυξημένη δημοφιλία», ονόμασαν «μαθήματα ιδεολογικής κατήχησης» τις φασιστομαζώξεις όπου παρέχονταν παραστρατιωτική εκπαίδευση (αναφέρονταν σε σχετικό βίντεο-αποδεικτικό στοιχείο), αμφισβήτησαν την ύπαρξη του Πρώτου Καταστατικού που είχε δημοσιεύσει ο δημοσιογράφος Δημήτρης Ψαρράς και όπου ήταν ευκρινής ο ναζιστικός χαρακτήρας της οργάνωσης. Ισχυρίστηκαν ότι η φράση του Αρχηγού περί «χαλύβδινης φάλαγγας» αναφερόταν στην ανάγκη ισχυροποίησης του κομματικού μηχανισμού, ότι ο λόγος του ήταν «οξύς» απλώς για να «συνεπαίρνει» τον κόσμο, ότι μέλη και γραφεία της ΧΑ υφίσταντο συχνά επιθέσεις και γι΄αυτό ήταν απαραίτητα κάποια μέτρα «αυτοπροστασίας» (εννοούσαν τα καδρόνια, τις σιδηρογροθιές κ.λπ.), ότι όταν ο Μιχαλολιάκος αναλάμβανε την πολιτική ευθύνη για τη δολοφονία Φύσσα εννοούσε ουσιαστικά το πολιτικό κόστος.
Ότι ο Μπούκουρας, απλός μεροκαματιάρης φούρναρης που μάλιστα απασχολούσε και αλλοδαπούς «ψήφιζε Ποτάμι και ΠΑΣΟΚ», ότι ο Ηλιόπουλος δεν ήξερε γερμανικά άρα αγνοούσε την έννοια του ναζιστικού χαιρετισμού Zieg Heil, ότι οι «μετανοημένοι» Χρυσαυγίτες που καίνε τους πρώην συντρόφους τους όπως ο πρώην «επιστημονικός συνεργάτης» Ηλίας Σταύρου είναι «εμπαθείς» και άρα αναξιόπιστοι. Ότι ΤΟ όπως της Εύβοιας διακρίνονταν για τις κοινωνικές και οικολογικές τους ανησυχίες (καλά κι ο Χίτλερ χορτοφάγος λέει ήταν), ότι επιθέσεις σε Πακιστανούς στο λιμάνι δεν έγιναν ποτέ, ότι η δράση της ΧΑ ήταν «πατριωτικός ακτιβισμός» (νεολογισμός για βραβείο) και ότι τον ρατσισμό στην ελληνική κοινωνία δεν τον έφερε η ΧΑ, απλά την «ευνόησε» το κλίμα που δημιούργησαν τα πρώτα κύματα μεταναστών και προσφύγων (στο τελευταίο αυτό, ότι δηλαδή δε γίναμε ξαφνικά όλοι ρατσιστές μετά το '12 ενώ πριν ήμασταν τέρατα ανοχής στη διαφορετικότητα, τους δίνεις κι ένα δίκιο).
Τρεις ώρες σχεδόν από την έναρξη της δικάσιμου, η πρόεδρος Μαρία Λεπενιώτη που δεν έχασε στιγμή τον έλεγχο της κατάστασης κάλεσε τον πρώτο κατηγορούμενο Ιωάννη Άγγο να καταθέσει. Πρόκειται για τον τύπο που σύμφωνα με το κατηγορητήριο ξεκίνησε τη μοιραία για τον Παύλο Φύσσα βραδιά στο Κερατσίνι το «γαϊτανάκι» τηλεφωνημάτων που μέσω Καζαντζόγλου και Πατέλη έφτασε στον Λαγό από το κινητό του οποίου στάλθηκε – εν γνώση, βεβαίως, του Μιχαλολιάκου – το ομαδικό sms που καλούσε το τάγμα εφόδου της ΤΟ Νίκαιας να «δράσει».
Ο Άγγος υποστήριξε ότι ήταν «απλός υποστηρικτής» της ΧΑ, ότι το μοιραίο βράδυ είχε πάει από νωρίς στα γραφεία της ΤΟ για να μοιράσουν φυλλάδια κι ότι την ώρα εκείνη βρίσκονταν εκεί ο Πατέλης, η σύζυγός του και ο Τσακανίκας. Ότι κατά τις 8.30 μμ τα γραφεία έκλεισαν κι εκείνος πήγε στο σπίτι του μπατζανάκη του Λέοντα Τσαλίκη που βρισκόταν πολύ κοντά στην καφετέρια Κοράλι. Ότι αποφάσισαν να πάνε μαζί εκεί να δουν στην τηλεόραση τον αγώνα Ολυμπιακού-Παρί Σεν Ζερμέν κι ότι ο ίδιος για λόγους που δεν διευκρίνισε αποφάσισε να φορέσει μια μπλούζα Pitbull (γνωστό ακροδεξιό brand) ανάποδα ώστε να μη διακρίνεται η στάμπα, δήθεν ότι ένιωθε κάποια απειλή. Ότι καθώς έβλεπαν το ματς «παρενοχλήθηκαν» από την παρέα του Παύλου που καθόταν λίγο πιο πίσω με φράσεις όπως «το Κερατσίνι είναι δικό μας», «θα σας σφάξουμε με τα κονσερβοκούτια», «θα σας πετάξουμε στην πηγάδα του Μελιγαλά» κ.λπ., δίχως όμως να θυμάται ποιος ακριβώς τα έλεγε αυτά. Οι δύο Χρυσαυγίτες δεν απάντησαν, λέει, στις «προκλήσεις», διαμαρτυρήθηκαν ωστόσο σε κάποια σερβιτόρα.
Στο ημίχρονο κι ενώ κάνανε να φύγουν γιατί ο αγώνας «ήταν μάπα», κατέφθασαν λέει δέκα νοματαίοι της παρέας του Φύσσα στην καφετέρια που πλέον αριθμούσε 15 άτομα. Μυστήριο πού βρήκαν να κάτσουν όλοι αυτοί αν έτσι συνέβη αφού η καφετέρια ήταν καθώς έλεγε ήδη γεμάτη, είπε ωστόσο ότι δεν τους ενόχλησαν κι ότι ο ίδιος με τον μπατζανάκη του βγήκαν τελικά κατά τις 23.15 από το μαγαζί αφού πριν «κλώτσησε κατά λάθος» κάποιον της εν λόγω παρέας που στεκόταν μπροστά στην πόρτα. Επέστρεψαν σπίτι όπου μετά από λίγο άκουσαν φωνές και ουρλιαχτά – κάτι είχε γίνει στη διασταύρωση Κεφαλληνίας και Παύλου Μελά. Κατέβηκε λέει να μάθει, είδε αστυνομία και ΔΙΑΣ, ρώτησε κάποιον ένστολο τι συνέβη κι εκείνος του απάντησε ότι «σφάξανε ένα παλικάρι και πιάσανε κάποιον Ρουπακιά».
Επιστρέφοντας σπίτι τηλεφώνησε λέει του Πατέλη να μάθει τι συνέβη με τον Ρουπακιά – που υποστήριζε πως δεν γνώριζε πριν προσωπικά – και ότι ούτε εκείνος ήξερε. Χρειάστηκαν αρκετές ερωτήσεις της έδρας οσότου τελικά ο κατηγορούμενος παραδεχτεί ότι όσο βρισκόταν στο «Κοράλι» τηλεφώνησε στον συγκατηγορούμενο του Ιωάννη Καζαντζόγλου, στέλεχος της ΤΟ Νίκαιας λέγοντας πως «είναι κάποιοι που μας ενοχλούν» - μια παραδοχή κρίσιμη καθώς το τηλεφώνημα αυτό ήταν που κινητοποίησε το μοιραίο Τάγμα Εφόδου, σύμφωνα με τη δικογραφία. Είπε επίσης ότι κάποια τηλέφωνα που έκανε ενώ βρισκόταν στην καφετέρια σε άτομα όπως ο Τάσος Μιχαλάρος με τα οποία θέλανε λέει να στήσουνε χρυσαυγίτικο ναυτεργατικό σωματείο ήταν επίσης «τυχαία» κι ότι στις 22.45 έλαβε μήνυμα να ξαναπάει στα γραφεία της οργάνωσης για διανομή φυλλαδίων, το αγνόησε όμως ένεκα ο («αδιάφορος», ωστόσο) αγώνας. Ότι παρά τη φασαρία μέσα στη γεμάτη καφετέρια μπορούσε άνετα να συνομιλεί στο κινητό χωρίς να χρειαστεί να βγει έξω. Ότι ο ανακριτής Σπύρος Γεωργουλέας τον είχε πιέσει μετά τις πρώτες συλλήψεις για τη δολοφονία του Παύλου να πει κάποια πράγματα με έναν συγκεκριμένο τρόπο «αν θέλει να μην πάει φυλακή και να ξαναδεί σύντομα τη γυναίκα και το παιδί του», γι΄αυτό πιθανό να πέφτει σε αντιφάσεις – κάτι που άλλωστε έκανε επανειλημμένα και χτες.
Γύρω στις 15.00 η κατάθεση ολοκληρώθηκε και το δικαστήριο διέκοψε για την επομένη που θα διεξαχθεί στον Κορυδαλλό. Θα πάρει καιρό να τελειώσουν οι απολογίες όλων των «συμμοριτών», σίγουρα θα πάει φθινόπωρο αν όχι χειμώνας – η ετυμηγορία δεν αναμένεται πριν από την άνοιξη του '20, όλα όμως δείχνουν ότι θα είναι «καταπέλτης». Η πρώτη αυτή μέρα των απολογιών ήταν, τροπον τινά, «δείκτης» της γενικής εικόνας που αναμένεται να επικρατήσει: Αντιφάσεις, υπεκφυγές, ψεύδη, αλληλοκατηγορίες, αποποίηση και μετάθεση ευθυνών, άτακτη εγκατάλειψη του βυθιζόμενου σκάφους, κάτι σαν παιχνίδι του ποντικιού με τη γάτα που όλοι φανταζόμαστε την κατάληξη, όσα «τσαλιμάκια» κι αν κάνει το τρωκτικό. Εξίσου αδιέξοδη φαντάζει η ομολογουμένως «φιλότιμη» προσπάθεια της υπεράσπισης να «βαφτίζει» διαρκώς το κρέας, ψάρι.
Το σίγουρο είναι ότι τα ψέματα τελειώνουν, ότι βρισκόμαστε πια για τα καλά στην τελική ευθεία και την αισιόδοξη εικόνα συμπληρώνουν τα χαμηλά ποσοστά που κατέγραψε η ΧΑ σε Ευρωεκλογές και δημοτικές (γύρω στο 4.5%), ποσοστά που πολύ δύσκολα θα βελτιώσει στις ερχόμενες βουλευτικές. Όχι ότι ξεμπερδέψαμε με την ακροδεξιά σε αυτή τη χώρα, τουλάχιστον όμως δείχνει να αφοπλίζεται το πιο θρασύ, το πιο ακραίο κι εγκληματικό κομμάτι της. Και όσο περισσότεροι-ες καταφέρνουμε να δίνουμε αλληλέγγυο παρών στα δικαστήρια και τις λοιπές αντιφασιστικές κινητοποιήσεις σε αυτή την τελευταία «στροφή» πριν από το φινάλε, τόσο το καλύτερο για την ατομική και συλλογική μας συνείδηση καταρχήν.