Τέλη Νοεμβρίου 2018. Ένα κλιμάκιο του Λιμενικού της Ρόδου βρίσκει το άψυχο πτώμα της φοιτήτριας Ελένης Τοπαλούδη στη Λίνδο, συγκεκριμένα στην περιοχή «Φώκια» στους Πεύκους.
Λίγο αργότερα, στο ακριτικό Διδυμότειχο, ο αστυνομικός και ξάδελφος της άγρια δολοφονημένης κοπέλας ρωτά τους γονείς της αν «η Ελένη είχε ένα τριαντάφυλλο στη γάμπα της». Ο πατέρας της απαντά θετικά: «Ναι, είχε ένα τατουάζ». Οι γονείς Κούλα και Γιάννης λυγίζουν και αμέσως ρωτούν αν «βρέθηκε η κόρη τους».
Η Ελένη Τοπαλούδη πράγματι είχε βρεθεί νεκρή. Το προηγούμενο βράδυ δύο άνδρες, ο Μανώλης Κούκουρας και ο Αλέξανδρος Λούτσαϊ, της είχαν ζητήσει να τους επισκεφθεί στο σπίτι του ενός εκ των δύο. Η ίδια τούς ακολούθησε, όμως στη συνέχεια αρνήθηκε οποιαδήποτε σεξουαλική επαφή μαζί τους.
Σύμφωνα με την ιατροδικαστική μελέτη, η Ελένη Τοπαλούδη βιάστηκε ομαδικώς. Έπειτα, δέχτηκε επίθεση με σιδερένιο αντικείμενο και έχασε τις αισθήσεις της, κάτι που έκανε τους δύο άνδρες να τη μεταφέρουν αναίσθητη σε παραλία κοντινής περιοχής και να την πετάξουν στη θάλασσα.
Οι δράστες συνελήφθησαν από τις Αρχές ύστερα από εξέταση οπτικοακουστικού υλικού και DNA, που οδήγησε στον εντοπισμό τους στις 5 Δεκεμβρίου 2018. Ύστερα από πολύμηνη δίκη, καταδικάστηκαν σε ισόβια κάθειρξη και δεκαπέντε χρόνια έκαστος για ομαδικό βιασμό και ανθρωποκτονία από πρόθεση, χωρίς ελαφρυντικά.
Αν δεν καλλιεργήσουμε τον σεβασμό προς τους άλλους αλλά και απέναντι στο διαφορετικό πάντα θα υπάρχει ένα σπίτι που θα θρηνεί τη δική του Ελένη.
Την περασμένη Κυριακή οι γονείς της Ελένης τέλεσαν το μνημόσυνο για τα τρία χρόνια από τη δολοφονία της σε κλίμα συγκίνησης, ανάμεσα σε φίλους και συγγενείς. Η μητέρα της άτυχης Ελένης, Κούλα Αρμουτίδου, από το σπίτι της στο Διδυμότειχο αφηγείται στη LiFO: «Είναι σαν μην πέρασε ούτε μια μέρα. Σαν να είναι σήμερα που το μάθαμε. Κι όμως, συμπληρώθηκαν τρία χρόνια».
Τρία χρόνια από τη γυναικοκτονία που συγκλόνισε την Ελλάδα η μητέρα της Ελένης μάς μιλά για όλα όσα έχει ζήσει αυτό το διάστημα, για τις δολοφονίες γυναικών στην Ελλάδα, κάνει έκκληση για αυστηροποίηση των ποινών, αναφέρεται στον τον γιο της Πέτρο, εκφράζει τα παράπονά της και θυμάται ποια ήταν τα τελευταία λόγια που αντάλλαξε με την κόρη της λίγο πριν δολοφονηθεί.
— Τρία χρόνια μετά τη δολοφονία της Ελένης μετράμε δεκατέσσερις γυναικοκτονίες. Μάλιστα, τα τελευταία δέκα χρόνια έχουν δολοφονηθεί 128 γυναίκες. Ουσιαστικά, το 2021 στην Ελλάδα κάθε μήνα σημειώνεται και μία γυναικοκτονία. Το ζήσατε κι εσείς με τον χειρότερο τρόπο. Τι πιστεύετε ότι φταίει;
Αναμφίβολα, ζούμε μια πανδημία γυναικοκτονιών. Προσωπικά, θεωρώ ότι οι λόγοι που μας έχουν οδηγήσει σε αυτό το έσχατο σημείο αφορούν καταρχάς την κακή ανατροφή των ανδρών στη χώρα μας. Έχουν μεγαλώσει με τη λογική ότι οι γυναίκες είναι κτήμα τους, ότι τους ανήκουν, ότι δεν έχουν δικαίωμα στη διαφορετική άποψη. Οι άνδρες, κτήτορες και οι γυναίκες σε δεύτερη μοίρα. Και είναι λυπηρό γιατί θα ανέμενε κανείς ότι σε μια εποχή που οι κοινωνίες προοδεύουν δεν θα εξακολουθούσαμε να υποτιμούμε τη θέση της γυναίκας.
Δυστυχώς, η νοοτροπία του άνδρα-αφέντη είναι απόλυτα κυρίαρχη. Όπως συνέβαινε στα χρόνια της δικής μου μητέρας, οπότε ο σύζυγος ήταν ο σατράπης, ο αφέντης του σπιτιού. Βιαιοπραγούσε εναντίον σου, σου συμπεριφερόταν όπως στα ζώα και η οικογένειά σου αρνούνταν να σε δεχτεί πίσω. Δεν είχες λόγο όταν ο άνδρας μιλούσε. Η στάση σου έπρεπε να είναι σιωπηρή. «Δεν πρέπει να αντιμιλάς», συνήθιζαν να λένε.
Αυτά ήταν τα ήθη της εποχής, τα οποία συνεχίζουμε να βλέπουμε και σήμερα. Ζούμε σε μια πατριαρχική κοινωνία. Και είναι θλιβερό το ότι πολλοί συμπολίτες μας δεν έχουν αντιληφθεί πως το νταηλίκι και η ψευτομαγκιά σκοτώνουν. Για μένα, λοιπόν, η ρίζα του κακού βρίσκεται στην κακή ανατροφή. Όσο μεγαλώνουμε νταήδες και ψευτόμαγκες, που δεν έχουν μάθει να σέβονται και να αγαπούν, οι γυναικοκτονίες θα αυξάνονται.
— Θεωρείτε ότι μεγάλη ευθύνη φέρει και η κοινωνία; Είναι συνένοχη;
Πολλές φορές βλέπουμε την κοινωνία μας να κατακεραυνώνει τους δολοφόνους και από την άλλη να υποστηρίζει ότι πρόκειται για έγκλημα πάθους. Μάθαμε να παίζουμε με τις λέξεις, για να αποφεύγουμε τις ευθύνες μας. Τι θα πει πάθος; Όταν αγαπάς, δεν ζεις σε ένα καθεστώς φόβου. Δεν χτυπάς, δεν δέρνεις και δεν κακοποιείς.
Επίσης, η ελληνική κοινωνία, όπως και η πολιτεία, έχουν εφησυχάσει, περιορίζονται στον ρόλο του θεατή. Η ελληνική κοινωνία αντιδρά καθισμένη στον καναπέ της. Είδες, μήπως, να γίνεται καμιά διαδήλωση ή καμιά πορεία για τις γυναικοκτονίες; Έγινε καμία δράση; Ποια εκδήλωση ευαισθητοποίησης έχουμε δει; Εκφράζουν για λίγα λεπτά τη συντριβή τους, συμπάσχουν και μετά επιστρέφουν στις ζωές τους. Πενθούν σαν ένα πυροτέχνημα που διαρκεί λίγα δευτερόλεπτα. Κανείς, όμως, δεν μπορεί να νιώσει τον αβάσταχτο πόνο της μάνας.
Είμαστε ψεύτες και υποκριτές. Μόνο εγώ ξέρω πώς είναι να στέλνεις το παιδί σου γεμάτο όνειρα και φιλοδοξίες να σπουδάσει και να σ’ το γυρίζουν πάνω σε ένα φέρετρο. Αντί να την καμαρώσω με ένα πτυχίο, είδα την κόρη μου μέσα στη νεκροφόρα. Και δεν μπόρεσα ούτε να τη νεκροφιλήσω. Αυτός είναι ο προσωπικός μου Γολγοθάς.
— Τι πρέπει να αλλάξει κατά τη γνώμη σας;
Προφανώς, όσον αφορά την πολιτεία, αυτό που πρέπει να αλλάξει είναι ο Ποινικός Κώδικας. Να συμπεριληφθεί σε αυτόν ο όρος «γυναικοκτονία», όπως συμβαίνει, για παράδειγμα, στην Κύπρο. Στη χώρα μας δεν βολεύει να συμβεί αυτό γιατί με αυτόν τον τρόπο είναι σαν να αναγνωρίζεις επίσημα την πατριαρχία. Υποκρισία, δηλαδή, στον μέγιστο βαθμό.
Επιπλέον, όσον αφορά την αυστηροποίηση των ποινών, όταν λέμε «ισόβια», να το εννοούμε. Είναι απαράδεκτο οι δολοφόνοι της κόρης μου να βγουν από τη φυλακή σε δέκα χρόνια και να τρώνε, να πίνουν και να γελούν. Στη δίκη του παιδιού μου δεν μου δόθηκε δεύτερη φορά η δυνατότητα να μιλήσω. Την πρώτη με πήρε το φορείο, επειδή ήμουν σε λιπόθυμη κατάσταση. Αντιθέτως, στους δολοφόνους δόθηκε ξανά και ξανά η ευκαιρία να υπερασπιστούν τον εαυτό τους.
Ξέρετε ότι τον Φεβρουάριο του 2022 θα εκδικαστεί η έφεση που υπέβαλαν; Είναι κράτος αυτό; Οι δολοφόνοι θα έχουν πάλι την ευκαιρία να υπερασπιστούν τι ακριβώς; Κι εγώ, για άλλη μια φορά, θα είμαι αναγκασμένη να ζήσω τον θάνατο και τα βασανιστήρια της κόρης μου. Θα ακούσω ξανά τις τσιρίδες της, θα αισθανθώ πάλι τον τρόμο και τη βία που έζησε. «Τι σε περιμένει πάλι, Κούλα», αναρωτιέμαι καθημερινά. Και, εκτός των άλλων, να πρέπει να πληρώσεις ξανά παραστατικά και άλλα δικαστικά έξοδα.
Δεν θα έπρεπε η Δικαιοσύνη να έχει προνοήσει ώστε όλα αυτά να τα χρεώνονται οι δολοφόνοι; Αλλά προφανώς αυτές οι δολοφονίες δεν αφορούν τους πολιτικούς που νομοθετούν. Διότι το κακό συμβαίνει στα παιδιά της μεσαίας και εργατικής τάξης, όχι στα πλουσιόπαιδα. Γι’ αυτό η Ελλάδα έχει γίνει το κράτος των δολοφόνων και των παιδοβιαστών.
— Την περασμένη Κυριακή είχατε το μνημόσυνο για τα τρία χρόνια από τη δολοφονία της Ελένης. Ποιες σκέψεις κυριαρχούν στο μυαλό σας;
Η πληγή όταν χάνεις το παιδί σου δεν κλείνει ποτέ. Κάθε μέρα ζω με τον θάνατο και τις αναμνήσεις. Ο χρόνος δεν γιατρεύει. Δεν μπορείς να ξεχάσεις. Δεν θα σβήσουν ποτέ απ’ τη μνήμη μου αυτές οι εικόνες που έζησα με την κόρη μου. Απεναντίας, κάθε μέρα αιμορραγείς περισσότερο. Νιώθω σαν να συνέβησαν όλα χθες. Ο πόνος στην ψυχή μου είναι σαν ένα κάρβουνο που σιγοκαίει την καρδιά μου. Έχασα το παιδί μου και μαζί μού πήραν και το πιο φωτεινό κομμάτι της ζωής μου.
Πέθανε η μητέρα μου, «έφυγε» ο πατέρας μου χτυπημένος από τον καρκίνο. Όμως ήταν θάνατοι που τους χωρά η λογική, που τους αντέχεις επειδή οι άνθρωποι έκαναν τον κύκλο τους ή πέθαναν από παθολογικά αίτια. Την απώλεια της Ελένης μου δεν θα την ξεπεράσω ποτέ. Με καταδίκασαν κι εμένα σε έναν ισόβιο θάνατο.
— Τρία χρόνια μετά τι έχει χαραχτεί πιο έντονα στη μνήμη σας από τη δολοφονία της Ελένης;
Η φρίκη. Όλα αυτά που έζησε το παιδί μου σε εκείνο το καταραμένο σπίτι. Το χτύπημα με το σιδερένιο αντικείμενο. Ο βιασμός. Τα χτυπήματα. Αλλά και τι ακολούθησε.
Όλες τις νύχτες παραμένω ξάγρυπνη. Σκέφτομαι συνεχώς το γυμνό κορμί της κόρης μου, το οποίο ήταν ζωντανό όταν το πέταξαν στη θάλασσα, στα κρύα νερά. Σκέφτομαι ότι διατηρούσε ακόμη τις αισθήσεις της όταν την έριξαν στα βράχια. Είχε δεμένα τα πόδια της και φώναζε: «Ο πατέρας μου θα σας βρει». Ζητούσε έλεος. Σκέφτομαι, επίσης, πως το σώμα του παιδιού μου είχε σκαλώσει κάπου σε έναν βράχο. Και το έσπρωχναν με κλοτσιές οι φονιάδες. Ήταν ζωντανή και παρακαλούσε για βοήθεια. Άραγε, σε τι Θεό πιστεύουν αυτά τα τέρατα;
Οκτώ ώρες η κόρη μου χαροπάλευε. Και εξαιτίας του σοβαρότατου τραύματος στο κεφάλι έχασε τις αισθήσεις της και πνίγηκε στη θάλασσα. Και αν εκείνη την ημέρα ο άνεμος δεν φυσούσε αντίθετα, το άψυχο σώμα της ίσως και να μην είχε βρεθεί ποτέ.
Οι μοναδικές στιγμές που απαλύνουν τον πόνο μου είναι όταν τη θυμάμαι σε μικρή ηλικία. Το πως μεγάλωνε, τις εκπλήξεις που της κάναμε, τις γιορτές. Αλλά και τα γέλια της, τις χαρές και το χαμόγελό της. Και ξαφνικά, ένα βράδυ, όλα κόπηκαν με τον πιο βίαιο τρόπο. Θυμάμαι τα όνειρά της, τα σχέδια που έκανε, αλλά και πόσο της άρεσαν τα ταξίδια. Κι αυτά τα καρκινώματα την έστειλαν σε ένα ταξίδι χωρίς επιστροφή.
Για μένα τεράστια ευθύνη έχουν και οι γονείς των δολοφόνων. Είναι ηθικοί αυτουργοί έτσι όπως μεγάλωσαν αυτά τα παιδιά. Ανύπαρκτοι. Θλιβεροί. Συνένοχοι. Αλλά αυτή ήταν η ανθρωπιά που τους έδωσαν και τους δίδαξαν.
— Ανήμερα της Παγκόσμιας Ημέρας για την Εξάλειψη της Βίας κατά των Γυναικών εγκαινιάστηκε η έκθεση «She’s gone» («Για ένα αδειανό πουκάμισο») στο Ίδρυμα Κακογιάννη. Όπως είδα, παραχωρήσατε τα ρούχα που φορούσε η κόρη σας πριν από τη δολοφονία της. Πώς πήρατε αυτή την απόφαση;
Ήταν μια πολύ δύσκολη απόφαση αυτή για μένα και τον Γιάννη. Μάτωσε η ψυχή μας. Κρατούσαμε τα ρούχα και κλαίγαμε ασταμάτητα. Ποτάμια τα δάκρυα κυλούσαν πάνω στο μαύρο παντελόνι, στο μπλουζάκι της και στο πουκαμισάκι. Το κάναμε, όμως, για να συμβάλουμε σε μια πράξη ευαισθητοποίησης.
Αυτά τα ρούχα μπορεί να μην τα φορά πλέον η κόρη μου, αλλά έχουν φωνή, αποτελούν τη δική της κραυγή. Είναι ένα κομμάτι της ζωής της που ταξιδεύει σε διάφορες χώρες σαν ένα κερί αναμμένο για κάθε γυναίκα που φονεύθηκε.
— Δεν καταφέρατε να πάτε στη Ρόδο μετά τη δολοφονία της Ελένης. Έχετε κρατήσει άλλα αντικείμενα της κόρης σας;
Δεν είχα το σθένος να το αντιμετωπίσω όλο αυτό. Δεν υπήρχε δύναμη μέσα μου προκειμένου να αντικρίσω όλα όσα θύμιζαν τις τελευταίες στιγμές της κόρης μου.
Ο Γιάννης, μαζί με τον κουνιάδο μου και έναν φίλο τους, άντεξαν να επιστρέψουν στο νησί. Εκείνος μού έφερε τις τρίχες από τις βούρτσες της, τις μισοφαγωμένες τσίχλες της αλλά και κάποια αποτσίγαρα. [Κλαίει]… Ακόμα και ένα μισοδαγκωμένο μήλο έφερε μαζί του, το κρατήσαμε και μετά πήγαμε και το ρίξαμε στον τάφο του παιδιού μας.
— Ο γιος σας Πέτρος πώς το έχει βιώσει όλο αυτό;
Όταν δολοφονήθηκε η Ελένη, πήγαινε στην Α’ Γυμνασίου. Όπως αντιλαμβάνεσαι, έζησε τον φρικαλέο θάνατο της αδερφής του σε μια τρυφερή ηλικία. Πανικός. Κλάματα. Ο κόσμος γύρω του γκρεμίστηκε. Μεγάλωνε με τη σκέψη ότι είχε μια αδελφή και μέσα σε μια μέρα βρέθηκε να χάνει τη γη κάτω από τα πόδια του. Στην κηδεία φώναζε και δεν άντεξε ως το τέλος.
Όλο αυτό το διάστημα παραμένει κλεισμένος μέσα σε ένα δωμάτιο. Διότι δέχτηκε εκφοβισμό και ακόμη δέχεται. Έχει χάσει την εμπιστοσύνη του σε όλους και σε όλα. Αποφεύγει τις πολλές κοινωνικές επαφές, έχει μόνο κάποιους κοντινούς φίλους.
Ξέρεις, κάποια στιγμή ο γιος μου τα είπε όλα: «Υπάρχει πολύς σκουπιδότοπος ψυχών γύρω μας. Αλλά, ευτυχώς, ανάμεσά τους ξεχωρίζουν ακόμη κάποια διαμάντια».
— Ποιο είναι το παράπονό σας όλα αυτά τα χρόνια;
Ότι κανείς από την πολιτεία δεν μας έχει βοηθήσει. Πολλοί μας έχουν επισκεφθεί στο σπίτι μας, στο Διδυμότειχο, όπως η Πρόεδρος της Δημοκρατίας ή άλλοι πολιτικοί, ευρωβουλευτές κ.λπ. Όμως δεν έχει γίνει τίποτα. Προφανώς, αυτά είναι ενδείξεις συμπαράστασης και συμβολικές ενέργειες. Και είναι μεγάλη τιμή για τη μνήμη της Ελένης μας. Αλλά την ίδια στιγμή είμαστε μισθοσυντήρητοι και δυσκολευόμαστε να τα βγάλουμε πέρα. Έχουμε υπέρογκα χρέη και κανείς δεν έχει ενδιαφερθεί.
Είπαμε στην Πρόεδρο για τα δάνεια, τα οποία μας ταλανίζουν καθημερινά. Όλα τα έξοδα για τις κηδείες και τα μνημόσυνα τα έχει πληρώσει η Θρακιώτισσα πεθερά μου. Αν δεν ήταν η γιαγιά της Ελένης, το παιδί μου ίσως να ήταν ακόμη άταφο στην Ρόδο. Νοιάστηκε κανείς αν εγώ ή ό άνδρας μου έχουμε το κουράγιο να διδάσκουμε καθημερινά τα παιδιά ως εκπαιδευτικοί; Για το αν είμαι σε θέση ως νηπιαγωγός να σταθώ μέσα στην τάξη και να είμαι χαρούμενη μπροστά στα παιδιά;
Δυστυχώς, καμία βοήθεια δεν μας έχει προσφερθεί από πουθενά. Δεν αρκούν μόνο οι επισκέψεις, πρέπει να προκύπτει και κάποιο αποτέλεσμα. Ούτε ο Δήμος αλλά ούτε καν η Εκκλησία δεν μας χτύπησε την πόρτα για να μας πει δυο λόγια παρηγορητικά. Η μόνη βοήθεια που έχω λάβει είναι από ανώνυμους και απλούς ανθρώπους.
— Ποια ήταν τα τελευταία λόγια που ανταλλάξατε με την Ελένη;
Όλα όσα συζητά μια κόρη με τη μητέρα της. Θυμάμαι, είχαμε μιλήσει στο τηλέφωνο και μου έλεγε πόσο ανυπομονούσε να έρθει για τις γιορτές των Χριστουγέννων στο Διδυμότειχο. Μάλιστα, εκείνη την ημέρα ήμουν με την κουμπάρα μου. Μας ρωτούσε τι κάνουμε, τι φάγαμε και της έλεγα ότι είχα φτιάξει ένα αγαπημένο της ποντιακό φαγητό. Ήταν πάρα πολύ χαρούμενη που σε λίγες μέρες θα βρισκόταν μαζί μας.
Κλείσαμε το τηλέφωνο με τη φράση που λέει κάθε μάνα στο παιδί της: «Να προσέχεις τον εαυτό σου». Δύο μέρες αργότερα το παιδί μου βρέθηκε πνιγμένο.
— Τι θεωρείτε σημαντικό στη ζωή;
Την αγάπη και την ανοιχτή αγκαλιά. Όλα τα υπόλοιπα είναι μάταια. Και τα υλικά αγαθά δεν έχουν καμία αξία. Αν δεν καλλιεργήσουμε τον σεβασμό προς τους άλλους αλλά και απέναντι στο διαφορετικό πάντα θα υπάρχει ένα σπίτι που θα θρηνεί τη δική του Ελένη.