«ΜΑ ΤΙ ΕΠΑΘΑΝ ΟΙ ΑΝΤΡΕΣ;» με ρώτησε όλο ειλικρίνεια ένας άντρας όταν βγήκαν τα νέα για τη δολοφονία της Γαρυφαλλιάς Ψαρράκου (όχι, δεν είναι η «άτυχη Γαρυφαλλιά», έχει όνομα και επώνυμο, ατυχία είναι να χάσεις το λεωφορείο, όχι να σε δολοφονήσει ο σύντροφός σου) από τον τριαντάχρονο, που δήλωσε κυνικά πως «χάλασε η φάση».
Είναι αυτή η σταγόνα που θα κάνει το ποτήρι να ξεχειλίσει; Μοιάζει να έχουμε πέσει στον βούρκο και να κυλιόμαστε όλοι μαζί στις λάσπες. Μετά τη φρικτή δολοφονία της Ελένης Τοπαλούδη και τις μαρτυρίες του #ΜeΤoo ακολούθησε ένα μπαράζ έμφυλης βίας. Από τη διπλή δολοφονία της Κωνσταντίνας Τσάπα και του αδερφού της στη Μακρινίτσα τον Απρίλιο και τη φρικτή δολοφονία της Καρολάιν Κράουτς μέχρι τη γυναικοκτονία της Ελένης στην Αγία Βαρβάρα από τον πρώην σύζυγό της τον Ιούνιο και τον αστυνομικό-μαστροπό που εξέδιδε και βίαζε τη19χρονη σύντροφό του, η οποία είχε πέσει ήδη θύμα βίας από τον ίδιο της τον πατέρα, που τη βίαζε από τα έντεκα.
Η καφρίλα και ο σεξισμός της ελληνικής κοινωνίας και των ΜΜΕ υπήρχαν πάντα. Απλώς άλλαξε πλέον η εποχή. Και ίσως να αλλάξαμε κι εμείς οι ίδιοι και να μην ανεχόμαστε πια τη βία στην καθημερινότητά μας.
Δεν νομίζω, στ’ αλήθεια, πως κάτι έπαθαν οι άντρες ή ότι τα πράγματα έχουν αλλάξει. Πιστεύω ότι πάντοτε γίνονταν αυτά τα εγκλήματα, απλώς βαφτίζονταν «οικογενειακές τραγωδίες» και «εγκλήματα πάθους». Το πρότυπο του φονιά-νταβά που «τη σκότωσε γιατί την αγαπούσε», του στοργικού, παθιασμένου συντρόφου που τη λάτρευε, αλλά «θόλωσε» από τον πολύ έρωτα, είναι εξαιρετικά ανθεκτικό στην ελληνική πατριαρχική κοινωνία, που ψάχνει πάντα να κατηγορήσει το θύμα και αναρωτιέται αθώα «μα, γιατί τη σκότωσε;», λες και μπορεί ποτέ να υπάρξει λογική απάντηση σε αυτό. Τώρα διαβάζουμε ότι ο δολοφόνος σκότωσε τη Γαρυφαλλιά Ψαρράκου γιατί πήρε λάθος στροφή στον δρόμο και κοιτούσε το κινητό της(!).
Το πρόσφατο ρεπορτάζ των «Νέων» αποτελεί εξαιρετικό παράδειγμα όλης της στρεβλής σκέψης που ταλανίζει την καθημερινότητά μας με φράσεις όπως «ποια δεν έχει ακούσει πάνω στον τσακωμό φράσεις όπως “θα σε πετάξω από το παράθυρο” ή “αν σου χώσω καμία”», και το κορυφαίο «και τότε ο 30χρονος έκανε αυτό που έχει περάσει από το μυαλό πολλών ανδρών: την έσπρωξε από τα βράχια». Όχι ότι αυτό αποτελεί έκπληξη στη χώρα της «κακιάς στιγμής», όπου πρόσφατα διαβάσαμε ρεπορτάζ-ρομάντζα, βασισμένα σε «έναν όμορφο πιλότο» που πετούσε πάνω από ένα σχολείο με 15χρονα για να χαιρετήσει την «κοπέλα» του. Η Ελλάδα είναι ακόμα η χώρα όπου το διαμελισμένο πτώμα της 18χρονης Ζωής Φραντζή ήταν δισέλιδη φωτογραφία σε μεγάλη εφημερίδα.
Η καφρίλα και ο σεξισμός της ελληνικής κοινωνίας και των ΜΜΕ υπήρχαν πάντα. Απλώς άλλαξε πλέον η εποχή. Και ίσως να αλλάξαμε κι εμείς οι ίδιοι και να μην ανεχόμαστε πια τη βία στην καθημερινότητά μας.
Πόσες φίλες έχετε που μεγάλωσαν τρέμοντας τον πατέρα τους; Που ο πατέρας τους έδερνε τη μάνα τους; Πόσες που τα είχαν με έναν τύπο που τις ζήλευε και δεν τις άφηνε να βγουν έξω; Που σκέφτονταν διπλά και τριπλά τι θα πει και πότε θα το πει για να «μην τον προκαλέσει»; Που ήταν με ένα παιδί «πολύ καλό, αλλά νευρικό»; Που ξυπνούσε και χανόταν σε έναν λαβύρινθο υπολογισμών και ακροπατούσε στις φτέρνες της για να προλάβει να μην κάνει αυτό που θα μπορούσε να τον εκνευρίσει. Πράγματα απλά, όπως το να βγάλει κατά λάθος την πρίζα από τον αποκωδικοποιητή της τηλεόρασης σκουπίζοντας, να αφήσει τα ρούχα της αφηρημένη στο μπιντέ, την ώρα που κάνει μπάνιο, να σβήσει τα μηνύματα μιας τυπικής συνομιλίας με έναν συνάδελφο της, γνωρίζοντας ότι ο άντρας της θα τσεκάρει το κινητό της. Ας μην κοροϊδευόμαστε ότι όλα αυτά μάς είναι ξένα. Φτάνει με αυτή την υποκρισία.
Το χειρότερο είναι η βαθιά, πηχτή αδικία που νιώθουν οι γυναίκες αυτήν τη στιγμή. Διαπιστώνουμε αυτό που γνωρίζαμε πάντα, αλλά εθελοτυφλούσαμε. Η δική μας ζωή μοιάζει να είναι λιγότερο άξια, λιγότερο σημαντική από των αντρών. Η Τοπαλούδη αλλά και η Τσάπα είχαν ζητήσει μάταια βοήθεια από την αστυνομία, η κοπέλα-θύμα στην Ηλιούπολη βρέθηκε, αντί στο νοσοκομείο, να ανακρίνεται για ώρες στο υπουργείο Εσωτερικών. Όσο για τον Παναγιώτη Φραντζή, τον άντρα της 18χρονης Ζωής που βρέθηκε διαμελισμένη σε 16 κομμάτια το 1987, αποφυλακίστηκε δεκαοκτώ χρόνια μετά. Σήμερα δουλεύει σε μίνι-μάρκετ και έχει κάνει τη δική του οικογένεια.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.