Καιρό τώρα, η επικαιρότητα σφαδάζει από τα απανωτά εγκλήματα εναντίον γυναικών. Η φρικτή γυναικοκτονία της Καρολάιν, ο βιασμός μιας εργαζόμενης γυναίκας στα Πετράλωνα, ο βιασμός μιας άλλης στο Κολωνάκι είναι η σοδειά φρίκης μόνο των τελευταίων ημερών.
Ακόμη και έτσι, όμως, με τον τόπο να βράζει ξεκάθαρα πια από τα περιστατικά έμφυλης βίας, τα περισσότερα ελληνικά media –και κυρίως οι τηλεοπτικοί σταθμοί - μοιάζουν να μην καταλαβαίνουν. Να συμπονούν και να συμπάσχουν μόνο στα λόγια. Να έχουν πειστεί ότι πρόκειται για business as usual, θέμα επικαιρότητας που πρέπει να καλυφθεί και μετά πάμε για το επόμενο. Και κυρίως, να ακυρώνουν μία σημαντική νίκη, που σταδιακά εξελίσσεται σε ήττα.
Ας εξηγήσουμε λίγο, ειδικά αυτό το τελευταίο: στην περίπτωση του 32χρονου γυναικοκτόνου, τα media σχεδόν χωρίς να το καταλάβουν, προχώρησαν σε μία σπουδαία εξαίρεση. Σταμάτησαν να χρησιμοποιούν «θολό» και pixel στις φωτογραφίες του, όπως και σε εκείνες της άγρια δολοφονημένης Καρολάιν. Για πρώτη φορά, ο κόσμος μπορούσε να δει τον δράστη και το θύμα του, χωρίς περιορισμούς. Να δει με τι πραγματικά μοιάζουν οι άντρες που δολοφονούν γυναίκες, να δει πώς μπορεί να είναι οι «ευτυχισμένοι γάμοι», να γίνει σαφές ότι οι φονιάδες δεν είναι τέρατα που κρύβονται στο υπόγειο, αλλά ο γείτονας «που δεν είχε δώσει δικαιώματα».
Ήταν τέτοια η οργή του κόσμου αυτή τη φορά –μετά από μία Τοπαλούδη, μία Ίτον, την άτυχη γυναίκα στη Μακρινίτσα και τόσες ακόμα-, ήταν τέτοιο το θέατρο και το πάρε – δώσε του γυναικοκτόνου με τα media, που δεν είχε κανένα νόημα, ούτε καν νομικό, η προσπάθεια κάλυψης του προσώπου του.
«Ανείπωτη τραγωδία» σημειώνει ο ένας, προφανώς αγνοώντας τους όρους της τραγωδίας, «ο δολοφόνος δήλωσε αποκλειστικά σ’ εμάς», υπογραμμίζει ο άλλος, θεωρώντας ότι μιλά με superstar (!), «είναι δυνατόν να θέλει κάποιος να βιάσει μία ηλικιωμένη;», αναρωτιέται με περισσή άγνοια για την κουλτούρα του βιασμού ο τρίτος σ’ ένα σερί ντροπιαστικών ανταποκρίσεων.
Όμως, μετά, η τηλεόραση, για λόγους που μόνο εκείνη γνωρίζει, αποφάσισε να αποθεώσει τον δολοφόνο, να τον «χαϊδέψει», να προσπαθήσει να τον εξηγήσει με ατέλειωτα κόντινα πλάνα, με εξαντλητικές προσωπογραφίες, με ανελέητα χυδαίο αισθησιασμό να περιγράψει το κάθε του βήμα.
Όλα αυτά με σπικάζ που βρίθουν αστοχιών και πάνελ που έχουν «τερματίσει» το κοντέρ της ασυναρτησίας, των απολύτως ακατάλληλων κλισέ, αλλά και της εμετικής συμπερασματολογίας. Τόσο προκλητικά κι ανεύθυνα πια, που δικαίως οι τηλεθεατές ξεσπούν με ύβρεις στα social media, ενώ οι πιο μετριοπαθείς προσπαθούν να καταλάβουν, αν πρόκειται για «γραμμή», για απέραντη βλακεία ή απλώς δημοσιογραφία του 1950 που την έφαγε από καιρό ο σκώρος.
«Ανείπωτη τραγωδία» σημειώνει ο ένας, προφανώς αγνοώντας τους όρους της τραγωδίας, «ο δολοφόνος δήλωσε αποκλειστικά σ’ εμάς», υπογραμμίζει ο άλλος, θεωρώντας ότι μιλά με superstar (!), «είναι δυνατόν να θέλει κάποιος να βιάσει μία ηλικιωμένη;», αναρωτιέται με περισσή άγνοια για την κουλτούρα του βιασμού ο τρίτος σ’ ένα σερί ντροπιαστικών ανταποκρίσεων.
Και ενώ τα δελτία και οι ενημερωτικές εκπομπές θεωρούν ότι δίνουν ολόσωστα τη μάχη για την ενημέρωση, στο τηλεοπτικό κάδρο μπαίνουν και οι ψυχαγωγικές. Που αλλάζουν τη ροή του αιωνίως ανάλαφρου προγράμματος τους «λόγω της σοβαρότητας του γεγονότος» και ρίχνουν το δικό τους βρώμικο νερό σ’ αυτόν τον άθλιο μύλο.
Βίντεο με προσωπικές στιγμές της δολοφονημένης κι από κάτω να «τρέχουν» τίτλοι, τύπου «Όταν το ζευγάρι ήταν ακόμη ευτυχισμένο». Τι φάουλ! Τι ασχετοσύνη! Με πόσο ελαφριά καρδιά απομακρυνόμαστε από τη γυναικοκτονία.
Μαρτυρίες φίλων και γειτόνων, για τον τέλειο γαμπρό (!), αυτόν που κάθε κορίτσι θα ήθελε (!!), όλα σφάζονται και όλα μαχαιρώνονται κι ας περνάει το απολύτως λάθος μήνυμα, ενώ ταυτοχρόνως ικανοποιείται και ο χαμερπής πόθος της κάθε άσχετης παρουσιάστριας, πόθος που δεν είναι άλλος από την άνοδο των ποσοστών τηλεθέασης.
Αναμασώντας ότι σέβονται τη μνήμη της φρικτά δολοφονημένης γυναίκας, σερβίρουν τις πλέον ασεβείς εικόνες, τεμαχίζουν κάθε πλάνο της ζωής της, συμπεραίνουν, διερωτώνται, ακόμη ακόμη και πετούν λάσπη, χωρίς να έχουν πραγματικά ιδέα για το τι συντελείται εδώ.
Όσο το ΕΣΡ κοιμάται γαλήνιο, λέγονται τα πιο απίθανα πράγματα και μάλιστα από έμπειρους του ρεπορτάζ, προβάλλονται τα πιο ανεπίτρεπτα πλάνα και τα σουπεράκια (οι τίτλοι με τους οποίους σερβίρεται το κάθε τηλεοπτικό ρεπορτάζ) μοιάζουν γραμμένα είτε από ανίδεους μαθητευόμενους είτε από δημοσιογράφους που έμειναν κολλημμένοι στη δεκαετία του ’70 και του ’80, τότε που οι αστυνομικοί συντάκτες ξετσίπωτα σκλήριζαν στους προϊσταμένους τους ότι «κρατούν το πτώμα με νύχια και με δόντια» για να έρθει να τραβήξει φωτογραφίες ο φωτογράφος της εφημερίδας.
Τι μάς συμβαίνει αλήθεια; Τι συμβαίνει στον πυρήνα της δουλειάς μας που «είναι η ψυχή της δικαιοσύνης»; Άραγε λαμβάνει έστω και λίγο υπ’ όψιν του ο κλάδος τους αναγνώστες / τηλεθεατές και ακροατές που πανεύκολα πια εντοπίζουν την ασχήμια και μάς την επισημαίνουν με κάθε τρόπο, αλλά δεν ακούμε;
Γιατί δεν ακούμε, όμως; Γιατί επιμένουμε σ’ ένα data παλιακό και μια γλώσσα που μιλούν μόνο όσοι λεκιάζουν πρόθυμα τον χώρο με τις λάσπες;
Την ώρα που πολλοί θίγονται για τη χουντάρα την πολιτική ορθότητα που τους περιορίζει, την ώρα που η γλώσσα –ως μέσο επικοινωνίας και κατανόησης- πασχίζει να ακολουθεί λιγότερο κακοποιητικούς δρόμους (μήπως και σωθεί κάποιο παιδί, κάποια γυναίκα, ένας άνθρωπος σε κίνδυνο), ένα μεγάλο κομμάτι της ενεργού δημοσιογραφίας αποδεδειγμένα μένει πίσω και παίζει με τη φωτιά.
Και φυσικά δεν μιλάει ποτέ για τα του οίκου της ούτε τολμά να κάνει την αυτοκριτική της. Όσο πιο έμπειρος και παλιός ο δημοσιογράφος, τόσο πιο πιο δύσκολο το “mea culpa”. Ίσως, διότι στις μέρες μας το «συγνώμη, λάθος» για την κοινωνία σημαίνει χειροπιαστή αλλαγή. Κι είναι μια αλλαγή που συμβαίνει με πολύ διάβασμα, τεντωμένα αυτιά και σχετικά κλειστό στόμα. Πώς να αφουγκραστείς, αν μιλάς συνεχώς και ως επί το πλείστον λες βλακείες και μάλιστα επικίνδυνες;
Και πώς να καταλάβεις το λάθος, όταν η κακώς εννοούμενη συναδελφική αλληλεγγύη σε ραίνει με βλακώδη κομπλιμάν –ο πατριάρχης του αστυνομικού ρεπορτάζ, η βασίλισσα του δικαστικού ρεπορτάζ, ο μάγος του ελεύθερου ρεπορτάζ- ενώ απλώς θα έπρεπε να σού είχε κλείσει το μικρόφωνο, στην καλύτερη περίπτωση;
Δεν είναι η πρώτη φορά που ο χυδαίος αισθησιασμός των media σε εγκλήματα έμφυλης βίας εξοργίζει. Ας είναι η πρώτη φορά, ωστόσο, που θα γίνει αφορμή για μία μεγάλη συζήτηση που θα αλλάξει τον τρόπο και κυρίως τη γλώσσα που χρησιμοποιείται για την κάλυψη τέτοιων γεγονότων.