Οι Γέφυρες του Μάντισον
(Κλιντ Ίστγουντ, 1995)
Εν μέσω πανδημίας όλα εξελίσσονται σε ένα παρατεταμένο «on». Από τη μία, τα φωτισμένα πληκτρολόγια, οι βιντεοκλήσεις, οι τηλεδιασκέψεις, το διαδικτυακό σεξ και από την άλλη οι ανακοινώσεις περί τέλους των φιλιών, της χειραψίας και των αγκαλιών.
Μέσα σε αυτό το παράξενο αποτύπωμα του κορωνοϊού ανακάλυψα και είδα μια υπέροχη ταινία από το μακρινό 1995, τις «Γέφυρες του Μάντισον» με τους Κλιντ Ιστγουντ και Μέριλ Στριπ. Πρόκειται για μια τρυφερή και συγκινητική ιστορία δύο ώριμων ανθρώπων η οποία διαδραματίζεται με φόντο τις παλιές σκεπαστές γέφυρες της κομητείας του Μάντισον, στην Άιοβα.
Ο Ρόμπερτ Κινκάιντ, πενήντα δύο χρονών, φωτογράφος, συνεργάτης του «National Geographic», άνθρωπος παράξενος, ταξιδευτής στις ασιατικές ερήμους, στους μακρινούς ποταμούς και στις αρχαίες πόλεις, απόλυτα αφοσιωμένος στο επάγγελμά του, δεν νιώθει να βρίσκεται σε αρμονία με την εποχή του. Στην πόλη καταφθάνει για να φωτογραφήσει τις γραφικές γέφυρές της. Την ίδια στιγμή, η Φραντζέσκα Τζόνσον, σαράντα πέντε χρονών, γυναίκα αγρότη, ζει τώρα σ' ένα αγρόκτημα της Άιοβα, με θολές αναμνήσεις από τα όνειρα της παιδικής της ηλικίας. Είναι και οι δύο σχετικά ευχαριστημένοι από τη ζωή τους.
Όταν όμως ο Ρόμπερτ Κινκάιντ, μέσα στη ζέστη και στη σκόνη ενός καλοκαιριού της Άιοβα, στρίβει το φορτηγάκι του στο δρομάκι του αγροκτήματός της για να ζητήσει πληροφορίες, ο κόσμος αποκτά ένα νέο νόημα γι' αυτούς, οι ψευδαισθήσεις και οι συνήθειες διαλύονται και ζουν μαζί έναν έρωτα σπάνιας και σπαρακτικής ομορφιάς, απ' αυτούς που σφραγίζουν για πάντα μια ζωή. Ουσιαστικά, παρακολουθούμε ένα φλογερό ειδύλλιο που διαρκεί μόλις τέσσερις μέρες.
Το συγκεκριμένο φιλμ, σε σκηνοθεσία του Κλιντ Ιστγουντ, αποδεικνύεται το ίδιο επιτυχημένο με το ομότιτλο μπεστ σέλερ του Ρόμπερτ Τζέιμς Γουέιλερ στο οποίο βασίστηκε. Ένα υπαρξιακό δράμα βγαλμένο από μια άλλη εποχή στην οποία οι σχέσεις κυλούσαν με ματιές, αγγίγματα, κινήσεις, εκφράσεις και όνειρα. Αναμφίβολα η πιο δυνατή στιγμή της ταινίας είναι εκείνη που το πρωταγωνιστικό δίδυμο βρίσκεται χώρια, ο ένας στη βροχή και ο άλλος μέσα στο αυτοκίνητο να πρέπει να πάρει τη μεγάλη απόφαση.
Μια ρομαντική σπουδή για τις κομβικές αποφάσεις της ζωής μας, τις βαθύτερες επιθυμίες, τους ανεκπλήρωτους έρωτες και για το αποτύπωμα που αφήνουμε στους ανθρώπους. Επιπρόσθετα, είναι μια ταινία που αξίζει κάποιος να δει την περίοδο του εγκλεισμού προκειμένου να αντιληφθεί ότι ακόμη και μέσα στο χρονικό διάστημα τεσσάρων ημερών μπορείς να ζήσεις μια ολόκληρη ζωή.
— Γιάννης Πανταζόπουλος
The Cotton Club Encore
(Φράνσις Φορντ Κόπολα, 2019)
Επιβεβλημένη η ταινιοθεραπεία για να βγει η καραντίνα. Το καθημερινό διαιτολόγιο περιλαμβάνει 3 με 4 προβολές, μία ξεχωριστή από αυτές ήταν εκείνη του «The Cotton Club Encore». Όπως με το Final Cut του «Αποκάλυψη Τώρα» που είδαμε το φθινόπωρο στις Νύχτες Πρεμιέρας, έτσι κι εδώ ο Κόπολα επέστρεψε στη δημιουργία του, αλλάζοντας το μοντάζ της εκδοχής που βγήκε στις αίθουσες το 1984 και προσθαφαιρώντας σκηνές. Την ταινία τη θυμόμουν σαν μια ευγενή αποτυχία. Διαπίστωσα ότι και με αυτό το νέο μοντάζ κάποια προβλήματα που είχε δεν διορθώνονται. Η αφηγηματική σύγχυση, ειδικά κατά το πρώτο ημίωρο, η απουσία μεταβατικών σκηνών και η παρεπόμενη αποψίλωση του δράματος είναι και πάλι εδώ.
Από την άλλη όμως αυτό το νέο cut ανέδειξε, τουλάχιστον στα μάτια μου, πιο καθαρά τις προθέσεις του Κόπολα. Η λευκή και η μαύρη ιστορία δεν συσχετίζονται, δεν διαπλέκονται ποτέ, όχι λόγω σεναριακής προχειρότητας, μα λόγω συνειδητής δημιουργικής επιλογής. Αφενός για να γίνει ο ταξικός και φυλετικός διαχωρισμός σαφέστερος, αφετέρου –και κυρίως– επειδή πρωταγωνιστές στο όραμα του Κόπολα δεν είναι οι άνθρωποι, είναι το Κότον Κλαμπ καθαυτό. Να που η απάντηση υπήρχε στον τίτλο, εγώ δεν μπορούσα να τη δω.
Ο Κόπολα θέλει να αναπλάσει τεχνητά και εντελώς κινηματογραφικά ένα μουσικό κλαμπ της εποχής της ποτοαπαγόρευσης, θέλει να καταρτίσει ένα ολοκληρωμένο κινηματογραφικό σύμπαν, στο οποίο η ζωή να (φαντάζει πως) συνεχίζεται και εκτός κάδρου. Και τα καταφέρνει θαυμάσια. Τόσο με την αξιοποίηση του βάθους πεδίου, όσο και με τον θαυμαστό ηχητικό σχεδιασμό, κάθε τραπέζι στο Κότον Κλαμπ μοιάζει να έχει να πει τη δική του ιστορία, την οποία αν πλησιάσεις λίγο, ίσως και να ακούσεις. Και η μουσική, ενισχυμένη και σε φιλμικό χρόνο σε αυτό το νέο cut, έρχεται πιο έντονα στο προσκήνιο. Ακόμα και ο τρόπος που μοντάρει –και που αφηγείται ίσως; – ο Κόπολα είναι εντελώς τζαζ, καθιστώντας την ταινία must για τους φίλους της σχετικής σκηνής.
Όσο για τους υπόλοιπους; Το «Κότον Κλαμπ» και στη νέα του εκδοχή ίσως να μην είναι μια ταινία που θα πρότεινες ανεπιφύλακτα σε εκείνον που θέλει να ακούσει μια στρωτή ιστορία. Σε αυτές τις ιδιάζουσες συνθήκες καθημερινότητας, όμως, εκείνο που θέλεις και χρειάζεσαι περισσότερο είναι να ακούσεις μια ιστορία με αρχή, μέση και τέλος ή να αποδράσεις για κάποιες ώρες σε ένα συμπαγές, απορροφητικό, αληθοφανώς τεχνητό (sic) κινηματογραφικό σύμπαν;
Αν επιλέγεις το δεύτερο, το «Κότον Κλαμπ» ανακαινίστηκε, άνοιξε ξανά τις πόρτες του και σε περιμένει.
— Γιάννης Βασιλείου
Ο Κόσμος σού Ανήκει
(Ρομέν Γαβράς, 2018)
Πρόκειται για ταινία που απαξιώθηκε ανελέητα και παγκοσμίως από την κριτική, ήδη από την προβολή της στο «Δεκαπενθήμερο σκηνοθετών» του Φεστιβάλ Καννών, το 2018. Για την ακρίβεια, ήταν η πιο πολυαναμενόμενη εκείνης της διοργάνωσης. Και δικαίως υπήρχαν μεγάλες προσδοκίες, καθώς –και παρά το ότι είναι μόλις η δεύτερη μεγάλου μήκους που γυρίζει– o Ρομέν Γαβράς έχει πάντα τα βλέμματα στραμμένα πάνω του, επειδή είναι «τρομερό παιδί» της διαφήμισης των μεγάλων brands ειδών πολυτελείας και ντάρλινγκ των σούπερσταρ της pop, που του αναθέτουν τα μουσικά βίντεο τους.
Η θετικότερη αξιολόγηση των κριτικών το 2018 περιέγραφε την ταινία ως «χιονοστιβάδα σαρκασμού». Και αυτό ισχύει. Ο Ρομέν Γαβράς σαρκάζει ό,τι βρεθεί μπροστά του, ξεκινώντας από τα κλισέ που χρησιμοποιεί. Επιπλέον, ακολουθεί σταθερά την αγαπημένη του ασεβή τακτική να γκρεμίζει ό,τι γκρεμίζεται. Απλά για τη χαρά του βανδαλισμού και για την επιβεβαίωση ότι η βία (κάθε μορφής) είναι τόσο έμφυτη στον άνθρωπο, που δεν διασώζει από την παρουσία της στιγμές αγάπης, χαράς, «καλοσύνης» και ανεμελιάς.
Το σενάριο ακολουθεί μόνο όποια τροπή οδηγεί προς το πιο απίθανο από όλα τα πιθανά, όπως θα συνέβαινε, ας πούμε, σε μια ταινία του Ταραντίνο. Τα πλάνα, και ειδικά τα γενικά μακρινά, από drone, οδηγούν σε εικόνες εξωπραγματικής ομορφιάς, όπως θα συνέβαινε, ας πούμε, σε μια ταινία του Σορεντίνο. Οι κωμικοί χαρακτήρες και οι καταστάσεις στις οποίες μπλέκονται έχουν έναν «πυθμένα» τραγικότητας, όπως θα συνέβαινε, ας πούμε, σε μία ταινία του Κώστα Γαβρά, που είναι ο μπαμπάς του Ρομέν.
Προκύπτει, δηλαδή, ότι όλα ερμηνεύονται από το ότι ο άνθρωπος έχει μάθει τη δουλειά στο σπίτι και από τα γεννοφάσκια του και για τον λόγο αυτό έχει την ικανότητα να παραχώνει Κορνήλιο Καστοριάδη σε μια γκροτέσκα συνθήκη περιπέτειας με «καλοκάγαθους» μαφιοζίσκους ή να ανασύρει στην επιφάνεια το ανεξιχνίαστο ποιητικό βάθος μιας γαλλικής μελό ποπ επιτυχίας της δεκαετίας του '80.
Και φυσικά υπάρχει όλο αυτό το ασύλληπτο καστ, ξεκινώντας από Ιζαμπέλ Ατζανί και Βενσάν Κασέλ, για να φτάσουμε μέχρι και τον τελευταίο ρόλο, που είναι όλοι τόσο κωμικοί ώστε όχι μόνο γελάς συνέχεια, αλλά και θέλεις στο τέλος να πεις «σ' ευχαριστώ κορωνοϊέ, που, χάρη στη μαυρίλα σου, βρήκα χρόνο να δω αυτήν την ταινία».
— Γιάννης Κωνσταντινίδης
Earth
(Αλεξάντρ Ντοβζένκο, 1930)
Το «Earth» του Αλεξάντρ Ντοβζένκο ξεκίνησα να το βλέπω τυχαία, αγνοώντας τι είναι και ποιος είναι ο σκηνοθέτης του. Τη βρήκα σε streaming, είδα ότι είναι βουβή (παραγωγής 1930), χαμήλωσα τη φωνή, έβαλα για συνοδεία τον νέο δίσκο του Pop Smoke και την έβαλα να παίζει την ώρα που έσκαγαν τα πρώτα πυροτεχνήματα της Ανάστασης. Το εναρκτήριο πλάνο –μιας εξπρεσιονιστικής εικόνας που δείχνει απέραντο ουρανό, θερισμένα χωράφια και ηλιοτρόπια και μετά αγρότες που μαζεύουν μήλα– ήταν αρκετό να με κρατήσει στον καναπέ (οι απέναντι που δεν είχαν δώσει σημάδια ζωής για δυο χρόνια είχαν βγει με λαμπάδες στο μπαλκόνι).
Στο επόμενο πλάνο, ένας ηλικιωμένος με γενειάδα που έμοιαζε με τον γέρο με το τσιμπούκι –που κάποτε στόλιζε άπειρα καθιστικά της ελληνικής επαρχίας–, ρωτάει έναν άλλο γέρο: «Πεθαίνεις Συμεών;». «Πεθαίνω Πέτρο». «Άντε, πέθανε τώρα, κι όταν είσαι νεκρός, ενημέρωσέ με πού είσαι, στην κόλαση ή στον παράδεισο και πώς αισθάνεσαι εκεί». «Εντάξει Πέτρο, αν είναι δυνατό, θα σε ενημερώσω». Ο γέρο-Συμεών σηκώνεται, τρώει ένα μήλο, και μετά ξαπλώνει και πεθαίνει.
Ακολουθούν σκηνές θρήνου, αλλά δεν είναι για τον γέρο-Συμεών, οι αγρότες θρηνούν για τα μαντάτα, οι πλούσιοι γαιοκτήμονες καταχρώνται τη γη των φτωχών αγροτών και αυτοί που μένουν πίσω (ο γιος του γέρου, ο Opanas, και ο εγγονός του, ο Βασίλι) προσπαθούν να επιβιώσουν σε συνθήκες σκλαβιάς. Ο Βασίλι, εμπνευσμένος από τον κομμουνισμό, ξεσηκώνει τους νέους για να δημιουργήσουν αγροκτήματα συλλογικής ευθύνης και να ξεσηκωθούν ενάντια στην αδικία. Στη συνέχεια η ταινία γίνεται πολύ δυνατό δράμα, ο Βασίλι δολοφονείται και γίνεται μάρτυρας, δίνοντας δύναμη στους υπόλοιπους αγρότες να κάνουν το όραμά του πραγματικότητα.
Πέρα από την έντονη προπαγάνδα (το «Earth» ήταν μία ταινία προπαγάνδας όπως ήταν και το «Θωρηκτό Ποτέμκιν» του Αϊζενστάιν), η ταινία είναι ένα αριστούργημα κινηματογραφίας, με εικόνες απίστευτης ομορφιάς που παρουσιάζουν τον κύκλο της ζωής με έναν εξαιρετικό τρόπο και χαρακτήρες-πίνακες που αντιπροσωπεύουν όλες τις κοινωνικές τάξεις. Είναι και η πιο γνωστή από τις ταινίες του Αλεξάντρ Ντοβζένκο και η καλύτερή του, και αυτή που ολοκλήρωνε μια άτυπη τριλογία μαζί με το «Zvenigora» (1928) και το «Arsenal» (1929).
— M. Hulot
Ευτυχία
(Τοντ Σόλοντζ, 1998)
Τα κείμενα του περιοδικού ΣΙΝΕΜΑ, που ξεκίνησα να αγοράζω σε ηλικία 11 ετών, αρχής γενομένης με το τεύχος 90, τον Μάιο του 1998, λόγω του αφιερώματος στις ταινίες τρόμου και της συνοδευτικής βιντεοκασέτας του «Δράκουλα» του Κόπολα, με έχουν καθορίσει, όχι μόνο ως επαγγελματία αλλά και ως προσωπικότητα. Ρουφούσα τα πάντα, δύο και τρεις και τέσσερις φορές, καταλάβαινα λίγα, αλλά οι διεργασίες που ήταν να γίνουν, γίνονταν.
Διαβάζοντας λοιπόν τα πάντα για το «Happiness» του Τοντ Σόλοντζ, από την πρώτη του παρουσίαση στις Κάννες, μέχρι τις εκθειαστικές κριτικές και τα άπειρα αστεράκια που του χάρισε σύσσωμη η ομάδα σύνταξης του περιοδικού, το είχα τοποθετήσει στη watchlist μου εδώ και πολλά χρόνια (προφανώς –κι ευτυχώς!– δεν το είχα δει στην πρώτη προβολή του, αλλά κι έκτοτε δεν είχε τύχει να πέσω πάνω του). Βλέποντάς το, 22 χρόνια αργότερα, τις πρώτες μέρες της καραντίνας, συνειδητοποίησα καταρχάς τον τρόπο με τον οποίο «αποθηκεύονται» στο υποσυνείδητο πράγματα που σου προκαλούν εντύπωση στην παιδική σου ηλικία, για να βρουν αφορμή να ανασυρθούν μεμιάς δεκαετίες μετά.
Προφανώς οι περιγραφές για τις πιο σοκαριστικές της σκηνές, για το σπέρμα με το οποίο ο χαρακτήρας του σπαραχτικού Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν κολλούσε τα flyers στον τοίχο, για την τελική, απίστευτα ισοπεδωτική σκηνή με τον σκύλο της οικογένειας, και κυρίως για εκείνη τη δυσβάσταχτη, face to face εξομολόγηση του παιδεραστή πρωταγωνιστή στον γιο του, μετά την αποκάλυψη, όπου υποβάλλεται στην ερώτηση «Θα με γαμούσες κι εμένα;», είχαν καταγραφεί και τις θυμήθηκα όλες αυτούσιες, σαν να τις είχα δει τότε.
Η «Ευτυχία» είναι από τις πιο άβολες, ενοχλητικές, οριακές, κατάμαυρα αστείες ταινίες που έχω δει – και όχι μόνο για τον μοναδικό τρόπο με τον οποίο πραγματεύεται ένα από τα τελευταία ταμπού του σύγχρονου δυτικού πολιτισμού, αυτό της παιδοφιλίας. Η ιστορία των Τζόρντανς, του πάτερ φαμίλια που αποφασίζει να χωρίσει από την επί δεκαετίες σύζυγό του για να περάσει μόνος τα χρόνια που του απομένουν, και των τριών κορών του, της επιτυχημένης συγγραφέα Έλεν, που προσπαθεί να νιώσει κάτι μέσα στον καθημερινό βερμπαλισμό της, της «καλοπαντρεμένης» Τρις, της οποίας ο ψυχίατρος σύζυγος ορέγεται τους συμμαθητές του γιου τους, και της «αποτυχημένης» Τζόι, την οποία όλοι θεωρούν καμένο χαρτί, ισοπεδώνει κάθε ιερό και όσιο της πυρηνικής οικογένειας, με ένα σενάριο που φαντάζει αδιανόητο ακόμα και σήμερα. Το Φεστιβάλ του Σάντανς είχε αρνηθεί να την προβάλει και ο Σόλοντζ δυσκολεύτηκε να βρει διανομέα στην Αμερική, αν και τελικά γι' αυτό το εξαιρετικό του σενάριο βρέθηκε με μια υποψηφιότητα για Χρυσή Σφαίρα την επόμενη χρονιά. Κι εγώ βρέθηκα να γυρνάω στα κατάβαθα της παιδικής μου ηλικίας με τον πιο αναπάντεχο τρόπο.
— Αλέξανδρος Διακοσάββας
Motherless Brooklyn
(Έντουαρντ Νόρτον, 2019)
Ο Έντουαρντ Νόρτον είναι από τους ηθοποιούς που εκτιμώ πολύ όχι μόνο για τις υποκριτικές του ικανότητες αλλά και γιατί δεν θεωρεί απαραίτητο να δίνει συνεχώς το «παρών» στα κινηματογραφικά πράγματα, εκτός κι αν έχει κάτι να πει ο ίδιος ή η ταινία γίνεται με όρους που εκπροσωπούν τη δική του φιλοσοφία. Τουλάχιστον αυτό φαίνεται από τα φιλμ στα οποία έχει πρωταγωνιστήσει ως τώρα. Τίτλοι όπως το «Primal Fear», το «The People vs Larry Flynt», το «Everyone says I love you», το «American History X», το «Birdman», η «Frida», το «25th Hour» και το «Fight Club» είναι ενδεικτικοί της επιλεκτικής πορείας του.
Την τελευταία του ταινία, στην οποία, εκτός από τον πρωταγωνιστικό ρόλο, είχε αναλάβει και αυτόν του σεναριογράφου και σκηνοθέτη, περίμενα με ανυπομονησία να δω και για έναν ακόμη λόγο: πρόκειται για τη διασκευή ενός σύγχρονου αστυνομικού μυθιστορήματος που ο Νόρτον μεταθέτει χρονικά στη δεκαετία του '50, με μια αίσθηση έντονου νουάρ και την τζαζ να ντύνει την πλοκή σε ένα μεγάλο κομμάτι της.
Το «Motherless Brooklyn» («Οι σκιές του Μπρούκλιν» ο ελληνικός τίτλος) είναι η ιστορία ενός ντετέκτιβ που προσπαθεί να εξιχνιάσει τον φόνο του μέντορά του, άμεσα συνδεδεμένο με το gentrification του Μπρούκλιν, που δεν γινόταν με ιδιαιτέρως νόμιμους τρόπους ή ευαισθητοποίηση απέναντι στους κατοίκους του. Το κάτι παραπάνω στην υπόθεση δίνει το γεγονός ότι ο ντετέκτιβ πάσχει από το σύνδρομο Τουρέτ: λόγω μιας εκ γενετής ανωμαλίας που δημιουργεί μια αναρχία στο μυαλό του, λέει και επαναλαμβάνει πράγματα ή κινήσεις ακούσια. Ο Νόρτον εδώ δεν είναι το σκληρό, τύπου Μπόγκαρτ λαγωνικό, αλλά ένας συμπαθής, αστείος, φαινομενικά αφελής και χωρίς σκιές χαρακτήρας, που θυμίζει αρκετά τον Άαρον Στάμπλερ, τον ήρωα του «Primal Fear» που τον έκανε γνωστό πριν από περίπου δύο δεκαετίες.
Ξεχωριστό ρόλο παίζει η τζαζ, που, κατά τη γνώμη μου, γίνεται κάτι παραπάνω από συνοδευτική ή αυτονόητη για μια ταινία της οποίας το σενάριο περιλαμβάνει τζαζ κλαμπ και μουσικούς. Το κομμάτι του Τομ Γιορκ, μάλιστα, με τίτλο «Daily Battles» είναι όσο «σκοτεινό» χρειάζεται, αλλά και περίεργα ταιριαστό με τις «καθημερινές μάχες» που δίνουμε, και θα συνεχίσουμε να δίνουμε, στη νέα μας πραγματικότητα.
— Μαρία Δρουκοπούλου
That Thing You Do!
(Τομ Χανκς, 1996)
Στις αρχές του Απριλίου πολλοί ξένοι δημοσιογράφοι και γενικώς άνθρωποι του κινηματογραφικού χώρου γέμισαν το Twitter με κλιπάκια και φωτογραφίες από το «That Thing You Do!», την ταινία που έγραψε και σκηνοθέτησε ο Τομ Χανκς το 1996 επειδή πλέον μπορούσε – δεν ήταν πια ο ηθοποιός των feelgood κωμωδιών αλλά ο ηθοποιός 2 συνεχόμενων Όσκαρ ερμηνείας. Ο λόγος δεν ήταν ευχάριστος, καθώς είχαν μαθευτεί τα νέα για τον θάνατο του μουσικού Άνταμ Σλέσινγκερ από κορωνοϊό, μόλις στα 52 του. Μεταξύ των πολλών που έκανε στην καριέρα του, ήταν η δημιουργία του ομώνυμου τραγουδιού της ταινίας που του έδωσε υποψηφιότητα για Όσκαρ και Χρυσή Σφαίρα. Συνεργάτες του στην ταινία τον αποχαιρέτησαν και ο Τομ Χανκς υπενθύμισε την πολύ σημαντική συνεισφορά του στην αναβίωση της εποχής μέσω του ήχου του.
Για κάποιο λόγο το είχα προσπεράσει τότε, το ίδιο και τις πολλές φορές που πέτυχα μπροστά μου το DVD, ενώ και να άκουγα το τραγούδι στο ραδιόφωνο αμφιβάλλω αν θα το συνδύαζα με την ταινία. Play λοιπόν και μεγάλο χαμόγελο στο τέλος.
Ο Χανκς επένδυσε στην ευφορικότητα που μοιραία χαρίζει η νοσταλγία, στην αθωότητα της μικρής πόλης των early '60s και στα νέα πρόσωπα που βρήκε τότε (ο Τομ Έβερετ Σκοτ που δεν εκτόξευσε τελικά ποτέ την καριέρα του, η Λιβ Τάιλερ, ο Τζιοβάνι Ριμπίσι, ακόμη και η άγνωστη τότε Σαρλίζ Θέρον) για να φτιάξει μια κουκλίστικη pop ιστορία που παρέπεμπε στις μπάντες που ο ίδιος άκουγε στα νιάτα του και είχε ως βάση της το δικαίωμα στο όνειρο, όσο μακρινό και αν μοιάζει αυτό. Τέλειο φιλμ για να ξεχαστείς από τα προβλήματα του παρόντος, το δε τραγούδι το σιγοψιθυρίζω καθημερινά από τότε.
— Τάσος Μελεμενίδης
The Βig Short
(Άνταμ Μακέι, 2015)
Όταν κυκλοφόρησε η ταινία δεν ήθελα καθόλου να τη δω. Είχαμε ήδη χορτάσει από τα μνημόνια, μια ιστορία με ήρωες αυτούς που είχαν κερδίσει από μια οικονομική κρίση, όπου κι αν ήταν αυτή, δεν φαινόταν να είναι η πιο κατάλληλη επιλογή για ένα χαλαρό βράδυ στον κινηματογράφο.
Έκτοτε όμως πέρασε κάμποσος χρόνος. Βέβαια υπάρχει στο Netflix και, όσο να 'ναι, κάπως σε ιντριγκάρει να τη δεις. Βάλε και τον εγκλεισμό στη μέση και εκεί που κάποτε θα το προσπερνούσες χωρίς δεύτερη σκέψη, τώρα ήρθε και έδεσε.
Το «The Big Short» είναι από τις πιο πολιτικές ταινίες που έχουν βγει από το Χόλιγουντ τη τελευταία δεκαετία, κάτι σαν το «All the President's Men» των '00s, αλλά χωρίς αίσθηση κάθαρσης. Ένα μάθημα για το πώς καταλήξαμε εκεί που καταλήξαμε και για τις ελεύθερες αγορές που δεν είναι και τόσο ελεύθερες τελικά. Ναι, είναι στριφνή επειδή οι πρωταγωνιστές μιλάνε τις περισσότερες φορές με χρηματιστηριακούς όρους που σε έναν απλό θεατή ακούγονται αλαμπουρνέζικα. Πιάνεις όμως το κεντρικό νόημα σε σκηνές-κλειδιά και πετάγονται ανά στιγμές αληθινές προσωπικότητες άσχετες με την πλοκή με σκοπό να σ' τους εξηγήσουν με απλό τρόπο, όπως ο Άντονι Μπουρντέν, φτιάχνοντας μια ψαρόσουπα, ή η Σελίνα Γκόμεζ, παίζοντας ρουλέτα.
Στο επίκεντρο του φιλμ βρίσκονται τρεις διαφορετικοί τύποι επενδυτών, στην πλειοψηφία τους εκκεντρικοί άνθρωποι (μερικοί από αυτούς απλά τυχεροί) που κατάφεραν να προβλέψουν και να επωφεληθούν μια από τις μεγαλύτερες οικονομικές κρίσεις των ΗΠΑ. Στο τέλος όταν συνειδητοποιούν το μέγεθός της –στην πορεία πήρε σβάρνα ολόκληρο τον πλανήτη–, δεν αισθάνονται και τόσο κερδισμένοι. Είναι ιδανική ταινία για τους καιρούς. Σορτάρω σημαίνει ποντάρω στην καταστροφή.
Πρόσφατα διάβασα ότι το πετρέλαιο έπιασε αρνητική τιμή. Ευκαιρία, σκέφτηκα, ποιος είναι ο επόμενος στόχος, να σορτάρουμε κι εμείς. Βλέποντας την ταινία καταλαβαίνεις ότι αυτά τα παιχνίδια είναι δύσκολα, δεν αρκούν οι έξυπνες ιδέες, χρειάζεται γνώση, δουλειά, μέθοδος, χαρακτήρας. Και αλίμονο στους χαμένους.
— Μαρία Παππά
The Lost Boys
(Τζόελ Σουμάχερ, 1987)
Χρονοκάψουλα από τα '80s που σου δίνει το ίδιο fuzzy feeling με τον Ε.Τ. τον εξωγήινο, αν δηλαδή βγάλεις τον Ε.Τ. και τον αντικαταστήσεις με moody μηχανόβιους εφήβους που ντύνονται σαν ροκ σταρ, μπορούν και πετάνε και ρουφάνε και λίγο αίμα πού και πού. Σατιρικό σε στιγμές, κωμικό, σεξογκόθ θρίλερ, το «Lost Boys» δίνει με τον τρόπο του μια πιο σκοτεινή εκδοχή του Πίτερ Παν. Εδώ οι για πάντα νέοι δεν είναι αθώοι αλλά creepy βρικόλακες.
Το σκηνικό, η (φανταστική) Σάντα Κάρλα της Καλιφόρνια –παραθαλάσσιο θέρετρο όπου αλωνίζει η συμμορία των νόστιμων βαμπίρ– δεν είναι μεν Τρανσυλβανία αλλά μερικές φορές ο βραδινός καύσωνας σε συνδυασμό με το φως από τις νέον επιγραφές και τα εγκαταλελειμμένα λούνα παρκ φτάνουν για να δημιουργήσουν την ατμόσφαιρα που σου σφυρίζει ότι κάτι δεν πάει καθόλου καλά.
Δύο αδέρφια, ο έφηβος Μάικλ και ο μικρότερος αδερφός του Σαμ, μετά το διαζύγιο των γονιών τους μετακομίζουν εκεί με τη μητέρα τους. Ο Μάικλ θα μπλέξει με τη Σταρ και κατ' επέκταση με κυνηγούς βαμπίρ και βαμπίρ. Ο μικρός του αδερφός θα προσπαθήσει να τον σώσει και ταυτόχρονα να συμμαζέψει το σπίτι για να μη τους φωνάξει η μαμά τους.
— Γεωργία Παπαστάμου
Lion
(Γκαρθ Ντέιβις, 2016)
Δεν την είχα δει στον καιρό της, τη βρήκα όμως πολύ όμορφη, τίμια στις προθέσεις της, με προσεγμένη σκηνοθεσία, πολύ καλές ερμηνείες και αυθεντικές συγκινήσεις. Ο λόγος για την αυστραλέζικη ταινία του Γκαρθ Ντέιβις «Lion» (2016) με πρωταγωνιστή τον Ντεβ Πάτελ, τον γοητευτικό όσο και ταλαντούχο ινδικής καταγωγής Βρετανό ηθοποιό, ο οποίος έγινε διάσημος στα 17 του μόλις χρόνια, υποδυόμενος τον νεαρό πωλητή τσαγιού από τις φαβέλες της Βομβάης στο πολυβραβευμένο «Slumdog Millionaire» του Ντάνι Μπόιλ (2008).
Η υπόθεση του «Lion», που βασίζεται σε πραγματική ιστορία –κάτι που κάνει την εν λόγω ταινία ακόμα πιο αξιαγάπητη–, αφορά ένα χαμίνι (καταπληκτικός στο ρόλο ο μικρός Σάνι Παβάρ) από ένα φτωχικό χωριό της κεντρικής Ινδίας που φτάνει κατά λάθος με τρένο στην Καλκούτα, εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά. Ολομόναχος σε μια μεγαλούπολη χαοτική, μη γνωρίζοντας την τοπική γλώσσα (μπενγκάλι) και μη μιλώντας καλά ούτε καν τα χίντι, όντας μόλις 5 ετών και αγράμματος, με αποτέλεσμα να προφέρει λάθος τόσο το όνομα του τόπου του, όσο και το δικό του (συστήνεται ως Σαρού ενώ κανονικά ονομάζεται Σερού, που σημαίνει λιοντάρι, εξού και ο τίτλος της ταινίας), θα ευτυχήσει μετά από διάφορες περιπέτειες να υιοθετηθεί από ένα ζευγάρι καλοστεκούμενων Αυστραλών (Ντέιβιντ Γουένχαμ - Νικόλ Κίντμαν). Θα «εξανθρωπιστεί», θα σπουδάσει, θα προκόψει –αντίθετα με το άλλο υιοθετημένο ινδάκι της οικογένειας– αλλά κάπου στα 30 του τρώει το φλας να βρει τις ρίζες του και να αναζητήσει την πραγματική του οικογένεια. Καταφέρνει τελικά να εντοπίσει το χωριό του μέσω Google Earth και ξεκινά αντίστροφα το μοιραίο εκείνο ταξίδι...
Υπάρχουν αρκετά κοινά στοιχεία στις δύο προαναφερθείσες ταινίες. Λιγότερο «χολιγουντιανό», το «Lion» εστιάζει περισσότερο στο μεγάλο κοινωνικό ζήτημα με τα δεκάδες χιλιάδες παιδιά του δρόμου που «εξαφανίζονται» κάθε χρόνο στην ινδική επικράτεια, πέφτοντας θύματα διαφόρων ειδών εκμετάλλευσης. Ελάχιστα από αυτά έχουν τη σπάνια τύχη του Σαρού Μπρίρλεϊ που αφού ολοκλήρωσε επιτυχώς κι έκανε βιβλίο την περιπέτειά του (όπου και βασίστηκε το σενάριο), αναζητά πλέον, διαβάζω, τον χαμένο πατέρα του. Καλή του τύχη!
— Θοδωρής Αντωνόπουλος
Listen to Me Marlon
(Στίβαν Ράιλι, 2015)
Έπεσα επάνω του εντελώς τυχαία, δεν το ήξερα, δεν το είχα ακούσει, αλλά ήταν μια ευχάριστη ανακάλυψη για μένα στο διαδίκτυο, αυτές τις μέρες της καραντίνας. Το εξαιρετικό ντοκιμαντέρ «Listen to Me Marlon» του Στίβαν Ράιλι καταπιάνεται με τη ζωή και την καριέρα του Μάρλον Μπράντο. Εκμεταλλεύεται το προσωπικό αρχειακό του υλικό, που περιλαμβάνει εκατοντάδες φωτογραφίες, παλιού τύπου οικογενειακά φιλμάκια, αλλά κυρίως ηχογραφήσεις του ίδιου, με εξομολογήσεις και σκέψεις που έκανε από πολύ νωρίς και κρατούσε σαν ημερολογιακές σημειώσεις ή μάλλον σαν να απευθυνόταν σε ένα φανταστικό ακροατή (εν προκειμένω στον ίδιο του τον εαυτό), οι οποίες αποκαλύπτουν έναν βαθιά σκεπτόμενο άνθρωπο. Υλικό που καθώς φαίνεται δεν είχε δει ποτέ πριν το φως της δημοσιότητας αλλά εδώ αποκαλύπτεται μαζί με τις παράπλευρες πτυχές της σπουδαίας του διαδρομής, στο θέατρο αρχικά και στον κινηματογράφο, μέσα από την οπτική του ίδιου του ηθοποιού.
Ακούμε, λοιπόν, τη δική του φωνή να αφηγείται και να ερμηνεύει όλα όσα ζούσε, τη στιγμή που συνέβαιναν, δηλαδή δεν είναι ένα ακόμα ντοκιμαντέρ όπου μιλάνε άλλοι για μια διασημότητα, δεν παρακολουθούμε συνεντεύξεις συνοδοιπόρων, συνεργατών ή συγγενών, απλά τον ίδιο τον Μάρλον Μπράντο σε αντιπαραβολή με στιγμιότυπα μιας μυθικής ζωής.
Με αφετηρία την τραγική ιστορία του γιου του, Κρίστιαν, ο οποίος δολοφόνησε τον φίλο της ετεροθαλούς αδελφής του, Σεγιέν, η ταινία μάς ταξιδεύει πίσω στα παιδικά χρόνια του Μάρλον στην Όμαχα, στις όμορφες αναμνήσεις από μια ευαίσθητη, υπέροχη, αλλά αλκοολική μητέρα και έναν μονίμως απόντα και βάναυσο πατέρα, από κει στη στρατιωτική σχολή που τον στέλνει ο τελευταίος, κι έπειτα στη Νέα Υόρκη. Εκεί, απένταρος, θα λάβει τα πρώτα μαθήματα στο περίφημο New School of Social Research από σπουδαίους δασκάλους –Εβραίους διανοούμενους, εξόριστους από τη ναζιστική Γερμανία– και θα γνωριστεί με τη μεγάλη ηθοποιό και δασκάλα υποκριτικής Στέλα Άντλερ, η οποία τον παίρνει υπό την προστασία της. Θα ακολουθήσουν οι πρώτες του μεγάλες κινηματογραφικές επιτυχίες όπως το «Λεωφορείο ο Πόθος» και το «Λιμάνι της Αγωνίας», και η αγάπη του για την Ταϊτή.
Μια συναρπαστική καλλιτεχνική διαδρομή που διανθίζεται με αποσπάσματα από τις ταινίες, συνεχίζει με τηλεοπτικές συνεντεύξεις και αποκαλύψεις για την εμμονική του σχέση με τις γυναίκες και το σεξ, τους αφορισμούς του για τον κινηματογράφο ως ευτελές εμπορικό προϊόν και εκμαυλιστή των μαζών, τις εύστοχες παρατηρήσεις του για την υποκριτική αλλά και για την πολιτική, τη στάση της Αμερικής απέναντι στους μαύρους, την απέχθειά του για τη δημοσιότητα αλλά και για τα Όσκαρ, την αντιμετώπιση των Ινδιάνων από το Χόλιγουντ, τη μεγάλη ρήξη με τον Κόπολα εξαιτίας του «Αποκάλυψη Τώρα», το ψυχικό «ξεγύμνωμα» που του επιφύλασσε ο Μπερτολούτσι στο «Τελευταίο Ταγκό στο Παρίσι», τη σταδιακή του αποχώρηση από τη βιομηχανία. Η ταινία κλείνει με την παραδοχή της αποτυχίας του ως πατέρα, την καταδίκη του γιου και την αυτοκτονία της κόρης του, αλλά και με μια συγγνώμη για τον πατέρα του.
Μια εκπληκτική ταινία τεκμηρίωσης που συν τοις άλλοις μου θύμισε όλα όσα συνδέουν το αμερικάνικο θέατρο με την κινηματογραφική υποκριτική των σπουδαίων ηθοποιών μιας άλλης εποχής.
— Χρήστος Παρίδης
Skate Kitchen
(Κρίσταλ Μοζέλ, 2018)
Το «crew» του «Skate Kitchen» είναι μία παρέα από αληθινά κορίτσια που ζουν στη Νέα Υόρκη, κάνουν skate και αποτέλεσαν την πηγή έμπνευσης για την ταινία της Κρίσταλ Μοζέλ, σκηνοθέτιδας του «The Wolfpack», το οποίο είχε λάβει ιδιαίτερη προσοχή από τους fans του indie κινηματογράφου, το 2015.
Η ίδια παρέα έφηβων κοριτσιών είναι που πρωταγωνιστεί και στην ταινία, η οποία σε αρκετά σημεία πραγματεύεται στερεοτυπικά εφηβικά θέματα μεν –αγόρια, πρώην αγόρια, ανησυχίες περιόδου, σεξουαλικότητα– αλλά επικεντρώνεται κυρίως στη δύναμη και την αγνότητα της φιλίας μεταξύ κοριτσιών που ανακαλύπτουν τον κόσμο πάνω σε τέσσερα ροδάκια.
Βλέπουμε την Καμίλ (Ρέιτσελ Βίνμπεργκ), μία καταπιεσμένη 18χρονη που ζει σε ένα προαστιακό σπίτι με τη μητέρα της (Ελίζαμπεθ Ροντρίγκεζ) στο Λονγκ Άιλαντ, να τραυματίζεται για μία ακόμη φορά από ένα «τρικ» που πήγε λάθος και τη μητέρα της να της απαγορεύει να ανέβει ξανά στο skate της. Η Καμίλ, ως γνήσια έφηβη, αψηφά την απαγόρευση και τη στιγμή που η μητέρα της φεύγει από το σπίτι, αποφασίζει να κάνει skate μέχρι το Μανχάταν για να γνωρίσει το crew skater κοριτσιών που ακολουθεί στο Instagram. Αφού την αποδέχονται στην παρέα, η Καμίλ συνάπτει ένα ρομάντζο με έναν skater από ένα εχθρικό crew των κοριτσιών, που απειλεί να καταστρέψει τη φιλία τους.
Η Μοζέλ ήταν εκείνη που γνώρισε τα μέλη του «Skate Kitchen» μεταξύ τους όταν τις κάλεσε να πρωταγωνιστήσουν σε ένα short film για τη Miu Miu. Μετά έγραψε ένα σενάριο βασισμένο σε εκείνες, όταν άρχισαν να κάνουν παρέα στην πραγματική ζωή, με κοντινά πλάνα και «εφηβική ματιά», ενδιαφέροντες χαρακτήρες, ιδιαίτερα ρούχα, καλή μουσική και ατελείωτα πλάνα τοπίων – θα μπορούσε να είναι σαν ένα μονόωρο βιντεοκλίπ. Έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε ταινίες παρόμοιου σεναρίου που πρωταγωνιστούν κατά κύριο λόγο αγόρια – οπότε αποτελεί και μία ευχάριστη αλλαγή στο συγκεκριμένο θέμα.
Η πραγματικότητα των κοριτσιών της ταινίας είναι η ακριβώς αντίθετη από αυτή που ζούμε σήμερα. Είναι συνεχώς στους δρόμους, κάνουν skate, πέφτουν κάτω (ή ξαπλώνουν ηθελημένα στο έδαφος), ακούν μουσική, μιλούν, αγκαλιάζονται με αγνώστους. Αν αυτή η ταινία προκαλεί ένα συγκεκριμένο συναίσθημα αυτήν τη στιγμή, είναι απλά μία απίστευτη ανάγκη να έρθει το καλοκαίρι και να μην κάνεις τίποτα – απλά να περπατάς στους δρόμους.
— Αφροδίτη Σακκά
Η Ψυχή στο Στόμα
(Γιάννης Οικονομίδης, 2006)
Προχθές το βράδυ –μάλλον βράδυ πρέπει να ήταν γιατί πλέον έχω χάσει μέρες, ώρες και τα συναφή–, αφού είχα δει ό,τι υπάρχει στο YouTube, σκρόλαρα για λίγο στο Facebook κι έτσι τυχαία ανακάλυψα ότι οι ταινίες του Γιάννη Οικονομίδη υπάρχουν δωρεάν online.
Όμως είπα ότι δεν θέλω να δω «Το μικρό ψάρι» για να ακούσω για νιοστή φορά το «πώς τους πετσόκοψες έτσι;», που έχει γίνει ίσως το πιο viral meme δημιουργώντας από μόνο του μια ολόκληρη ιντερνετική λατρεία, κι έκανα κλικ στην «Ψυχή στο Στόμα». Μέχρι να φορτώσει το βίντεο, διαβάζω την περιγραφή: «Ο Τάκης, υπάλληλος σε βιοτεχνία φωτιστικών και πατέρας ενός μωρού, χρωστάει λεφτά και δέχεται πιέσεις να πάρει τη σαλεμένη αδελφή του σπίτι. Κυρίως, όμως, υπομένει την απιστία της γυναίκας του, την καφρίλα που τον περιβάλλει στη δουλειά και τη μαυρίλα που του φορτώνει το αφεντικό του».
Δεν είναι αρκετά όλα αυτά, σκέφτομαι. Περιγράφουν πολύ «τυπικά» μια ταινία που αποτυπώνει με απόλυτο ρεαλισμό την κατάσταση που βιώνει ο μέσος Έλληνας (λάθος ο όρος, αλλά ok) τα τελευταία χρόνια. Το εντυπωσιακό, όμως, με αυτή την ταινία του Οικονομίδη είναι ότι βγήκε το 2006, πράγμα που δίνει πειστήρια ότι τα βαθιά μας προβλήματα υπήρχαν και προ κρίσης.
Οικογένειες εντελώς διαλυμένες, που σιχαίνεται ο ένας τον άλλον και παλεύει να τον ξεφορτωθεί, χρέη, τσακισμένη υπομονή, μισογυνισμός, ματσίλα, μπινελίκι (πολύ μπινελίκι!), απειλές, ξύλο και καμία εμπιστοσύνη σε κανέναν. Κάπως έτσι επέλεξε να σκιαγραφήσει ο Οικονομίδης τον πυρήνα της ελληνικής κοινωνίας, που θα συνεχίσει να κρύβει κάτω από το χαλί αυτά που απεχθάνεται και μάλλον θα εξακολουθεί να τα υπομένει για να μην μπει στο ράλι της διεκδίκησης. Ο Τάκης, που τον υποδύεται ο Ερρίκος Λίτσης, ενδεχομένως μπορεί να θεωρηθεί ως η ενσάρκωση της Ελλάδας, που υπομένει γιατί αυτό έχει μάθει να κάνει, μέχρι τη στιγμή που ούτε αυτό δεν θα είναι πια αρκετό. Εντάξει ναούμε;
— Ηλίας Ζωγράφος
Διαβάστε επίσης την επιλογή του Θοδωρή Κουτσογιαννόπουλου εδώ >>>