Η περίπτωση του Στίβεν Γκλας, εκ των πρωτεργατών των fake news

Η περίπτωση του Στίβεν Γκλας, εκ των πρωτεργατών των fake news Facebook Twitter
Μετά από τόση ταλαιπωρία, διαπόμπευση, αλλαγή επαγγέλματος δεν μπορεί καν να ισχυριστεί ότι είναι ο «πατέρας» των fake news (μάλιστα, αν γνωρίζει τις αμοιβές ενός επαγγελματία του είδους θα καταριέται την ώρα και τη στιγμή που προηγήθηκε της εποχής του).
0



ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΗΤΑΝ τα fake news, μετά τα deep fake και το astroturfing και–ευτυχώς- από το 2016 και μετά όλοι έχουμε γίνει λίγο πιο καχύποπτοι αναφορικά με αυτά που διαβάζουμε, βλέπουμε και ακούμε στις ειδήσεις.

To 2018, με τον Τραμπ ακόμη στην εξουσία, οι επαγγελματίες του είδους έφτασαν να μιλούν ανερυθρίαστα για τη δουλειά τους, ενώ όπως ωραία περιέγραψε και ο Άρης Δημοκίδης εδώ, κανείς, ούτε καν οι -αιώνιοι φρουροί της αλήθειας- New York Times δεν γλίτωσαν από τα νύχια ενός μαέστρου του ψεύδους που επινοούσε ρεπορτάζ και έβγαζε θέματα από το κεφάλι του, ροκανίζοντας για καιρό την αξιοπρέπεια ενός Μέσου που φημίζεται για τη διασταύρωση των ειδήσεων και των ρεπορτάζ του.

Όσο η επικαιρότητα κάλπαζε, όμως, όλα αυτά τα χρόνια, η λήθη σκέπαζε το όνομα του πρώτου διδάξαντα στα fake news, σε μία εποχή που ούτε το Διαδίκτυο γνώριζε τις σημερινές δόξες, ούτε φυσικά υπήρχε ταχύτητα στο να αποδείξεις ότι κάποιος ψεύδεται εις βάρος της ενημέρωσης του συνόλου.

Λεγόταν Στίβεν Γκλας, το σκάνδαλο του έγινε ταινία και ο κρότος με τον οποίο απομακρύνθηκε δια πάντος από τον τομέα της ενημέρωσης, για τους παλαιότερους των media ήταν κάτι σαν μάθημα (τώρα, πόσοι το παρακολούθησαν, είναι μια άλλη ιστορία).

Στις μέρες μας, δεν χρειάζεται να είναι κανείς δημοσιογράφος για να κατασκευάσει μία ψεύτικη είδηση. Αρκεί ένα πληκτρολόγιο, λογαριασμός σε κάποια πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης, λίγη καλπάζουσα φαντασία ή απλώς κακοήθεια και κάποιο συμφέρον και ένα enter. 

Στα τέλη της δεκαετίας του '90, ο Γκλας είχε καταφέρει να δημοσιεύσει ούτε ένα ούτε δύο, αλλά περισσότερα από 40 κατασκευασμένα άρθρα σε μερικά από τα πιο σοβαρά αμερικανικά περιοδικά, μεταξύ των οποίων το New Republic (σ.σ.: ο λόγος για το έντυπο που τότε «έμπαινε» στο Air Force One ως έντυπο αξιόπιστο και έγκυρο), το Rolling Stone, το Harper's Bazaar, το New York Times Magazine, το Mother Jones, κ.α.

Φυσικά, ο Γκλας δεν παραποιούσε υπαρκτά γεγονότα. Κατασκεύαζε εξ ολοκλήρου συναρπαστικές ιστορίες, στις οποίες όμως «πρωταγωνιστούσαν» και υπαρκτά πρόσωπα, μεταξύ των οποίων και ο Μπιλ Κλίντον.

Στο σήμερα το να γράψεις ότι μερικοί νεαροί μεθυσμένοι Ρεπουμπλικάνοι φέρθηκαν ανάρμοστα σε συνέδριο του κόμματος ή ότι ανήλικος χάκερ προσελήφθη από εταιρεία της οποίας το σύστημα «έσπασε», μοιάζει κανονικότητα.

Ωστόσο, στα τέλη της δεκαετίας του '90 τα ρεπορτάζ του Γκλας ήταν συναρπαστικά, ζουμερά, ικανά να προκαλέσουν τον φθόνο των αντιπάλων του, και βεβαίως απολύτως ανύπαρκτα.


Συν τοις άλλοις, την περίοδο που ο Γκλας έστηνε όλη αυτή τη βιομηχανία ψευδών ειδήσεων, ήταν μόλις 25 ετών και από τους πλέον ακριβοπληρωμένους free lancers εντύπων εκείνη την εποχή. Μόνο 45.000 δολάρια ήταν οι ετήσεις αποδοχές του από το New Republic, ενώ μέχρι τον Μάιο του '99 που «έσκασε» το σκάνδαλό του, εμφάνιζε συνολικές ετήσιες αποδοχές ύψους 150.000 δολαρίων.

Στη σκιά του σκανδάλου Κλίντον – Λιουίνσκι και μετά την πρόσληψη ενός νέου αρχισυντάκτη στο New Republic, ο οποίος διπλοτσεκάρει πηγές και γεγονότα, θα αποκαλυφθεί το εξακολουθητικό ψεύδος του νεαρού που υπέγραφε μόνο αποκλειστικότητες και μιλούσε μόνο με (ανώνυμους) μεγαλοπαράγοντες.

Η περίπτωση του Στίβεν Γκλας, εκ των πρωτεργατών των fake news Facebook Twitter
O Xέιντεν Κρίστενσεν στο ρόλο του Στίβεν Γκλας στην ταινία "Shattered Glass" του 2003.


Ο Γκλας θα απολυθεί με κανονιοβολισμούς και μακροσκελή άρθρα συγνώμης από τα έντυπα που φιλοξένησαν τις «αποκλειστικότητες» του και δεν θα ξαναβρεί ποτέ δουλειά στα media.

Θα παλέψει για αρκετό καιρό να καθιερωθεί ως συγγραφέας, χωρίς σπουδαία αποτελέσματα, θα εισπράξει αρκετά χρήματα από την ταινία εξιστόρησης της προσωπική του ντροπής –που, ωστόσο, έκλεινε το μάτι όχι στον ίδιο, αλλά στο εν γένει τσαπατσούλικο τρόπο με τον οποίο τα αμερικανικά media ελέγχουν τους επαγγελματίες τους- και μετά για αρκετό καιρό θα εξαφανιστεί.

Είναι το διάστημα κατά το οποίο σπουδάζει για να γίνει δικηγόρος και τελικά αποκτά το πτυχίο του από το Πανεπιστήμιο της Τζορτζτάουν, χωρίς όμως να καταφέρνει για αρκετά χρόνια να λάβει άδεια ασκήσεως επαγγέλματος τόσο στη Νέα Υόρκη όσο και στην Καλιφόρνια, ακριβώς λόγω του παλιού του σκανδάλου στη δημοσιογραφία.

Όπως αποκάλυψε ο ίδιος πριν από λίγα χρόνια, τα τυπωμένα ψέματά του, δεν του στοίχισαν μόνο την καριέρα και τη φήμη του, αλλά μετά τις αλλεπάλληλες αγωγές που είχε να αντιμετωπίσει από τα έντυπα στα οποία εργάστηκε, κλήθηκε να πληρώσει και περίπου 200.000 δολάρια ως αποζημίωση για ηθική βλάβη...
 

Σήμερα, ο Γκλας εργάζεται ως διευθυντής (!) ειδικών project στο νομικό γραφείο "Carpenter, Zuckerman and Rowley", ενώ βρέθηκε να συντονίζει μία τεράστια εκστρατεία εναντίον Μεθοδιστή πάστορα της Άιοβα. Κρατά εξαιρετικά χαμηλούς τόνους, μιλά σπάνια, προτιμά να στέκεται πίσω από κάμερες και μακριά από παλιόφιλους δημοσιογράφους και δεν αναφέρεται σχεδόν ποτέ στη σύντομη δημοσιογραφική του καριέρα. Άλλωστε φροντίζουν να αναφέρονται σ' αυτήν όλοι οι άλλοι, ειδικά κάθε φορά που επιδιώκει μία υπόθεση ή μία νομική αναγνώριση πέρα από το γραφείο στο οποίο εργάζεται τώρα.

Μετά από τόση ταλαιπωρία, διαπόμπευση, αλλαγή επαγγέλματος δεν μπορεί καν να ισχυριστεί ότι είναι ο «πατέρας» των fake news (μάλιστα, αν γνωρίζει τις αμοιβές ενός επαγγελματία του είδους θα καταριέται την ώρα και τη στιγμή που προηγήθηκε της εποχής του).

Πριν από αυτόν, το μακρινό 1980, η βραβευμένη με Πούλιτζερ Τζάνετ Κουκ αποκαλύφθηκε ότι κατασκεύαζε τα «σοβαρά» κομμάτια της στη Washington Post. Και η Patricia Smith της "Boston Globe" απολύθηκε κακήν κακώς όταν κάποιος ανακάλυψε ότι τα μισά απ' όσα περιέγραφε στη στήλη της ήταν απολύτως ψευδή.

Και ακόμη πιο πίσω, στις αρχές του 19ου αιώνα, ο Έντγκαρ Άλαν Πόε έγραφε στη New York Sun ότι διέσχισε τον Ατλαντικό σε τρεις ημέρες, αλλά εκεί όσοι διάβαζαν τότε tabloids γνώριζαν το ιδιαίτερο χιούμορ του Πόε, καθώς και την ανοικονόμητη φαντασία του.

Στις μέρες μας πάλι, δεν χρειάζεται να είναι κανείς δημοσιογράφος για να κατασκευάσει μία ψεύτικη είδηση. Αρκεί ένα πληκτρολόγιο, λογαριασμός σε κάποια πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης, λίγη καλπάζουσα φαντασία ή απλώς κακοήθεια και κάποιο συμφέρον και ένα enter. Η διασταύρωση, από την άλλη, θα είναι πάντα η δουλειά των εκδοτικών οργανισμών και των επικεφαλής των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης, και φυσικά εκεί γίνεται η ωραία διαφορά.

TV & Media
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Covid και Ακροδεξιά: Ο ιός εξαπλώνεται, οι μάσκες πέφτουν

Ελλάδα / Covid και Ακροδεξιά: Ο ιός εξαπλώνεται, οι μάσκες πέφτουν

Ο Κωστής Παπαϊωάννου, διευθυντής του «Σημείου για τη μελέτη και την αντιμετώπιση της ακροδεξιάς», που ξεκίνησε να λειτουργεί τις αμέσως επόμενες μέρες μετά την καταδίκη της Χρυσής Αυγής, παρουσιάζει τη νεοσύστατη ανεξάρτητη πρωτοβουλία και την πρώτη της διαδικτυακή εκδήλωση.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Μπέζος, Μελέτης Ηλίας και Γκοτσόπουλος θυμούνται τα Χριστούγεννα που πέρασαν στον στρατό

TV & Media / Μπέζος, Μελέτης Ηλίας και Γκοτσόπουλος θυμούνται τα Χριστούγεννα που πέρασαν στον στρατό

Οι καλεσμένοι,  Γιάννης Μπέζος, Μελέτης Ηλίας, Δημήτρης Γκοτσόπουλος, μιλούν στην κάμερα της εκπομπής για τις εμπειρίες τους από τα χρόνια που υπηρέτησαν τη θητεία τους
LIFO NEWSROOM
Λαζόπουλος για Νίκο Ρωμανό: «Όλοι έχουν δικαίωμα ν' ακούγονται, ιδιαίτερα όσοι έχουν εκτίσει την ποινή τους»

TV & Media / Λαζόπουλος για Νίκο Ρωμανό: «Όλοι έχουν δικαίωμα ν' ακούγονται, ιδιαίτερα όσοι έχουν εκτίσει την ποινή τους»

«Ήταν πολύ μικρός το βράδυ που σκοτώθηκε ο φίλος του, Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος» - Aιχμές για το επιλεκτικό δημόσιο βήμα που συνοδεύεται από δημοσιογραφική επιείκεια σε άλλα πρόσωπα
LIFO NEWSROOM
«Να αντισταθούμε στην κακιστοκρατία»: Μετά από 25 χρόνια, ο Πολ Κρούγκμαν αποχαιρετά τους New York Times

Media / «Να αντισταθούμε στην κακιστοκρατία»: Μετά από 25 χρόνια, ο Πολ Κρούγκμαν αποχαιρετά τους New York Times

Στην τελευταία του στήλη για την εφημερίδα ο επιφανής αρθρογράφος και κάτοχος του Νόμπελ Οικονομίας αναζητά την ελπίδα σε μια εποχή βαθιάς πικρίας και δυσαρέσκειας.
THE LIFO TEAM