Η μίνι σειρά «When they see us» (Netflix) βασίζεται στη συγκλονιστική ιστορία των 5 του Central Park: ένα βράδυ τον Απρίλιο 1989 άγνωστοι βιάζουν και τραυματίζουν βαριά την τζόγκερ Τρίσα Μέιλι στα δρομάκια του πάρκου. Το ίδιο βράδυ δεκάδες νεαροί στην άλλη πλευρά του πάρκου «ξεσαλώνουν», κάνουν φασαρία, παρενοχλούν περαστικούς. Κλασική νεανική ελαφριά παραβατικότητα ή ούτε καν αυτό. Η αστυνομία επεμβαίνει και κάνει συλλήψεις στο σωρό. Όταν, αργότερα, βρίσκεται το θύμα του βιασμού, επιχειρείται να συνδεθούν οι φασαρίες στη μια άκρη του πάρκου με το σεξουαλικό έγκλημα στην άλλη. Η ανάκριση κινείται εκτός κάθε νομιμότητας.
Ανήλικοι ανακρίνονται δύο μερόνυχτα χωρίς δικηγόρους ή επικοινωνία με γονείς, με βία σωματική και ψυχολογική. Δύο νεαροί πιέζονται να ομολογήσουν, άλλοι έφηβοι συλλαμβάνονται στα σπίτια τους. Τα παιδιά δεν γνωρίζονται καν μεταξύ τους. Τελικά, με εκβιασμούς και παραπλανητικές υποσχέσεις (καρφώστε να πάτε σπίτι) αποσπώνται ομολογίες από 14χρονα (!) και κατασκευάζονται οι καταθέσεις του ενός εναντίον των άλλων. Λείπει μια κατάθεση που να δένει τις υπόλοιπες: πιάνουν ένα παιδί που περιμένει τον κολλητό του στο τμήμα και τον κάνουν σούπερ–μάρτυρα ο οποίος φορτώνεται τα περισσότερα αδικήματα. Μπίνγκο! Οι ομολογίες μαγνητοσκοπούνται, οι τρανταχτές αντιφάσεις κόβονται στο μοντάζ.
Το «δόγμα της ασφάλειας» κρύβει κυνισμό και αμοραλισμό. Φυσικά, απαιτούνται υπαρκτά προβλήματα δημόσιας ασφάλειας. Αυτά είναι που θα εργαλειοποιηθούν, θα γίνουν το πρόσχημα για έκτακτα μέτρα, περιστολή δικαιωμάτων κ.λπ. Η πολιτική και επικοινωνιακή υπερεπένδυση στην ασφάλεια συνοδεύει την ένδεια ουσιαστικών δημόσιων πολιτικών.
Πρώτη είδηση στα ΜΜΕ. Τα παιδιά φωτογραφίζονται με χειροπέδες σαν αγρίμια, αποκαλούνται «κτήνη». Ο εκατομμυριούχος Τραμπ κάνει καμπάνια με πληρωμένες καταχωρήσεις. Ζητά θανατική ποινή, διεγείρει τα φοβικά σύνδρομα απέναντι στους «μαύρους εγκληματίες». Η φιλόδοξη εισαγγελέας Λίντα Φερστέιν κυνικά ενορχηστρώνει την κατασκευή μιας υπόθεσης με κραυγαλέα κενά: λείπει το όπλο, δεν υπάρχουν μάρτυρες, το DNA του δράστη δεν ταυτοποιείται, οι 5 δεν δένουν με τον χώρο και τον χρόνο της επίθεσης, όσα λένε είναι εμφανώς υπαγορευμένα και αλληλοαναιρούμενα. Κι όμως, σε κλίμα φρενίτιδας οι 5 προφυλακίζονται και παραπέμπονται σε δίκη.
Αναπτύσσεται κίνημα συμπαράστασης, φουντώνει η κατακραυγή για το ρατσιστικό κυνήγι μαγισσών. Δεκαέξι μήνες μετά ξεκινούν οι δίκες. Η υπόθεση έχει κενά, στους 5 προτείνεται να παραδεχτούν την ενοχή τους για να επιτύχουν επιεική ποινή. Αρνούνται και καταδικάζονται σε 5 ως 12 χρόνια. Έτσι, βρίσκονται στη φυλακή, οι οικογένειες κλονίζονται, ζουν αποκλεισμένοι και στιγματισμένοι μέχρι τη δικαίωσή τους, 25 χρόνια μετά. Το σίριαλ είναι εξαιρετικό, δεν έχει σημασία που από την αρχή ξέρεις τι γίνεται. Το θέμα είναι πώς γίνεται.
Γιατί οι 5 του Central Park είναι υπόθεση εμβληματική; Γιατί αποκαλύπτουν πολύ περισσότερα από την εγκληματική αυθαιρεσία της αστυνομίας. Αποκαλύπτουν πού μπορεί να οδηγήσει η ακραία εφαρμογή του δόγματος της ασφάλειας. Δεκάδες βιασμοί γίνονταν τον ίδιο καιρό στη Νέα Υόρκη με θύματα Λατινοαμερικάνες και Αφοραμερικάνες. Δεν ασχολήθηκε κανείς. Έφτασε όμως ένα φριχτό έγκλημα με θύμα μια λευκή 28χρονη για να ξεχυθεί το δηλητηριώδες κοκτέιλ ρατσισμού, αστυνομικής ασυδοσίας, πολιτικής φιλοδοξίας, δικαστικής μεροληψίας και μιντιακής ανθρωποφαγίας.
Το «δόγμα της ασφάλειας» κρύβει κυνισμό και αμοραλισμό. Φυσικά, απαιτούνται υπαρκτά προβλήματα δημόσιας ασφάλειας. Αυτά είναι που θα εργαλειοποιηθούν, θα γίνουν το πρόσχημα για έκτακτα μέτρα, περιστολή δικαιωμάτων κ.λπ. Η πολιτική και επικοινωνιακή υπερεπένδυση στην ασφάλεια συνοδεύει την ένδεια ουσιαστικών δημόσιων πολιτικών. Η καλλιέργεια συλλογικών νευρώσεων και φόβου είναι τζόγος με σχεδόν σίγουρα κέρδη. Η σπέκουλα του Τραμπ πάνω στην υπόθεση των 5 είναι ενδεικτική.
Είναι εθελοτυφλία να αρνείται κανείς τα υπαρκτά ζητήματα δημόσιας ασφάλειας, τα κενά αστυνόμευσης, τη μητροπολιτική βία, τη δράση συμμοριών, το οργανωμένο έγκλημα. Συμπτώματα τέτοιας εθελοτυφλίας επέδειξε η παρούσα κυβέρνηση. Όμως, από την άλλη, είναι παιχνίδι με τη φωτιά η υπερεπένδυση στην ασφάλεια και στα δόγματα μηδενικής ανοχής. Οι επικοινωνιακές κορόνες («Αυτό θα σταματήσει. Αυτά θα τελειώσουν την επόμενη μέρα» λέει ο θείος ‒ «Να κάνουν τον σταυρό τους να μη βγω δήμαρχος» υπερακοντίζει ο ανιψιός) είναι εύκολες, αλλά μια λεπτή γραμμή χωρίζει τον σκληρό Κάλαχαν από τον γκαφατζή Κλουζό. Πάντως, το δύσκολο δεν είναι να σε λατρέψει ο Άρης Πορτοσάλτε.
Επιστρέφοντας στους 5 του Central Park, η κατασκευή ενόχων προϋπέθετε μια θηριώδη υπέρβαση που θα συνέδεε τη νεανική μικροπαραβατικότητα με το βίαιο σεξουαλικό έγκλημα. Είναι σαν μια τεράστια πύκνωση της θεωρίας των Ουίλσον και Κέλινγκ (Η αστυνομία και η ασφάλεια της γειτονιάς: Σπασμένα παράθυρα): «Όταν ένα εργοστάσιο ή ένα γραφείο έχει έστω και ένα σπασμένο τζάμι, οι περαστικοί θεωρούν ότι κανείς δεν ενδιαφέρεται και ότι κανείς δεν έχει λόγο σ' αυτή την ιστορία. Σε λίγο καιρό βρίσκονται σπασμένα και τα υπόλοιπα τζάμια και τότε οι περαστικοί σκέφτονται πως όχι μόνο στο συγκεκριμένο κτίριο αλλά και σε ολόκληρο τον δρόμο κανείς δεν έχει τον έλεγχο. Στη συνέχεια, όλο και περισσότεροι πολίτες παύουν να περνούν από κει και μόνο νεαροί, εγκληματίες και ηλίθιοι, κυκλοφορούν στον αφύλακτο δρόμο. Οι μικρές παραβάσεις οδηγούν έτσι σε μεγαλύτερες, ακόμη και στο έγκλημα».
Η θεωρία τροφοδότησε την πολιτική της «μηδενικής ανοχής» με στόχο τους αποκλίνοντες (άστεγους, ζητιάνους, πόρνες, εξαρτημένους, μεθυσμένους, γκραφιτάδες, φασαριόζους), τους «αυριανούς εγκληματίες». Τι έλεγαν οι Ουίλσον και Κέλινγκ το 1982; «Το αίτημα για αποποινικοποίηση της προβληματικής συμπεριφοράς ατόμων που δεν έχουν βλάψει κανέναν είναι, κατά τη γνώμη μας, σοβαρό λάθος. Η σύλληψη ενός μεμονωμένου μέθυσου ή ενός αλήτη που δεν έχει σε βάρος του καμία κατηγορία μοιάζει άδικη. Από μια άποψη, μπορεί και να είναι άδικη. Αλλά, αν δεν αναλάβουμε δράση εναντίον κάμποσων μεθυσμένων ή εκατό αλητών, τότε κινδυνεύουμε να οδηγήσουμε στην καταστροφή μια ολόκληρη κοινότητα».
Οι 5 πλήρωσαν τη μηδενική ανοχή. Πάνω στις ρημαγμένες τους ζωές χτίστηκαν πολιτικές καριέρες.
Δείτε το τρέιλερ της σειράς
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
σχόλια