Για ένα μεγάλο μέρος του κοινού που είχε δει τις δύο προηγούμενες σεζόν του Top Boy –του βρετανικού gangsta δράματος που είχε προβληθεί αρχικά στο Channel 4, και είχε σταματήσει απότομα το 2013- η ανακοίνωση της επιστροφή του στο Netflix αντιμετωπίστηκε με αρκετή δόση καχυποψίας. Είχαν θεωρήσει ότι η σειρά είχε κάνει τον κύκλο της και η εμπλοκή Αμερικάνων στην παραγωγή (του Καναδού ράπερ Drake, συγκεκριμένα, ο οποίος είναι υπεύθυνος σε μεγάλο βαθμό για να την αναβίωσή της) θα χάλαγε την μοναδική βρετανική ατμόσφαιρα των δύο προηγούμενων κύκλων που έκαναν το Top Boy από τις cult σειρές αυτής της δεκαετίας.
Ο τρίτος κύκλος, ευτυχώς, δεν διαψεύδει απλώς κάθε ένσταση και αμφιβολία, αλλά συνεχίζει το συγκλονιστικό στόρι του Ronan Bennet με τον ίδιο συναρπαστικό τρόπο σε δέκα επεισόδια που κλιμακώνουν την ένταση και το δράμα σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό. Επίσης, όλα τα στοιχεία που έκαναν τη σειρά μοναδική (οι αναφορές στην βρετανική κοινωνία που πάει κατά διαόλου, οι σκηνές του δρόμου που όσες φορές και να τις έχεις δει, δεν ήταν ποτέ τόσο τρομακτικές, η φρέσκια ματιά στην ζωή των Αφρο-Βρετανών του νότιου και ανατολικού Λονδίνου, το φλεγματικό χιούμορ) χαρακτηρίζουν κάθε επεισόδιο, με όλους τους βασικούς ήρωες να επιστρέφουν στο φανταστικό Summerhouse Estate στο Χάκνεϊ, με θανατηφόρες μονομαχίες, κόντρες, αλλά και καθημερινές στιγμές τρυφερότητας που σε υποβάλλουν σε μία συνεχόμενη εναλλαγή συναισθημάτων.
Οι ιστορίες που παρουσιάζονται στον τρίτο κύκλο ξεπηδούν μέσα από καταστάσεις που δεν μπορούν να ελέγξουν οι ήρωες της σειράς, μέσα σε ένα κλίμα που δημιουργούν οι ανύπαρκτες ευκαιρίες για τους έγχρωμους μετανάστες, τον ρατσισμό, τον εξαναγκασμό των νεαρών σε ηλικία να κάνουν πράγματα που οι ενήλικες ορίζουν ως μονόδρομο, την εχθρική πολιτική της Βρετανίας προς τους μετανάστες που δεν ανήκουν στην ελίτ.
Από τη μία είναι άνθρωποι που ενδιαφέρονται για την οικογένειά τους, που έχουν κώδικες τιμής και υποφέρουν από προσωπικά αδιέξοδα και από την άλλη είναι αδίστακτοι δολοφόνοι, έμποροι ναρκωτικών και κτήνη που το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι το πώς θα κυριαρχήσουν σε όλο το δυνατόν μεγαλύτερη επικράτεια και πώς θα αυξήσουν το κέρδος τους. Ο τρίτος κύκλος θυμίζει περισσότερο τον Νονό παρά τους Σοπράνο, και για τον τίτλο του Top Boy μπαίνουν στην αρένα της μονομαχίας και νέα άτομα, κάνοντας ακόμα πιο τρομακτική την κούρσα θανάτου προς την εξουσία. Επίσης, είναι σημαντικό το γεγονός ότι ο τρίτος κύκλος στέκεται αυτόνομα και χωρίς να έχεις δει τους δύο προηγούμενους, –γι' αυτό το Netflix τους προβάλει ξεχωριστά.
Η σειρά ξεκινάει με τον Dushane (Ashley Waters) να επιστρέφει στο Χάκνεϊ έξι χρόνια μετά την αυτοεξορία του στην Τζαμάικα, αφήνοντας πίσω του την συμφωνία με έναν αδίστακτο έμπορο ναρκωτικών και τον ξάδερφό του όμηρο στα χέρια του. Στο μεταξύ, όσα χρόνια λείπει, το Χάκνεϊ έχει αλλάξει εντελώς, νεαροί gangsta έχουν αναλάβει τους δρόμους, που όμως ζουν στις ίδιες καταθλιπτικές συνθήκες και αντιμετωπίζουν την ζωή με ακόμα μεγαλύτερη σκληράδα, όσο βιώνουν τις τελευταίες μέρες πριν το Brexit. Η Βρετανία που δείχνει η σειρά είναι μία χώρα που βιώνει έντονα το πρόβλημα του ρατσισμού προς τους ξένους, που ακόμα και οι άνθρωποι που έχουν υποστεί τον ρατσισμό έχουν ξεχάσει τι έχουν περάσει (ή αγνοούν τι περνάνε ακόμα) και είναι εχθρικοί προς οποιονδήποτε δεν ανήκει στον άμεσο περίγυρό τους. Η σκηνή με το ζευγάρι των Σύριων προσφύγων που όλοι θεωρούν μίασμα και προσπαθούν να τους κάψουν μέσα στο σπίτι τους είναι συγκλονιστική. Ακόμα πιο συγκλονιστική είναι η σκηνή στο ψιλικατζίδικο που η κοπέλα με την μαντίλα κλέβει πάνες για το μωρό της και οι δύο αστυνομικοί που καλούνται να την συλλάβουν πληρώνουν το ποσό για να μην απελαθεί –οι μόνοι που φέρονται ανθρώπινα μέσα σε ένα ανατριχιαστικά εχθρικό περιβάλλον, που φαίνεται να μην ξέρει τι σημαίνει οίκτος.
Ο παιδικός φίλος (και αντίπαλος στον προηγούμενο κύκλο) του Dushane, ο Sully (Kane Robinson), συνεργάτης του στο έγκλημα για χρόνια, βγαίνει από την φυλακή και προσπαθεί να επιβιώσει βουτώντας ξανά στην παρανομία. Τσακισμένος στην προσωπική του ζωή και με μοναδικό συμπαραστάτη έναν νεαρό που είχε κάποτε φροντίσει, ο Sully ξανασυνεργάζεται με τον Dushane για να κυριαρχήσουν ξανά στους δρόμους. Όσο καιρό λείπουν όμως έχει γίνει Top Boy ο Jamie (Micheal Ward), ένας πιτσιρικάς που καταφέρνει να καθαρίσει την περιοχή από την κυριαρχία των Τούρκων και να αναλάβει το εμπόριο των ναρκωτικών, προσπερνώντας ακόμα και την ιεραρχία του Modi, του προηγούμενου Top Boy που βρίσκεται στη φυλακή. Ο Modi (που υποδύεται καταπληκτικά ο νεαρός ραπ σταρ Dave, ο νικητής του φετινού βραβείου Mercury) έχει μια διαμάχη και με τον Sully όσο ήταν στη φυλακή και όταν ο Modi τον χλευάζει, ο Sully ρίχνει στο πρόσωπό του βραστό νερό και τον παραμορφώνει. Όταν ο Modi το σκάει από τη φυλακή, αρχίζει ο αγώνας για το επόμενο Top Boy. Ο αγώνας στους δρόμους είναι όλοι εναντίον όλων, οι συμμαχίες δοκιμάζονται συνέχεια και η προδοσία είναι κάτι πολύ συνηθισμένο που ανατρέπει τα πάντα.
Δείτε το τρέιλερ του τρίτου κύκλου στο Netflix
Παρόλο που ο Drake έχει αναλάβει μεγάλο μέρος της παραγωγής και τα περισσότερα κομμάτια που ακούγονται σε δραματικές σκηνές είναι ραπ ή grime (μία θαυμάσια επιλογή, με ό,τι πιο σύγχρονο κυκλοφορεί στο είδος), οι ράπερ δεν εμπλέκονται καθόλου με το έγκλημα, ούτε ένας από τους ήρωες δεν ασχολείται με τη μουσική (εκτός από το να την ακούει) και είναι εντυπωσιακό το πώς προσπάθησαν το rap και το grime να μην συνδέονται με κανέναν τρόπο με τον υπόκοσμο του Χάκνεϊ. Στο μεταξύ, το μισό cast είναι Βρετανοί ράπερ: από τους δύο βασικούς πρωταγωνιστές της σειράς, τον Ashley Waters και τον Kane Robinson (που κάνουν καριέρα στο ραπ εδώ και χρόνια ως Kano και Asher D), τον Dave ή την δημοφιλή Litlle Simz, σε έναν επίσης εξαιρετικό ρόλο.
Το σενάριο είναι τόσο καλογραμμένο και οι χαρακτήρες τόσο καλοφτιαγμένοι που χάνεις τον λογαριασμό ποιος είναι ο κακός και ποιος ο καλός, κι είναι τόσες οι ανατροπές που δεν ξέρεις ποιον να συμπονέσεις και ποιον να μισήσεις. Το Top Boy είναι μία σκληρή σειρά, που δεν κολακεύει καθόλου τους Αφρο-Βρετανούς, τους Βρετανούς γενικά, την εποχή που ζούμε, πολύ βίαιη, με συνεχείς πυροβολισμούς, ξυλοδαρμούς με ρόπαλα και μαχαιρώματα ακόμα και για ασήμαντη αφορμή, που δείχνει μια κατάσταση χαοτική και τρομακτική στους δρόμους του νότιου και ανατολικού Λονδίνου, που δείχνει πόσο εύκολα -μέσα στην γενική κρίση- μπορεί ακόμα και ένα παιδί να παγιδευτεί στην παρανομία, το πόσο σκληρό είναι να μεγαλώνεις και να μην έχεις εύκολο τρόπο να αντιμετωπίσεις τη ζωή.
Αυτό που είναι πολύ εντυπωσιακό είναι η απουσία της αστυνομίας από τους δρόμους, το πόσο απερίσκεπτα και χαλαρά γίνονται φόνοι χωρίς να τους ερευνά κανείς, και μέχρι την τελευταία σκηνή (που αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο για τέταρτο κύκλο) δεν υπάρχει ούτε μία αναφορά σε τιμωρία του νόμου. Φαίνεται ότι ο μόνος φόβος που έχουν όλοι είναι να μην τους σκοτώσουν οι άλλοι γκάνγκστερ, και καθόλου να μην έχουν νομικές συνέπειες. Ακόμα και όταν συλλαμβάνεται ο Jamie για να σώσει την οικογένειά του, πάλι βρίσκεται τρόπος για να βγει από τη φυλακή.
Μέσα στην μαυρίλα και στο ζοφερό περιβάλλον υπάρχει ένα υποδόριο χιούμορ με σκηνές που εύκολα παραβλέπεις στο γενικό δράμα, αλλά υπάρχει μία συγκεκριμένη που δεν ξεχνιέται: Όταν επιστρέφει στο Λονδίνο ο Dushane και επισκέπτεται μετά από 6 χρόνια τη γειτονιά του, προσπαθεί να αγοράσει καφέ σε ένα νέο (γι' αυτόν) μαγαζί στη γειτονιά του και με έκπληξη μαθαίνει ότι στοιχίζει 3,5 λίρες, ενώ ο υπάλληλος τον ρωτάει τι ποικιλία καφέ θέλει με τι αρώματα, και πίσω του σχηματίζεται ουρά από ανθρώπους που περιμένουν υπομονετικά να εξυπηρετηθούν. Στο μεταξύ, ενώ στον hipster καφέ υπάρχει πρόοδος, η γραφειοκρατία και η απάνθρωπη συμπεριφορά που αντιμετωπίζει ένας μετανάστης -που ζει πάνω από 25 χρόνια στην Αγγλία- τώρα που αλλάζουν οι συνθήκες είναι χειρότερες από ποτέ.
Ο ρεαλιστικός, ίσως και υπερβολικά ωμός τρόπος που παρουσιάζονται οι ευαίσθητες κοινωνικά ομάδες όπως οι οικογένειες που ζουν στις εργατικές -κοινωνικής στέγασης- κατοικίες του ανατολικού Λονδίνου και συνδέονται με τις συμμορίες που πουλάνε ναρκωτικά και την εγκληματικότητα προκάλεσε διαμαρτυρίες κάποιων κριτικών που κατηγορούν τη σειρά ότι «εκθειάζει την κουλτούρα των γκάνγκστερ» και «ενθαρρύνει τα αρνητικά στερεότυπα σε περιθωριοποιημένες ομάδες, ειδικά τους μαύρους» και ξεφεύγει από τον σκοπό που είχαν οι προηγούμενοι δύο κύκλοι. Οι ιστορίες που παρουσιάζονται στον τρίτο κύκλο ξεπηδούν μέσα από καταστάσεις που δεν μπορούν να ελέγξουν οι ήρωες της σειράς, μέσα σε ένα κλίμα που δημιουργούν οι ανύπαρκτες ευκαιρίες για τους έγχρωμους μετανάστες, τον ρατσισμό, τον εξαναγκασμό των νεαρών σε ηλικία να κάνουν πράγματα που οι ενήλικες ορίζουν ως μονόδρομο, την εχθρική πολιτική της Βρετανίας προς τους μετανάστες που δεν ανήκουν στην ελίτ. Είναι ιστορίες που πρέπει κάποιος να πει, όσο κι αν πονάνε...
Ταυτόχρονα με τη σειρά κυκλοφόρησε και το σάουντρακ με κάποια από τα κομμάτια που ακούγονται, αλλά δεν περιέχονται όλα τα «κομβικά» τραγούδια. Αυτή είναι μία επιλογή από τα κομμάτια όπως ακούγονται ανά επεισόδιο:
Επεισόδιο 1
NINES feat. SL, Yung Fume & Tiggs Da Author - Oh My
Επεισόδιο 3
Mura Masa feat. A$AP Rocky – Love$ick
Επεισόδιο 4
Bugzy Malone – Die By The Gun
Επεισόδιο 5
Azizi Gibson – High
Επεισόδιο 6
Meyers – Common Kid
Επεισόδιο 7
Baka Not Nice feat. Giggs – My Town
Επεισόδιο 8
CASisDEAD – Pat Earrings
Επεισόδιο 9
Jaykae – Headache
Επεισόδιο 10
Avelino - Belly of the Beast
σχόλια