Λίγο πριν ξεκινήσουν να εφαρμόζονται οι περιορισμοί μετακίνησης λόγω του κορωνοϊού, πολλοί από την ομάδα του «Αρχιπελάγους» επέλεξαν να μετακινηθούν στην ερευνητική τους βάση, στο νησί των Λειψών. Εκεί βρίσκεται μέχρι και σήμερα η υδροβιολόγος και διευθύντρια Έρευνας του Ινστιτούτου Θαλάσσιας Προστασίας «Αρχιπέλαγος», κ. Αναστασία Μήλιου, όπου και συνεχίζει να εργάζεται για τη δημιουργία του Καταφυγίου Θαλάσσιας Ζωής Αιγαίου, ενώ παράλληλα καταγράφει τα πολύτιμα στοιχεία για τις θετικές αντιδράσεις των οικοσυστημάτων σε αυτήν τη σπάνια συγκυρία, όπου η παρουσία του ανθρώπου ήταν πολύ περιορισμένη.
Από αυτό το πολύ μικρό νησί του Αιγαίου μάς μίλησε για τις αλλαγές που έφερε η σύντομη παύση της υπεραλίευσης, τους κινδύνους και τις απειλές που εξακολουθούν να υφίστανται και έχουν σημαντικές επιπτώσεις στα οικοσυστήματα που φιλοξενούνται στις θάλασσες αλλά και για το μεγαλύτερο οικολογικό έγκλημα που συντελείται εκεί αυτήν τη στιγμή.
Το μεγαλύτερο οικολογικό έγκλημα που συντελείται στις ελληνικές θάλασσες; Η προγραμματιζόμενη άντληση των κοιτασμάτων υδρογονανθράκων, η οποία θα θέσει τις ελληνικές θάλασσες σε δραματικό ρίσκο μη αναστρέψιμης οικολογικής και κοινωνικο-οικονομικής καταστροφής.
— Σε πολλές περιοχές του κόσμου είδαμε το φαινόμενο εμφάνισης άγριων ζώων σε περιοχές όπου τα ζώα δεν πλησίαζαν λόγω της ανθρώπινης παρουσίας. Παρατηρήσατε να συμβαίνει κάτι ανάλογο στον υδάτινο κόσμο; Τι είδους αλλαγές έφερε η περιορισμένη ανθρώπινη παρέμβαση στις θάλασσές μας;
Καθώς είχαμε επιλέξει να περάσουμε την περίοδο των περιορισμών σε αυτό το στρατηγικό σημείο του Αιγαίου σχεδόν απ' όταν ξεκίνησε αυτή η παύση της έντονης κινητικότητας των ανθρώπων, αρχίσαμε να καταγράφουμε ως Ινστιτούτο «Αρχιπέλαγος» τα οφέλη που έχουν τα οικοσυστήματα από αυτή την αναπάντεχη μορφή διαχείρισης των θαλασσών μας.
Έτσι, παρότι δεν μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε τα ερευνητικά μας σκάφη, μπορέσαμε να συγκεντρώσουμε στοιχεία με τη χρήση υποβρύχιων καταγραφικών συστημάτων, τα οποία έχουμε ποντίσει σε παράκτια νερά, με υποβρύχιες κάμερες αλλά και με συστήματα sonar και υδρόφωνα που είχαμε προσαρμόσει πάνω σε καγιάκ και ειδικά τηλεκατευθυνόμενα σκάφη.
Αν και το αποτύπωμα της επί δεκαετίες έντονης ανθρώπινης παρουσίας δεν μπορεί να εκλείψει μέσα σε λίγους μήνες, παρατηρήσαμε αλλαγές στη συμπεριφορά των θαλάσσιων ζώων, πολλά εκ των οποίων –ψάρια και θηλαστικά– προσέγγιζαν θαλάσσιες περιοχές όπου συνήθως δεν εντοπίζονται. Αυτό ήταν αποτέλεσμα της κάθετης μείωσης στην υποβρύχια ηχορρύπανση αλλά και του μεγάλου περιορισμού της αλιευτικής δραστηριότητας. Ήταν, άλλωστε, η πρώτη άνοιξη έπειτα από δεκαετίες που τα αποθέματα των ψαριών μπόρεσαν να αναπαραχθούν, χωρίς εμείς, οι άνθρωποι, να παραφυλάμε να τα ψαρέψουμε όταν βγουν στα ρηχά, θερμότερα νερά για τον σκοπό αυτόν.
Καθώς ξεκινάμε τη σύγκριση των πρώτων δεδομένων με αντίστοιχα στοιχεία που είχαμε συγκεντρώσει τα προηγούμενα χρόνια, τα αποτελέσματα έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Μακάρι, όμως, να μη χρειαζόταν μια τόσο δύσκολη συγκυρία για να συνειδητοποιήσουμε το τεράστιο αποτύπωμα που αφήνει η ανθρώπινη δραστηριότητα στις θάλασσές μας και στον πλανήτη γενικότερα.
— Τελευταίως έχει παρατηρηθεί και το εξής: μάσκες μίας χρήσης, γάντια και αντισηπτικά μαντιλάκια που μας προστατεύουν από τον κορωνοϊό πετιούνται συχνά στον δρόμο. Είναι λογικό ότι κάποια από αυτά τα απορρίμματα θα καταλήξουν και στις θάλασσές μας. Τι είδους κίνδυνοι ελλοχεύουν σε αυτή την περίπτωση για τη θαλάσσια ζωή;
Όλα αυτά είναι ενδεικτικά του πόσο λίγο πιστεύουμε όσα λέμε για τον περιορισμό του πλαστικού μίας χρήσης και για την προστασία του περιβάλλοντος γενικότερα, ενώ ουσιαστικά αρνούμαστε να περιορίσουμε το προσωπικό μας περιβαλλοντικό αποτύπωμα. Αυτά τα νέα απορρίμματα της εποχής του κορωνοϊού, που έχουν αρχίσει να εντοπίζονται σε παράκτιες περιοχές και ήρθαν να προστεθούν στο ήδη τεράστιο φορτίο πλαστικών ρύπων της χώρας μας, διογκώνουν το πρόβλημα.
Η συσσώρευση των πλαστικών ρύπων στο περιβάλλον και τις θάλασσες δεν είναι κάτι που μας ενοχλεί μόνο αισθητικά. Με την επίδραση της υπεριώδους ακτινοβολίας, του ήλιου, του αλατιού και του κυματισμού τα πλαστικά απορρίμματα γρήγορα διασπώνται σε μικρά κομμάτια μη ανακτήσιμα και τελικά σε ίνες μικροπλαστικού ή νανοπλαστικά. Έτσι, εισέρχονται στην τροφική αλυσίδα και, φυσικά, καταλήγουν στο πιάτο μας.
Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε, όμως, ότι ακόμα και πριν έρθουν αυτοί οι νέοι ρύποι στη ζωή μας, το πρόβλημα της πλαστικής ρύπανσης στις ελληνικές θάλασσες ήταν ήδη πολύ μεγάλο. Στο «Αρχιπέλαγος» έχουμε ξεκινήσει από το 2009 να κάνουμε εργαστηριακές αναλύσεις για να προσδιορίσουμε τα επίπεδα της ρύπανσης από μικροπλαστικά. Τα αποτελέσματα αυτής της έρευνας είναι αντικείμενο πολλών επιστημονικών δημοσιεύσεων που δείχνουν ότι, μετά την ανάλυση πολλών χιλιάδων δειγμάτων (από θαλασσινό νερό, ίζημα, ψάρια, ασπόνδυλα αλλά και από δελφίνια ή χελώνες που είχαν εκβραστεί νεκρές στις ακτές), ελάχιστα ήταν αυτά που δεν περιείχαν ίνες μικροπλαστικών και δεν υπήρχε ιδιαίτερη διαφορά είτε προέρχονταν από τις ακτές της Αττικής είτε από τη θαλάσσια περιοχή γύρω από μια ακατοίκητη νησίδα.
— Ποια θεωρείτε ότι είναι η μεγαλύτερη απειλή αυτήν τη στιγμή για τις ελληνικές θάλασσες και τα θαλάσσια οικοσυστήματα που φιλοξενούν;
Οι ελληνικές θάλασσες δεν αντιμετωπίζουν μία μεγάλη απειλή αλλά πάρα πολλές μικρές και μεγαλύτερες, οι αθροιστικές επιπτώσεις των οποίων θέτουν σε κίνδυνο την επιβίωση των θαλάσσιων συγκατοίκων μας και τη δική μας. Πιο σημαντική απειλή είναι η ρύπανση, η οποία, καθώς δεν είναι πάντα ορατή, συχνά θέλουμε απλώς να πιστεύουμε ότι δεν υπάρχει.
Και όταν λέω ρύπανση αναφέρομαι στην πλαστική ρύπανση που οφείλεται τόσο στην πραγματικά ανεπαρκή υποδομή διαχείρισης απορριμμάτων στο μεγαλύτερο μέρος της χώρας όσο και στις συνήθειες, στη συμπεριφορά και στον τρόπο ζωής μας, που για τους περισσότερους κατακλύζεται από περιττά πλαστικά προϊόντα μίας χρήσης, τα οποία πολλοί δεν κάνουν καν τον κόπο να απορρίψουν σε έναν κάδο, πόσο μάλλον να τα ανακυκλώσουν. Πέρα από την πλαστική ρύπανση, υπάρχει και η χημική ρύπανση και η υποβρύχια ηχορρύπανση, που συνολικά έχουν έντονες επιπτώσεις στα θαλάσσια οικοσυστήματα.
Στη χώρα μας ελάχιστες είναι οι αστικές περιοχές που κάνουν αποτελεσματική διαχείριση των λυμάτων, με αποτέλεσμα οι χημικές ουσίες που καταλήγουν στη θάλασσα να αφήνουν ένα πολύ σοβαρό αποτύπωμα στη θαλάσσια ζωή. Άλλη πολύ σοβαρή απειλή είναι η υπεραλίευση. Αδειάζουμε τις θάλασσές μας από τα ψάρια αλλά και από κάθε λογής οργανισμό, κάτι που έχει τεράστιες συνέπειες όχι μόνο στον άνθρωπο, που τελικά θα στερηθεί αυτή την πολύ σημαντική πηγή τροφής, αλλά και στους υπόλοιπους θαλάσσιους συγκατοίκους μας. Ακόμα και με τα επίπεδα υπεραλίευσης που έχουμε προκαλέσει ήδη, συνεχίζουμε να διεκδικούμε το δικαίωμά μας να παίρνουμε ό,τι θέλουμε από τη θάλασσα, χωρίς να αναλογιζόμαστε τις επιπτώσεις, ένα δικαίωμα που προφανώς δεν έχουμε.
— Δεδομένου ότι έχουμε καταφέρει σχεδόν να εξαντλήσουμε τα ιχθυαποθέματα των θαλασσών μας, με ποια επιχειρήματα πιστεύετε ότι μπορείτε να πείσετε τους αλιείς ότι η υπεραλίευση δεν είναι βιώσιμη;
Το παράδοξο στην Ελλάδα είναι ότι το πρόβλημά μας δεν είναι να πείσουμε τους αλιείς ‒ αυτοί στην πλειονότητά τους κατανοούν απόλυτα το γεγονός ότι πρέπει να διαχειριστούν τα ιχθυαποθέματα που έχουν ανάγκη για να ζήσουν και θα δέχονταν να συμμετέχουν σε ένα πλαίσιο διαχείρισης, εάν αυτό εφαρμοζόταν. Πολλοί είναι οι φορείς των ψαράδων ανά την Ελλάδα που επί χρόνια ζητούν να εφαρμόσουν κάτι τέτοιο.
Το πιο δύσκολο είναι να πείσουμε την πολιτική ηγεσία να θεωρήσει προτεραιότητα την εφαρμογή μέτρων αλιευτικής διαχείρισης, τα οποία μάλιστα θα μπορούσαν να επιδοτηθούν από ευρωπαϊκούς πόρους που δεν έχει ποτέ αξιοποιήσει η Ελλάδα. Το πρόβλημα, λοιπόν, είναι ότι αυτοί που παίρνουν αποφάσεις και σχεδιάζουν πολιτικές σχετικά με την αλιεία ξεκάθαρα δεν κατανοούν τα θέματα της αλιείας.
Είναι αδιανόητο το γεγονός ότι η Ελλάδα, ενώ διαθέτει τον μεγαλύτερο αλιευτικό στόλο στην Ευρώπη, που απαρτίζεται κυρίως από μικρά σκάφη παράκτιας αλιείας –δηλαδή θέσεις εργασίας σε περιοχές όπου δεν υπάρχουν άλλες εναλλακτικές‒, εδώ και δεκαετίες είμαστε η μόνη χώρα στην Ε.Ε. που δεν εφαρμόζει στην πράξη καμία πολιτική ή μέτρα που θα μπορούσαν να φέρουν αποτέλεσμα στη διαχείριση των ιχθυαποθεμάτων.
— Ποιο είναι το μεγαλύτερο οικολογικό έγκλημα που συντελείται στις ελληνικές θάλασσες;
Η προγραμματιζόμενη άντληση των κοιτασμάτων υδρογονανθράκων, η οποία θα θέσει τις ελληνικές θάλασσες σε δραματικό ρίσκο μη αναστρέψιμης οικολογικής και κοινωνικο-οικονομικής καταστροφής. Σε μια εποχή που κοντεύει να κλείσει ο κύκλος της χρήσης του πετρελαίου, εμείς, αντί να αναπτύξουμε τα πραγματικά συγκριτικά πλεονεκτήματά μας ως χώρα, σκεφτήκαμε να στραφούμε στην προσέλκυση «επενδυτών» που θα εξορύξουν τα μικρά κοιτάσματα υδρογονανθράκων που διαθέτει η Ελλάδα, τα οποία είναι σχετικά μικρής αξίας, αλλά στην πλειονότητά τους υψηλού ρίσκου λόγω του μεγάλου βάθους ή/και των δύσκολων γεωλογικών και σεισμολογικών χαρακτηριστικών στις περιοχές όπου εντοπίζονται. Εάν αυτό το σχέδιο προχωρήσει, είναι αυτονόητη η απειλή όχι μόνο για τα θαλάσσια οικοσυστήματα και τα είδη αλλά και για τις τουριστικές, γεωργικές και φυσικές περιοχές, καθώς και για τις σχετικές οικονομικές δραστηριότητες.
— Τελικά, πώς μπορεί να προστατευτεί το Αιγαίο;
Θεωρώ ότι ο μόνος τρόπος για να προστατευτεί το Αιγαίο είναι να στηρίξουμε τις τοπικές κοινωνίες και μέσα από ειλικρινείς και στοχευμένες συνεργασίες να ενώσουμε τις δυνάμεις μας για τον σκοπό αυτό. Οι κάτοικοι των νησιωτικών και των παράκτιων περιοχών είναι αυτοί βρίσκονται σε καθημερινή επαφή με τα θαλάσσια είδη και οικοσυστήματα. Στην πλειονότητά τους έχουν μεγάλη εξοικείωση και κατανόηση των θαλάσσιων ειδών αλλά και των παραγόντων που απειλούν την επιβίωσή τους. Πολλοί αποτελούν μια ανεκτίμητη πηγή πληροφοριών για όλους μας.
Θεωρώ τραγικό το ότι μέχρι σήμερα στην Ελλάδα έχουν δαπανηθεί πολλές δεκάδες εκατομμύρια ευρωπαϊκών και κρατικών πόρων δήθεν για την προστασία των θαλάσσιων ειδών, που στην πλειονότητά τους κατέληξαν σε θεωρητικές προσεγγίσεις και πολυσέλιδες μελέτες που σχεδόν ποτέ δεν εφαρμόστηκαν και στις περισσότερες περιπτώσεις αγνοούσαν τη συνεργασία με τις τοπικές κοινωνίες.
Στη χώρα μας χάσαμε πολύτιμο χρόνο, σπαταλώντας πόρους για την ανάλυση των προβλημάτων των θαλασσών και του περιβάλλοντος, χωρίς όμως να κάνουμε κάτι για να τα αντιμετωπίσουμε. Δεν μπορούμε να συνεχίσουμε να θεωρούμε ότι η προστασία του περιβάλλοντος είναι εφικτή μέσα από ένα κλιματιζόμενο γραφείο στο κέντρο της πόλης με θεωρητικές προσεγγίσεις και καμπάνιες. Καθώς, λοιπόν, τα περιθώρια στενεύουν για τη θαλάσσια ζωή στο Αιγαίο, είναι καιρός να περάσουμε από τα λόγια στην πράξη, να στηρίξουμε και να συνεργαστούμε με τις τοπικές κοινωνίες έτσι ώστε να αναλάβουν σημαντικό ρόλο και πρωτοβουλίες για την προστασία των ελληνικών θαλασσών.
— Τι έχετε μάθει μέσα από την ενασχόλησή σας με την προστασία των ελληνικών θαλασσών;
Επί 20 χρόνια βρίσκομαι καθ' όλη τη διάρκεια του χρόνου στις θάλασσες και κάθε μέρα μαθαίνω ή παρατηρώ κάτι καινούργιο. Αυτό που έχω κατανοήσει πλέον είναι ότι οι θάλασσες μεταβάλλονται κάθε μέρα και κανείς δεν μπορεί να πει ότι τις γνωρίζει πραγματικά. Για να αποκτήσεις γνώση και κατανόηση των θαλασσών, όσο αυτό είναι εφικτό, πρέπει να έχεις συνεχή παρουσία στη θάλασσα, ενώ για να μπορείς να συμβάλλεις στην προστασία των θαλασσών απαραίτητη προϋπόθεση είναι να αναπτύξεις σχέση εμπιστοσύνης με τις τοπικές κοινωνίες και ουσιαστική συνεργασία, επί ίσοις όροις.
— Αν σας ζητούσα να μου πείτε τρία πράγματα τα οποία μπορεί να κάνει ο καθένας μας για να προστατεύσει τις ελληνικές θάλασσες, ποια θα ήταν αυτά;
Να πάψουμε να θεωρούμε ότι οι θαλάσσιοι πόροι μας είναι ανεξάντλητοι και ο καθένας έχει δικαίωμα να παίρνει τα πάντα από τις θάλασσες, χωρίς να τηρεί καν τα όρια που ορίζει η κοινή λογική. Είναι παράδοξο το πώς όλοι, από τον πιο μικρό έως τον πιο μεγάλο, θεωρούμε ότι έχουμε το κεκτημένο δικαίωμα να ασκούμε το ένστικτο του τροφοσυλλέκτη στα οικοσυστήματα των θαλασσών μας.
Να αποκτήσουμε γνώσεις για τη θάλασσα. Παρότι θεωρούμε πως είμαστε ένας θαλασσινός λαός, έχουμε τεράστια άγνοια για τα θαλάσσια οικοσυστήματα και, προφανώς, είναι αδύνατον να προστατεύουμε κάτι που δεν γνωρίζουμε.
Όλοι μαζί αλλά και ο καθένας μας ξεχωριστά να συνειδητοποιήσουμε το δικαίωμα και την υποχρέωση που έχουμε να προστατεύουμε τη μοναδική μας φυσική κληρονομιά, η οποία δεν μας ανήκει, αλλά είναι σημαντική παγκόσμια φυσική κληρονομιά. Είναι καιρός να αναλάβει ο καθένας μας τις ευθύνες του. Οφείλουμε να παρεμβαίνουμε όταν αντιλαμβανόμαστε οτιδήποτε καταστρέφει ή επιβαρύνει τις θάλασσες ή τη φύση μας.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.