Η λειψυδρία επηρεάζει πλέον περισσότερα από 3 δισεκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο, καθώς η ποσότητα του πόσιμου νερού έχει μειωθεί κατά ένα πέμπτο τις τελευταίες δύο δεκαετίες, σύμφωνα με στοιχεία.
Περίπου 1,5 δισεκατομμύρια άνθρωποι επηρεάζονται από τη δριμεία λειψυδρία ή ακόμη και τη ξηρασία, που είναι αποτέλεσμα αποτέλεσμα της κλιματικής αλλαγής, της αύξησης της ζήτησης και της κακής διαχείρισης και έχουν καταστήσει την καλλιέργεια γης ιδιαίτερα δύσκολη σε πολλές εκτάσεις του πλανήτη. Την Τρίτη, ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών, προειδοποίησε πως δισεκατομμύρια άνθρωποι θα έρθουν αντιμέτωποι με πείνα και χρόνιες ελλείψεις τροφίμων, ως ένα αποτέλεσμα της αποτυχίας διαχείρισης των υδάτινων πόρων και της αντιμετώπισης της κλιματικής κρίσης.
Ο Qu Dongyu, διευθυντής τους Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας του ΟΗΕ, ανέφερε μεταξύ άλλων πως η λειψυδρία αποτελεί πλέον μία πραγματικότητα με την οποία πλέον όλοι πρέπει να ζήσουμε, ενώ υπογράμμισε πως σε ότι αφορά τις καλλιέργειες το πρόβλημα πρέπει να αντιμετωπιστεί άμεσα και με τόλμη. Παράλληλα, υπογράμμισε πως οι στόχοι του ΟΗΕ για την αειφόρο ανάπτυξη, που περιλαμβάνουν την εξάλειψη της πείνας και τη βελτίωση της πρόσβασης σε καθαρό νερό, εξακολουθούν να είναι εφικτοί, αλλά πρέπει να γίνουν πολλά περισσότερα για τη βελτίωση των πρακτικών καλλιέργειας παγκοσμίως και για τη δίκαιη διαχείριση των πόρων.
Σύμφωνα με την έκθεση «The State of Food and Agriculture 2020» του ΟΗΕ, πενήντα εκατομμύρια άνθρωποι στην υποσαχάρια Αφρική ζουν σε περιοχές όπου η σοβαρή ξηρασία προκαλεί καταστροφές σε καλλιεργήσιμες εκτάσεις και βοσκοτόπους μία φορά κάθε τρία χρόνια. Παράλληλα αναφέρει ότι περισσότερο από το ένα δέκατο των εκτάσεων στον κόσμο που καλλιεργούνται δοκιμάζεται από συχνή ξηρασία, όπως επίσης και το 14% των βοσκότοπων.
Σύμφωνα με όσα μεταδίδει ο Guardian επικαλούμενος την έκθεση του ΟΗΕ, η λάθος άρδευση μπορεί να οδηγήσει σε σπατάλη του νερού και να εξαντλήσει μη ανανεώσιμους πόρους, ενώ η κακή διαχείριση μπορεί να οδηγήσει στην απώλεια υδατικών πόρων για ορισμένους αγρότες.
Παράλληλα τα συστήματα άρδευσης μικρής κλίμακας αποδεικνύονται συχνά πιο αποτελεσματικά από τα έργα μεγάλης κλίμακας. Για παράδειγμα, τα κρατικής χρηματοδότησης προγράμματα σε χώρες της Ασίας, βασίστηκαν στην άμεση πρόσβαση στα υπόγεια ύδατα, ασκώντας μεγάλες πιέσεις στους συγκεκριμένους πόρους. Ωστόσο οι μικροκαλλιεργητές ανά τον κόσμο αντιμετωπίζουν επιπλέον δυσκολίες, τόσο σχετικά με τη χρήση του νερού όσο και με τη πρόσβαση στη χρηματοδότηση.
Ξεχωριστή έρευνα έδειξε πρόσφατα ότι οι γεωργικές γαίες συγκεντρώνεται όλο και περισσότερο σε λιγότερα χέρια, με μεγάλες εταιρείες και διεθνείς ιδιοκτήτες να αναλαμβάνουν πολλαπλούς τομείς της παραγωγής, ενώ οι μικροκαλλιεργητές - των οποίων η δραστηριότητα είναι συχνά περισσότερο βιώσιμη από περιβαλλοντική άποψη - εκτοπίζονται.
Η παραγωγή των τροφίμων πρέπει να αλλάξει τόσο για να μειωθούν οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου όσο και να βοηθηθεί η αποτροπή της κατάρρευσης του κλίματος, αλλά ακόμη και αυτό δεν είναι απλό, προειδοποιεί ο ΟΗΕ.
«Καθώς ο κόσμος τείνει να στρέφεται σε περισσότερο υγιεινές δίαιτες (...) η βιώσιμη χρήση των υδάτινων πόρων θα είναι ακόμη πιο κρίσιμη», υποστηρίζει ο Qu Dongyu. «Η αρδευόμενη γεωργία παρέχει το μεγαλύτερο μερίδιο της παγκόσμιας παραγωγής τροφίμων» αναφέρει, προειδοποιώντας πως για να συνεχίσει να κάνει κάτι τέτοιο πρέπει να βελτιώσουμε τη διαχείριση των αποθεμάτων νερού.
Με πληροφορίες από Guardian