Μεγάλοι πληθυσμοί πτεροφαλαινών επέστρεψαν στα «πατρογονικές» θάλασσες κοντά στην Ανταρκτική, για πρώτη φορά από τη στιγμή απαγόρευσης της φαλαινοθηρίας στην περιοχή, περίπου μισόν αιώνα πριν.
Το αναπάντεχο αυτό εύρημα των επιστημόνων που δημοσιεύτηκε την Πέμπτη στην επιστημονική επιθεώρηση Scientific Reports, αποτελεί αισιόδοξη ένδειξη όχι μόνο για τις προσπάθειες προστασίας των γιγάντιων κητωδών, αλλά και της υγείας των ωκεάνιων οικοσυστημάτων στα οποία ενδημούν.
«Καταγράφουμε μια αποκατάσταση των μεγάλων θαλάσσιων θηλαστικών, κι αυτό είναι σχετικά σπάνιο στους καιρούς των απώλειας βιοποικιλότητας και ειδών» σημειώνει η Χελένα Χερ, οικολόγος στο πανεπιστήμιο Αμβούργου και επικεφαλής συγγραφέας της έρευνας.
Σύμφωνα με τα ευρήματα, ο πληθυσμός των πτεροφαλαινών στην περιοχή έρευνας κοντά στην Ανταρκτική έφτασε περίπου τα 8.000 μέλη, τη στιγμή που το 1976 -χρονιά που η Διεθνής Επιτροπή Φαλαινοθηρίας εξέδωσε μορατόριουμ για το κυνήγι των φαλαινών- ολόκληρος ο πληθυσμός του συγκεκριμένου κητώδους στο νότιο ημισφαίριο δεν ξεπερνούσε τα 3.000 άτομα. Πριν το 1976 η φαλαινοθηρία ευθυνόταν για τη θανάτωση περίπου 700.000 πτεροφαλαινών.
Και στα δύο ημισφαίρια του πλανήτη, οι πτεροφάλαινες, το δεύτερο μεγαλύτερο είδος κητώδους, μετά τη γαλάζια φάλαινα, θεωρούνται ακόμη ευάλωτα είδη, καθώς ο αριθμός τους παραμένει μικρός. Ο μεγάλος κύκλος αναπαραγωγής των πτεροφαλαινών όπου το θηλυκό γεννά μόλις ένα μικρό κάθε τρία ή τέσσερα χρόνια, εξηγεί το γιατί ο πληθυσμός τού είδους χρειάζεται τόσο χρόνο αποκατάστασης, σύμφωνα με τη δόκτορα Χερ. «Χρειάζεται πολύς χρόνος έως ότου η αναπαραγωγή να μπορεί να ξεκινήσει εκ νέου» επιβεβαιώνει.
Ωστόσο, η αύξησή τους στο νότιο ωκεανό αντικατοπτρίζει και τον πολλαπλασιασμό άλλων ειδών φαιλαινών, όπως της γκρίζας και της μεγάπτερης.
«Βλέπουμε μεγάλες συγκεντρώσεις φαλαινών, κι αυτό είναι υπέροχη είδηση για την Ανταρκτική και διεθνώς» σημειώνει ο Τζο Ρόμαν, βιολόγος στο πανεπιστήμιο του Βερμόντ - που δε συμμετείχε στην έρευνα.
Οι πτεροφάλαινες μπορούν να φτάσουν σε μήκος τα 25 μέτρα και σε βάρος τους 80 τόνους. Τρέφονται με κριλ και μικρά ψάρια, καταβροχθίζοντας τα θηράματά τους καθώς κολυμπούν με ταχύτητες άνω των 40 χλμ/ώρα. Είναι τόσο γρήγορες, λέει η δρ. Χερ, που είναι δύσκολο για τα τυπικά ερευνητικά σκάφη να τις ακολουθήσουν.
Με πληροφορίες από Wall Street Journal