O Μάθιου Νίμιτς, πρώην διαμεσολαβητής του ΟΗΕ για το ονοματολογικό, εξήρε τον Αλέξη Τσίπρα και τον Ζόραν Ζάεφ για τη Συμφωνία των Πρεσπών.
Μιλώντας στην Deutsche Welle για τα 25 χρόνια της θητείας του, έκανε αναδρομή σε μερικές κρίσιμες στιγμές της διαπραγμάτευσης, σχολιάζοντας την συμβολή των Τσίπρα-Ζάεφ. Ο ίδιος ανέλαβε τη θέση του διαμεσολαβητή εν έτει 1994, όταν του ζητήθηκε από τον τότε αμερικανό πρόεδρο Μπιλ Κλίντον να διαμεσολαβήσει μεταξύ Αθήνας και Σκοπίων ώστε να επιλυθεί το ζήτημα του ονόματος.
«Ήταν μια τρομακτική εποχή, η περίοδος 1993-1994, υπήρχαν μεγάλες διαδηλώσεις στην Ελλάδα. Η Ελλάδα δεν εξήγαγε προϊόντα στην τότε ΠΓΔΜ και υπήρχε πόλεμος λίγο βορειότερα, στην πρώην Γιουγκοσλοβία. Υπήρχε μεγάλη ένταση και ελπίζαμε σε μια λύση» θυμάται ο Μάθιου Νίμιτς. Την περίοδο εκείνη ωστόσο, όπως σημειώνει, φάνταζε σχεδόν αδύνατη η οριστική επίλύση του ονοματολιγικού και κάπως έτσι έφτασαν στην επιλογή της «προσωρινής συμφωνίας» για τη χρήση του ονόματος «FYROM» (Former Yugoslavic Republic of Macedonia) ως μεταβατικής ονομασίας.
Όμως, όπως ανέφερε ο Μάθιου Νίμιτς: «Αυτό δεν ήταν όνομα χώρας. Ήταν ένας προσωρινός χαρακτηρισμός, με ένα όνομα που εκκρεμούσε ακόμη να βρεθεί.» Εντούτοις, ο Μάθιου Νίμιτς σημειώνει ότι παρά τις έντονες αντιδράσεις την κρίσιμη εκείνη περίοδο «υπήρχε μια διαδικασία, την οποία και οι δύο χώρες αποδέχονταν και ήθελαν να τη συνεχίσουν. Αυτό ήταν σημαντικό. Δεν ήθελαν να βιαστούν. Ήταν μια πολύ ευαίσθητη πολιτική κατάσταση, στην οποία έπρεπε να προσαρμοστούν».
«Ρωτούσα και τις δυο πλευρές: Θέλετε να συνεχίσουμε;»
Σε ερώτηση σχετικά με τις δύσκολες στιγμές που αντιμετώπισε ο Μάθιου Νίμιτς -σήμερα αισίως 79 ετών- σε όλη αυτή τη μακρά περίοδο της διαμεσολάβησής του ανέφερε χαρακτηριστικά: «Ρωτούσα και τις δύο πλευρές σχεδόν κάθε χρόνο: Θέλετε να συνεχίσω εγώ την διαπραγμάτευση; Γιατί θεωρώ ότι ένας διαμεσολαβητής δεν θα πρέπει να διαμεσολαβεί εάν δύο πλευρές δεν νιώθουν άνετα με τον διαμεσολαβητή. Αλλά και οι δύο πλευρές μου είπαν: Απλά συνέχισε!». Όπως θυμάται, υπήρξαν στιγμές που ένιωθε ότι τίποτα δεν επρόκειτο να συμβεί, αλλά από την άλλη πλευρά πίστευα ότι έτσι λειτουργεί ο κόσμος. «Έτσι λειτουργεί η ιστορία. Σε μια τέτοια κατάσταση πρέπει πάντα να είσαι έτοιμος να αδράξεις την ευκαιρία, κάτι που τελικά συνέβη όπως έδειξε η πράξη».
Υπήρξε όμως στο παρελθόν και κάποια άλλη στιγμή που Αθήνα και Σκόπια έφτασαν κοντά σε συμφωνία; «Το 2008 μετά τη Σύνοδο του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι πιστεύω υπήρξε μια στιγμή, κατά την οποία, εάν οι δύο πλευρές είχαν δουλέψει σκληρά, ίσως κάτι να είχε επιτευχθεί μέσα στο γενικότερο κλίμα κρίσης τότε», ανέφερε ο Μάθιου Νίμιτς. Μετά την αποτυχία εξεύρεσης λύσης στο Βουκουρέστι, υπήρξαν κάποιες σπασμωδικές προσπάθειες για εξεύρευση λύσης. Ωστόσο τα επόμενα χρόνια στην Ελλάδα ξέσπασε η οικονομική κρίση και η τότε κυβέρνηση Παπανδρέου εστίασε σε αυτή, ενώ από την άλλη πλευρά η κυβέρνηση Γκρουέφσκι ξεκίνησε μια προσπάθεια «στροφής προς την ιστορία», με την ανέγερση των περίφημων αγαλμάτων του Μ. Αλεξάνδρου, την μετονομασία του αεροδρομίου των Σκοπίων κλπ. Κινήσεις που ήταν «πολύ προσβλητικές» για την ελληνική πλευρά, σύμφωνα με τον Μάθιου Νίμιτς.
Τσίπρας και Ζάεφ διέθεταν το «πολιτικό θάρρος»
Κληθείς να σχολιάσει τη στάση της αντιπολίτευσης και στις δύο χώρες και το κατά πόσο η έντονη κριτική που ασκούν στη Συμφωνία των Πρεσπών ενδέχεται στο μέλλον να αναζωπυρώσει τη διαμάχη ο κ.Νίμιτς απαντά: «Κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος για το μέλλον. Δεν πιστεύω ότι η ιστορία σταματά, τα πράγματα συνεχίζουν. Διαμάχες που έχουν βαθιές ρίζες αλλάζουν ως προς τη φύση τους αλλά δεν εξαφανίζονται παντελώς. (...) Στην περιοχή αυτή η ιστορία διαδραματίζει κομβικό ρόλο. Καταλήξαμε σε μια συμφωνία για το όνομα. Αλλά πιστεύω ότι και στις δύο χώρες οι άνθρωποι πιστεύουν ότι υποχώρησαν σε πολλά επειδή έγινε συμβιβασμός».
Τέλος, σχολιάζοντας τους δύο πρωθυπουργούς, Αλέξη Τσίπρα και Ζόραν Ζάεφ που υπέγραψαν τη Συμφωνία των Πρεσπών και είναι υποψήφιοι για το Νομπέλ Ειρήνης, αναφέρει: «Πιστεύω έκαναν κάτι αξιοσημείωτο επειδή διέθεταν το πολιτικό θάρρος. Είπαν ότι θα προσπαθήσουν να βρουν λύση. Δεν ήταν εύκολο, διακινδύνευσαν τις πολιτικές καριέρες τους και το έφεραν εις πέρας. Πιστεύω πολλοί λίγοι στο δημόσιο βίο κάνουν κάτι τέτοιο. Πιστεύω λοιπόν ότι είναι δύο σημαντικοί άνθρωποι που έκαναν κάτι σημαντικό. Αξίζουν πολλούς επαίνους αλλά δεν είμαι εγώ αυτός που δίνει βραβεία. (...) Aλλά αν είναι να δοθούν βραβεία, σίγουρα αξίζουν την ύψιστη διάκριση. Και οι δυο ενδιαφέρονται πολύ για τις πατρίδες τους αλλά και για την ευρύτερη περιοχή. Ενδιαφέρονται επίσης για το μέλλον και αυτό είναι πολύ σημαντικό».
Με πληροφορίες από Deutsche Welle
σχόλια