Έχει τύχει να «παίξω» μπάλα (της πλάκας) κάποτε και με Άγγλους - πρωτοετείς που ξεφτίλισαν άνετα κι αναμενόμενα κάτι μεγάλους μεταπτυχιακούς ανθρώπους σαν κι εμάς - και με Βραζιλιάνους - αλάνια της παραλίας που ξεφτίλισαν επίσης άνετα κι αναμενόμενα κάτι μεγάλους ανθρώπους / τουρίστες σαν κι εμάς - στις χώρες τους.
Δύο εντελώς διαφορετικές χώρες και κουλτούρες με κοινό τόπο το δέος με το ποδόσφαιρο ως υπερβατικό ή ακόμα και μεταφυσικό Παιχνίδι που συχνά αντιμετωπίζεται με όρους αρχαίας τραγωδίας - πλην όμως με εντελώς διαφορετικούς τρόπους και κώδικες.
Στο «Ηνωμένο Βασίλειο» επικρατεί από γενιά σε γενιά η αντίληψη για το ποδόσφαιρο ως εθνικό άθλημα που γεννήθηκε στο Νησί και εξαπλώθηκε στο σύμπαν και η παιδεία (με την ευρύτατη έννοια του όρου) που το συνοδεύει εμπεριέχει στοιχεία ενός ανίερου συνδυασμού κολεγίου και στρατιωτικής ακαδημίας, μαζί με μια βαθιά λαϊκή υπόσταση.
Μία από τις πρώτες μου (η πρώτη βασικά) έντονες αναμνήσεις από Παγκόσμιο Κύπελλο ήταν αυτή του «χουντικού» Μουντιάλ στην Αργεντινή, όταν η διοργανώτρια χώρα χρειαζόταν πέντε τουλάχιστον γκολ διαφορά εναντίον του πρόθυμου να στηθεί και να τα δεχτεί Περού, για να προκριθεί εις βάρος της Βραζιλίας με καλύτερη διαφορά τερμάτων. Και το πέτυχε σ΄ ένα από τα πιο σκανδαλώδη ματς όλων των εποχών.
Θεωρείται ντροπή και όνειδος να «βουτάς», να «κλέβεις» και να επιδίδεσαι σε πάσης φύσεως αντιαθλητικές (αντι-τζέντλεμαν) συμπεριφορές. Ας μην απορεί κάποιος πώς συμβιβάζεται αυτή η νοοτροπία με την ακμή του χουλιγκανισμού που ταυτίστηκε πριν εξαχθεί με την βρετανική γηπεδική εμπειρία, υπήρχαν ένα εκατομμύριο σύνθετοι πολιτικοκοινωνικοπολιτισμικοί λόγοι γι' αυτό.
Στη Βραζιλία αντιθέτως (που δεν μαστιζόταν ακριβώς από τον χουλιγκανισμό αλλά παλιότερα ειδικά ήταν συνηθισμένο φαινόμενο να πετάνε μπουγέλα με ούρα από το πάνω στο κάτω διάζωμα που βρίσκονταν οι αντίπαλοι οπαδοί), τα πάσης φύσεως τσαλίμια και οι αντιπερισπασμοί την ώρα του αγώνα, αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της «παραλιακής» εν πολλοίς ποδοσφαιρικής κουλτούρας της μεγάλης και υπέροχης αυτής χώρας (μην ακούω για ιλιγγιώδεις ψαλίδες και ανισότητες λες και δεν υπάρχουν στις ΗΠΑ ή στη Γαλλία φερ' ειπείν).
Μέσα στο παιχνίδι υπάρχει και η πλάκα και το κωλοβάρεμα και η πονηρή, προμελετημένη σκοπιμότητα και το «να σου κλέψω και το πορτοφόλι για να εκθέσω την αμπαλοσύνη σου και μετά στο επιστρέφω - αν το θυμηθώ».
Γεγονός που δικαιολογεί εν μέρει την οιστριονική διαταραχή προσωπικότητας και τον κωμικό σολιψισμό που φαίνεται να διέπει ώρες-ώρες την συμπεριφορά του Νεϊμάρ όταν κάνει αυτά τα γελοία καραγκιοζιλίκια που πέφτει και σφαδάζει και χτυπιέται και τσεκάρει διαρκώς τον ευάλωτο ναρκισσισμό του, προκαλώντας θυμηδία και αγανάκτηση. Ποιος Ρονάλντο και ποιος Σουάρεζ...
Μαζί με την ξενέρωτη και σφιχτή αμυντική προδιάθεση που διέπει την ομάδα, πρέπει να ανεχτεί κανείς πια και αυτά τα κόλπα. Μένει να αποδειχτεί στη συνέχεια αν θα συγκεντρωθεί στο τεράστιο και αδιαμφισβήτητο ταλέντο του και στις απαιτήσεις των υπερ - κρίσιμων αγώνων στη συνέχεια για να οδηγήσει το αντιπροσωπευτικό συγκρότημα στη φυσική του θέση, που πάντα ήταν η κορυφή του παγκόσμιου ποδοσφαιρικού στερεώματος, επιχειρώντας παράλληλα να σπρώξει στη συλλογική λήθη το ταπεινωτικό 1-7 που υπέστη στα πόδια της Γερμανίας κατά το προηγούμενο Μουντιάλ.
Εκ προοιμίου πάντα στο ρόλο μιας «υπεράνω» ποδοσφαιρικής δύναμης, η Βραζιλία ποτέ δεν καταδέχτηκε (ούτε και ήταν στον χαρακτήρα της) να καταφύγει σε σκληρές και βίαιες αμυντικές συμπεριφορές, όπως άλλες μεγάλες λατινοαμερικανικές δυνάμεις σαν την Αργεντινή ή την Ουρουγουάη.
Μία από τις πρώτες μου (η πρώτη βασικά) έντονες αναμνήσεις από Παγκόσμιο Κύπελλο ήταν αυτή του «χουντικού» Μουντιάλ στην Αργεντινή, όταν η διοργανώτρια χώρα χρειαζόταν πέντε τουλάχιστον γκολ διαφορά εναντίον του πρόθυμου να στηθεί και να τα δεχτεί Περού, για να προκριθεί εις βάρος της Βραζιλίας με καλύτερη διαφορά τερμάτων. Και το πέτυχε σ΄ ένα από τα πιο σκανδαλώδη ματς όλων των εποχών.
Από τότε ξεκίνησε η συμπάθεια (Πελέ δεν πρόλαβα) για την χώρα που έχει ως έμβλημα στη σημαία της την υδρόγειο και το κάπως αστείο - αν σκεφτεί κανείς την στερεοτυπική αντίληψη για τους «χαβαλέδες» κατοίκους της – σλόγκαν «Τάξη και Πρόοδος».
Ακολούθησαν φυσικά και τα υπόλοιπα Μουντιάλ όπου μαζί με τον υπόλοιπο κόσμο παρακολούθησα τη λιτανεία απόκοσμων ταλέντων. Όχι μόνο την ακολουθία / παρήχηση του «Ρ» (Ριβελίνο, Ρονάλντο, Ροναλντίνιο, Ριβάλντο, Ρομάριο) αλλά και τον μεγάλο μαρξιστή/ γιατρό / χρόνιο αλκοολικό και πρόωρα χαμένο Σόκρατες (σίγουρα η πιο επιβλητική μορφή και κορμοστασιά που έχει δεσπόσει ποτέ στα γήπεδα), τον Ζίκο και τόσους και τόσους και τόσους άλλους.
Αυτή η Βραζιλία στα γήπεδα της Ρωσίας δεν έχει προκαλέσει ακόμα αντίστοιχη πώρωση αλλά οι μεγάλοι παίκτες είναι εκεί και μάλιστα καθοδηγούνται από έναν προπονητή που μοιάζει να εμπνέει σεβασμό και εμπιστοσύνη.
Έχει τη στόφα πατρικής φιγούρας που ξέρει τι κάνει ο Tite, ο οποίος προφέρεται Τίτσι ή Τίτσε ή κάτι σαν «Τσίτσεου» αν είσαι από το μαγευτικό «τεμπελχανείο» το Ρίο (σύμφωνα με τους συγκριτικά εργασιομανείς Παουλίστας, αν κάποτε ξεκινήσουν να δουλεύουν οι κάτοικοι του Ρίο, το άγαλμα του Χριστού πάνω στο λόφο θα κατεβάσει τα χέρια και θα βαρέσει παλαμάκια). Κρίμα μόνο που λόγω τραυματισμού δεν συμμετείχε στην αποστολή αυτός ο χαρισματικός και μέγας «απατεώνας» - φασιονίστας, ο Ντάνι Άλβες.