«Δεν μιλάμε για ένα χάρισμα σαν του Ντιέγκο Μαραντόνα αλλά περισσότερο για μια ικανότητα να προσθέτει στο παιχνίδι ένα είδος κοινής λογικής. Δεν κάνει πράγματα που μοιάζουν αδύνατα· τον βλέπεις όταν δίνει μια πάσα και σκέφτεσαι: "αυτό θα είχα κάνει κι εγώ". Μας αρέσει να βγάζουμε τέτοιου είδους συμπεράσματα όταν παρακολουθούμε αγώνες, αλλά δεν θα έπρεπε να πιστεύουμε ό,τι λέμε. Στην πραγματικότητα, ο Μόντριτς κάνει αυτά που μόνο εκείνος μπορεί να κάνει» γράφει στο τελευταίο του άρθρο στην «Guardian» ο Χόρχε Βαλντάνο.
Ο πρώην προπονητής της Ρεάλ Μαδρίτης και παγκόσμιος πρωταθλητής με την Εθνική Αργεντινής του 1986 συνεχίζει, αποθεώνοντας τον τρόπο παιχνιδιού του ιδιοφυή Κροάτη μέσου: «Όταν η μπάλα περνάει από τα πόδια του, το παιχνίδι μοιάζει να ρέει, λες και το ποδόσφαιρο είναι το πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο.
Αυτός ο βραχύσωμος (1,72 εκατοστά), αδύνατος τύπος που μοιάζει μάλλον ασθενικός στην όψη είναι με διαφορά ο καλύτερος παίκτης του Μουντιάλ και ένας από τους πληρέστερους μέσους που έχουν εμφανιστεί ποτέ στο ποδόσφαιρο. Ένας καλλιτέχνης της μπάλας.
»» [...] Σε ένα Παγκόσμιο Κύπελλο, όπου ο ελεύθερος χώρος μέσα στο γήπεδο μοιάζει να εξαφανίζεται, −πράγμα παράξενο, αν αναλογιστεί κανείς ότι οι διαστάσεις του γηπέδου είναι ακόμη 100x70− και όλοι όσοι παίρνουν την μπάλα φαίνεται να βιάζονται λες και όλο το γήπεδο αποτελεί μια μικρή περιοχή, ο Μόντριτς κάνει θαύματα, επιτρέποντας στην κίνηση να "αναπνέει", δίνοντας στην μπάλα την αναγκαία ταχύτητα, όποτε βρίσκεται στο γήπεδο. Ξαφνικά, (σ.σ χάρη σ' αυτόν) ανακαλύπτουμε ότι ο χώρος και ο χρόνος πράγματι υπάρχουν και το μόνο που χρειάζεται για να επιστρέψουν είναι κάποιος με ταλέντο».
Και δεν είναι μόνο το στυλ ή ο τρόπος παιχνιδιού του. Η επιρροή που ασκεί ο Μοντριτς εντός γηπέδου αποτυπώνεται και στους αριθμούς.
Τα δύο γκολ και η μία ασίστ είναι το λιγότερο που έχει προσφέρει στο Μουντιάλ. Μέχρι στιγμής, και παρότι διανύει το 33ο έτος της ηλικίας του, έχει καλύψει τη μεγαλύτερη απόσταση από οποιονδήποτε άλλον στη διοργάνωση (συνολικά 63 χλμ.).
Mε βάση τα λεπτά συμμετοχής και τη θέση, είναι πρώτος σε πάσες-κλειδιά (2,7), ενώ το ποσοστό ακρίβειας στις μεταβιβάσεις αγγίζει το 86,4%.
Μάλιστα, σε σύγκριση με τον παίκτη που θα αγωνίζεται στην ίδια θέση ως αντίπαλός του στον μεγάλο τελικό της Κυριακής, δηλαδή τον Πολ Πογκμπά, έχει πλέον περισσότερες κερδισμένες μονομαχίες αλλά και κοψίματα.
Αυτός ο βραχύσωμος (1,72 εκατοστά), αδύνατος τύπος που μοιάζει μάλλον ασθενικός στην όψη είναι ο καλύτερος παίκτης του Μουντιάλ και ένας από τους πληρέστερους μέσους που έχουν εμφανιστεί ποτέ στο ποδόσφαιρο. Ένας καλλιτέχνης της μπάλας, άμεσος απόγονος και δίκαιος κληρονόμος της μεγάλης των «Πλάβι» σχολής.
Όσα έχει καταφέρει μέχρι σήμερα είναι ανεπανάληπτα, ακόμα κι αν δεν κατακτήσει την Κυριακή το Μουντιάλ. Ειδικά αν αναλογιστεί κανείς ότι πριν από 26 χρόνια προσπαθούσε να ξεφύγει από τη φρίκη του πολέμου.
Ο Μόντριτς γεννήθηκε στις 9 Σεπτεμβρίου του 1985 στο Μοντρίτσι, ένα μικρό χωριό περίπου 60 χιλιόμετρα έξω από το Ζαντάρ της τότε ενωμένης Γιουγκοσλαβίας. Τα παιδικά του χρόνια, όμως, σημαδεύτηκαν από τον πόλεμο.
Μόλις η Κροατία κήρυξε την ανεξαρτησία της, ντόπιοι Σέρβοι εθνικιστές, με τη βοήθεια ομοιδεατών εθελοντών από τη Σερβία, κατέλαβαν την περιοχή και εκτέλεσαν εν ψυχρώ κάποιους από τους χωρικούς, μαζί με αυτούς και τον αγαπημένο του παππού.
Ο μικρός Λούκα, που ήταν μόλις 6 ετών τότε, αναζήτησε, μαζί με την οικογένειά του, καταφύγιο σε ένα από τα μεγάλα ξενοδοχεία του Ζαντάρ. Εκεί, υπό τους διαρκείς ήχους των πυροβολισμών και των βομβαρδισμών, άρχισε να παίζει ποδόσφαιρο. Τα σημάδια από τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν στην περιοχή υπάρχουν ακόμα.
«Ήταν ένα μικρό αγόρι τότε και συνήθιζε να κλοτσάει την μπάλα στο πάρκινγκ του ξενοδοχείου» δήλωσε κάποτε γι' αυτόν ο πρόεδρος της NK Zadar, Josip Bajlo. «Ήταν αδύνατος και μικροσκοπικός για την ηλικία του, αλλά μπορούσες να διακρίνεις αμέσως ότι είχε κάτι το ξεχωριστό. Παρ' όλα αυτά, κανείς μας δεν πίστευε ότι μια μέρα θα γινόταν ο ποδοσφαιριστής που είναι σήμερα».
«Ήμασταν πάντα φοβισμένοι, αυτό θυμάμαι πιο έντονα» θυμάται με τη σειρά του ο Tomislav Basic, ένας από τους πρώτους προπονητές του Μόντριτς στη NK Zadar. «Εκείνα τα χρόνια χιλιάδες χειροβομδίδες έπεφταν από τους παρακείμενους λόφους μέσα στο γήπεδο όπου κάναμε προπόνηση κι εμείς τρέχαμε να καλυφθούμε. Το ποδόσφαιρο ήταν η διαφυγή μας από την καθημερινότητα».
Μάλιστα, προκειμένου να εξασφαλίσουν ότι τα πιτσιρίκια θα έφευγαν όσο πιο γρήγορα γινόταν από το γήπεδο σε περίπτωση βομβαρδισμού, ο Basic μαζί με τους υπόλοιπους προπονητές της Zadar είχαν σκαρφιστεί την απονομή του βραβείου του «ήρωα της ημέρας» στο παιδί που θα έφτανε πρώτο και με ασφάλεια στο καταφύγιο.
Με την πάροδο του χρόνου τα ολμοβόλα και οι χειροβομβίδες σίγησαν και η ζωή βρήκε τους κανονικούς της ρυθμούς. Ο Μόντριτς συνέχισε να κάνει αυτό που ήξερε καλά, να παίζει ποδόσφαιρο. Δεν τον ένοιαζε που ήταν μικρόσωμος, ήξερε ότι ήταν καλύτερος απ' όλους.
Σε εφηβική ηλικία δοκιμάστηκε στην ομάδα της καρδιάς του, τη Hajduk Split. Όταν τον απέρριψαν, λέγοντάς του να ξαναδοκιμάσει την επόμενη χρονιά, ήταν απαρηγόρητος. Μέχρι που σκέφτηκε να παρατήσει τελείως το ποδόσφαιρο.
Για καλή του τύχη, τον πήρε υπό την προστασία του ο Basic. Πεπεισμένος ότι είχε προοπτική να γίνει top-class επαγγελματίας ποδοσφαιριστής, ο επικεφαλής των τσικό της Zadar τον ανέλαβε προσωπικά, προσέλαβε έναν προσωπικό γυμναστή και ήταν πάντα εκεί για να τον ενθαρρύνει και να τον συμβουλεύει.
Ο ίδιος ο Μόντριτς συνήθιζε να τον αποκαλεί «δεύτερο πατέρα του» και όταν ο Basic πέθανε τον Φεβρουάριο του 2014 βυθίστηκε στο πένθος. Τρεις μήνες αργότερα, μετά τον θρίαμβο της Ρεάλ στον τελικό του Champions League, έσπευσε να αφιερώσει την επιτυχία του στον παλιό του δάσκαλο: «Χωρίς αυτόν δεν θα βρισκόμουν εδώ που είμαι σήμερα».
Η πορεία του Μόντριτς από το Ζάγκρεμπ στο Λονδίνο και από κει στη Μαδρίτη είναι γνωστή στους περισσότερους ποδοσφαιρόφιλους. Mέσα σ' αυτά τα χρόνια ο Κροάτης ποδοσφαιριστής κέρδισε τα πάντα σε διασυλλογικό επίπεδο.
Πάντα επιδραστικός, πάντα καθοριστικός μέσα στο γήπεδο και πάντα στη σκιά των πιο δημοφιλών (και πιο φωτογενών) συμπαικτών του.
Οι θαυμαστές του λένε πως αν ήταν Βραζιλιάνος ή Αργεντινός θα είχε ήδη κερδίσει τη «Χρυσή Μπάλα». Τον ίδιο, πάλι, αυτό δείχνει να είναι το τελευταίο που τον απασχολεί.
Την Κυριακή το βράδυ, μπροστά σε ολόκληρο τον πλανήτη, θα έχει την τέλεια και πιθανώς τελευταία ευκαιρία να αποδείξει ότι η ουσία μπορεί να νικήσει την εικόνα, τη λεζάντα. Η ομάδα του δεν θα είναι το φαβορί. Το γνωρίζει, αλλά το προτιμά έτσι γιατί οι πιθανότητες δεν ήταν ποτέ με το μέρος του.
σχόλια