Υψηλόβαθμα στελέχη του Facebook έκαναν παρεμβάσεις ώστε να επιτρέπουν σε πολιτικούς και σελέμπριτι να αναρτούν «ό,τι ήθελαν» παρακάμπτοντας τους κανονισμούς της πλατφόρμας σχετικά με την παραπληροφόρηση και το επιβλαβές περιεχόμενο, σύμφωνα με εσωτερικά έγγραφα που επικαλούνται οι Financial Times.
Υπάλληλοι του Facebook υποστηρίζουν πως παρότι η πλατφόρμα επέμενε ότι ήταν πολιτικά ουδέτερη, επέτρεπε σε πολιτικούς της δεξιάς πτέρυγας να «σπάνε» τους κανόνες.
Τον Σεπτέμβριο του 2020, δύο μήνες πριν τις προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ, άτομο που υπογράφει εσωτερικό σημείωμα τόνιζε πως «εργαζόμενοι σε διοικητικό επίπεδο ιεραρχίας, είχαν γράψει σε memo ότι θα προτιμούσαν να εξαιρέσουν επισήμως τους πολιτικούς προβληματισμούς από τη διαδικασία λήψης αποφάσεων».
Το ίδιο άτομο καλούσε την ηγεσία της εταιρείας να δημιουργήσει ένα τείχος προστασίας γύρω από τις ομάδες ελέγχου περιεχομένου, ώστε να μην συμβεί κάτι τέτοιο, και να εξασφαλιστεί πως δεν θα διατηρούνταν, αλλά ούτε και θα διαγράφονταν αναρτήσεις εξαιτίας εξωτερικής πίεσης από πολιτικούς ή Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης.
Σε άλλο εσωτερικό memo, από τον περσινό Δεκέμβριο, ένας υπάλληλος ισχυριζόταν ότι η ομάδα δημόσιων κανονισμών του Facebook, είχε μπλοκάρει αποφάσεις για αφαίρεση αναρτήσεων «όταν έβλεπε πως θα μπορούσαν να βλάψουν πολιτικούς παράγοντες».
«Σε πολλαπλές περιπτώσεις, η τελική κρίση για το αν μία εξέχουσα ανάρτηση παραβίαζε κάποια συγκεκριμένη γραπτή οδηγία, γινόταν από υψηλόβαθμα στελέχη, κάποιες φορές από τον Μαρκ Ζούκερμπεργκ», σημειώνεται στο ίδιο memo.
Ο ίδιος ο Ζούκερμπεργκ φέρεται πως ενεπλάκη προσωπικά σε μία απόφαση, να επιτραπεί η ανάρτηση ενός βίντεο με τον ψευδή ισχυρισμό πως η άμβλωση «δεν είναι ποτέ ιατρικώς απαραίτητη», το 2019. Εκείνη ανάρτηση είχε «κατέβει» από διαχειριστή - ελεγκτή περιεχομένου, αλλά είχε τελικώς ξαναδημοσιευτεί, μετά τα παράπονα Ρεπουμπλικάνων πολιτικών, σύμφωνα με το ίδιο έγγραφο.
Τα έγγραφα, μέρος των περίφημων Facebook Papers, αποκαλύφθηκαν στις ρυθμιστικές αρχές των ΗΠΑ και παραδόθηκαν στο Κογκρέσο σε συμπτυγμένη μορφή, από τον συνήγορο της πληροφοριοδότριας Frances Haugen.
Μία ομάδα διεθνών ειδησεογραφικών οργανισμών, μεταξύ των οποίων και οι FT, έλαβαν αυτά τα αρχεία. Τ
Ο εκπρόσωπος του Facebook, Τζο Όσμπορν, δήλωσε: «Στον πυρήνα αυτών των ιστοριών είναι μία λανθασμένη υπόθεση. Ναι είμαστε μία επιχείρηση και έχουμε κέρδος, αλλά η ιδέα ότι το κάνουμε αυτό σε βάρος της ασφάλειας των ανθρώπων ή της ευζωίας τους, παρεξηγεί τα θεμέλια των εμπορικών μας συμφερόντων. Η αλήθεια έιναι ότι επενδύσαμε 13 δισεκατομμύρια δολάρια και έχουμε περισσότερους από 40.000 ανθρώπους που έχουν μία δουλειά: να κρατούν τους ανθρώπους στο Facebook ασφαλείς».
Στο προσωπικό είχαν πει να στοχεύει σε «μη-αναιρέσιμη ουδετερότητα»
Πρώην στέλεχος του Facebook, δήλωσε στους FT πως ο Ζούκερμπεργκ είχε πει από καιρό στο προσωπικό να στοχεύει σε αυτό που ο ίδιος ονόμαζε «μη αναιρέσιμη ουδετερότητα». Ωστόσο τρεις άλλοι πρώην εργαζόμενοι, καταγγέλλουν πως είχαν παρατηρήσει ότι το Facebook εφάρμοζε τους κανόνες με ασυνεπή και συμπτωματικό τρόπο, επιφυλάσσοντας ειδική μεταχείριση στους σελέμπριτι.
Πρώην υπάλληλος της ομάδας ακεραιότητας είχε πει: «Για τους ανθρώπους που έτρεχαν το Facebook, φαίνεται πως ήταν πιο σημαντικό να φαίνεται πως δεν επηρεάζονταν, από το να μην επηρεάζονται».
Σε memo του Ιουλίου του 2020, που έφερε στη δημοσιότητα το BuzzFeed, η εταιρεία σημείωνε πως είχε αποφασίσει να μην μειώσει την διανομή (σ.σ απήχηση) των «πολιτικών εκδοτών» πριν τις εκλογές, αλλά παρατηρούσε πως μια τέτοια κίνηση συνοδευόταν από ρίσκο να κατηγορηθεί η πλατφόρμα ως «κρύβει ή είναι προκατειλημμένη εναντίον συγκεκριμένων πολιτικών οντοτήτων».
Ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, που είχε μηνύσει το Facebook, Twitter και Google για άδικη «σίγαση» των συντηρητικών φωνών, κατηγορούσε επί χρόνια το Facebook για «προτιμήσεις». Το Facebook πάντως δεν είχε παρέμβει για να λογοκρίνει τον Τραμπ, όταν είχε ισχυριστεί πως η νόσος Covid-19 ήταν δήθεν «λιγότερο θανατηφόρα» από την γρίπη.
Σε memo του 2020, διατυπωνόταν η υπόθεση πως αποφάσεις για το «κλείσιμο» λογαριασμών ατόμων που επανειλημμένα παραβίαζαν τους κανόνες, συχνά αναιρούνταν, κάτω από την επίδραση των στοιχείων από την ομάδα «Δημόσιας Πολιτικής».
Ο υπάλληλος έγραψε πως ελήφθησαν αποφάσεις να εξαιρεθούν οι εκδότες, με το σκεπτικό πως ήταν «ευαίσθητοι» και θεωρήθηκε πιθανό το ενδεχόμενο «αντεπίθεσης». Το memo σημείωνε πως «στις ΗΠΑ φαίνεται πως οι παρεμβάσεις γίνονταν σχεδόν αποκλειστικά εκ μέρους των συντηρητικών εκδοτών», κατονομάζοντας τα citing Breitbart, Diamond και Silk, σημειώνοντας πως και ο συντηρητικός Charlie Kirk και το PragerU απολάμβαναν ειδική μεταχείριση.
Σε σημείωμα αποχώρησης από το Facebook, άλλος εργαζόμενος που συμμετείχε στον έλεγχο της γλώσσας μίσους, κατηγόρησε την πλατφόρμα ότι μεταχειριζόταν με ιδιαίτερο τρόπο το Breitbart. «Κάνουμε εξαιρέσεις για τους γραπτούς κανονισμούς μας για αυτούς, και τους επιδοκιμάζουμε ρητά, με το να τους συμπεριλαμβάνουμε στους έμπιστους συνεργάτες βασικών προϊόντων».
Με πληροφορίες από Financial Times