Οι καρδιές τους χτυπούν. Ουρούν. Η σάρκα τους δεν αποσυντίθεται και είναι ζεστή στο άγγιγμα. Τα στομάχια τους γουργουρίζουν, οι πληγές τους επουλώνονται, και μπορούν να χωνέψουν την τροφή. Μπορούν να κοκκινίσουν, να ιδρώσουν, να ανεβάσουν πυρετό ή να πάθουν καρδιακή προσβολή, μπορούν ακόμη και να αποκτήσουν παιδιά. Όμως, δεν είναι ζωντανοί.
Είναι πτώματα με καρδιές που ακόμη χτυπούν. Εγκεφαλικά νεκροί με απολύτως λειτουργικά όργανα και φυσιολογικό παλμό. Η περίθαλψη τους κοστίζει αστρονομικά ποσά (γύρω στα 217.784 δολάρια για λίγες μόνο εβδομάδες). Ένα τέτοιο σώμα, ενός ανθρώπου εγκεφαλικά νεκρού, με λίγη τύχη και πολλή φροντίδα μπορεί να παραμείνει στη ζωή για μήνες, ίσως και χρόνια, μπορεί και δεκαετίες. Γιατί, όμως, συμβαίνει αυτό; Και πώς μπορούν οι γιατροί να ξέρουν ότι κάποιος είναι «εγκεφαλικά νεκρός»;
Ιστορικά, ποτέ δεν ήταν εύκολη υπόθεση η πιστοποίηση του θανάτου. Τον 19ο αιώνα υπήρχαν περίπου 30 τρόποι για το πώς μπορεί κάποιος να είναι σίγουρος ότι ένας άνθρωπος πέθανε. Κάποιοι από αυτούς τους τρόπους περιελάμβαναν τη χρήση τανάλιας στις θηλές ή ακόμη και την τοποθέτηση βδέλλας στον πρωκτό. Άλλη (καθόλου) αξιόπιστη μέθοδος ήταν το να φωνάξει κάποιος το όνομα του νεκρού 3 φορές και αν εκείνος δεν απαντούσε, ήταν σίγουρο ότι είχε πεθάνει… Ή το να τοποθετηθεί ένα κομμάτι καθρέφτη κάτω από τη μύτη του για να σιγουρευτεί ο ειδικός ότι ο ασθενής δεν ανασαίνει.
Το «φαινόμενο του Λαζάρου» είναι κάτι που επιχειρεί –ήδη από τη δεκαετία του '80 να διαλευκάνει η επιστήμη. Οι αντανακλαστικές λειτουργίες ενός πτώματος – το να σηκώσει τα χέρια, να σηκωθεί ή να κάνει κάποια άλλη κίνηση κάποιος που πρακτικά έχει πεθάνει, εξηγείται από τη διαμεσολάβηση του εγκεφάλου στα λεγόμενα «αντανακλαστικά τόξα», που στέλνουν και λαμβάνουν μηνύματα από τον εγκέφαλο μέσω της σπονδυλικής στήλης.
Εννοείται ότι η ιατρική δεν λάμβανε κανέναν από αυτούς τους τρόπους στα σοβαρά. Και μετά, το 1846 όταν στην Παρισινή Ακαδημία των Επιστήμων έλαβε χώρα διαγωνισμός για την «καλύτερη εργασία αναφορικά με τις ενδείξεις θανάτου και τα μέσα που θα απέτρεπαν ταφές ζωντανών ακόμη ανθρώπων», τα εύσημα κέρδισε ο νεαρός γιατρός Eugène Bouchut. Η πρόταση του αφορούσε στη χρήση της πρόσφατης –για εκείνη την εποχή- ανακάλυψης του στηθοσκοπίου: αν ο γιατρός δεν κατάφερνε επί 2 λεπτά της ώρας να ακούσει την καρδιά του ασθενούς, ήταν σίγουρα νεκρός και μπορούσε να κηδευθεί.
Ο Bouchout δεν κέρδισε απλώς τον διαγωνισμό. Πρακτικά κατοχύρωσε και τον όρο «κλινικός θάνατος» σε όλο το φάσμα της δημόσιας ζωής: στην επιστήμη, στα βιβλία, στη λαϊκή διάλεκτο.
Τότε δεν υπήρχαν και άλλοι τρόποι για να διαπιστωθεί το μοιραίο, όπως παραδέχεται και ο Robert Veatch από το Αμερικανικό Ινστιτούτο Βιοηθικής. «Αρκούσε να ελέγξει κάποιος τον καρδιακό παλμό ενός ασθενούς για να αποφασίσει αν πέθανε», εξηγεί.
Όμως μια τυχαία ανακάλυψη τη δεκαετία του ’20 θα περιέπλεκε και πάλι τα πράγματα. Ένας ηλεκτρολόγος από το Μπρούκλιν θα αφιέρωνε μία 50ετία στην έρευνα θανάτων από ηλεκτροπληξία και στην αντιστροφή αυτής της κατάστασης. Μήπως το ηλεκτρικό ρεύμα, στα σωστά βολτ θα μπορούσε να φέρει έναν νεκρό πίσω στη ζωή; Οι πολυετείς έρευνες του William Kouwenhoven θα είχαν ως αποτέλεσμα την ανακάλυψη του απινιδωτή.
Για την ακρίβεια, αυτή ήταν η πρώτη από μία σειρά νέων επαναστατικών μεθόδων, μεταξύ των οποίων και τα σωληνάκια σίτισης, οι καθετήρες και τα μηχανήματα αιμοκάθαρσης, που μπορούσαν να διατηρήσουν κάποιον στη ζωή, ή για την ακρίβεια να διατηρήσουν ζωντανές τις λειτουργίες κάποιων ζωτικών οργάνων, ακόμη κι αν αυτός είχε πεθάνει.
H ανακάλυψη του ηλεκτρο-εγκεφαλογράφου ανέτρεψε και πάλι τα δεδομένα. Τη δεκαετία του ’50, γιατροί απ’ όλον τον κόσμο, άρχισαν να ανακαλύπτουν ότι ασθενείς που βρίσκονταν σε κώμα, δεν εμφάνιζαν καμία απολύτως εγκεφαλική δραστηριότητα. Αυτό που οι Γάλλοι αποκαλούσαν “coma depasse”, ήταν ακριβώς αυτό που η επιστήμη μπορούσε να περιγράψει ως ένα στάδιο μετά το κώμα. Εκεί ανέκυψε και η ορολογία περί «ζωντανών νεκρών», ανθρώπων που ο εγκέφαλος τους ήταν νεκρός, τα σώματα τους, όμως, όχι.
Αυτοί ήταν μία εντελώς ξεχωριστή κατηγορία ασθενών που ανέτρεπε επιστημονικά δεδομένα 5000 ετών και έγειρε νέα ακανθώδη φιλοσοφικά, ηθικά και νομικά ερωτήματα αναφορικά με την πιστοποίηση θανάτου.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πρόκειται για ασθενείς. Μόνο που δεν πρέπει να τους συγχέει κανείς με οποιονδήποτε άλλο ασθενή βρίσκεται σε κωματώδη κατάσταση. Ένας ασθενής μπορεί να ξυπνήσει από το κώμα, όχι, όμως και ένας εγκεφαλικά νεκρός ασθενής. Ένας εγκεφαλικά νεκρός ασθενής δεν θα επανέλθει ποτέ στην πρότερη κατάσταση του, όμως, από την άλλη δεν είναι και ακριβώς… νεκρός.
Ως εγκεφαλικά νεκρός θεωρείται κάποιος του οποίου το στέλεχος του εγκεφάλου και για την ακρίβεια ο θάλαμος που ελέγχει την αναπνοή δεν λειτουργεί πια. Παραδόξως, ωστόσο, άλλα όργανα, όπως η καρδιά, οι νεφροί, κ.λπ δεν φαίνεται να επηρεάζονται από τον θάνατο του εγκεφάλου. Σύμφωνα με τον Alan Shewmon, διακεκριμένο νευρολόγο του UCLA, υπάρχουν τουλάχιστον 175 περιπτώσεις ανθρώπων που το σώμα τους επιβίωσε για καιρό μετά τον θάνατο του «ιδιοκτήτη» τους. Και η διάρκεια… ζωής αυτών των περιπτώσεων; Από μία εβδομάδα έως 14 χρόνια… Πώς, λοιπόν, είναι κάτι τέτοιο δυνατό; Στην πραγματικότητα και επιστημονικά μιλώντας πάντα δεν υπήρξε ούτε μια στιγμή θανάτου, αλλά πολλοί μικροί, διαδοχικοί θάνατοι, όπου κάποια λειτουργία κατέρρεε κάθε φορά.
Για αιώνες στρατιώτες, χασάπηδες και δήμιοι είχαν παρατηρήσει τον τρόπο που συγκεκριμένα μέλη του ανθρώπινου σώματος συνέχιζαν να κινούνται ακόμη και μετά από έναν αποκεφαλισμό ή έναν τεμαχισμό. Πίσω στον 19ο αιώνα, πολύ πριν ανακαλυφθεί η μηχανική υποστήριξη, οι γιατροί της εποχής είχαν διαπιστώσει ότι η καρδιά ενός ασθενούς που σταμάτησε να ανασαίνει, μπορούσε να χτυπά για ώρες μετά την κατάληξη.
Το «φαινόμενο του Λαζάρου» είναι κάτι που επιχειρεί –ήδη από τη δεκαετία του ’80 να διαλευκάνει η επιστήμη. Οι αντανακλαστικές λειτουργίες ενός πτώματος – το να σηκώσει τα χέρια, να σηκωθεί ή να κάνει κάποια άλλη κίνηση κάποιος που πρακτικά έχει πεθάνει, εξηγείται από τη διαμεσολάβηση του εγκεφάλου στα λεγόμενα «αντανακλαστικά τόξα», που στέλνουν και λαμβάνουν μηνύματα από τον εγκέφαλο μέσω της σπονδυλικής στήλης.
Αντιστοίχως, είναι διαπιστωμένο πλέον ότι τόσο τα εγκεφαλικά όσο και τα κύτταρα του δέρματος παραμένουν ζωντανά για μέρες μετά τον θάνατο ενός ανθρώπου. Ακόμη και τα γονίδια μας παραμένουν ζωντανά κι ας έχουμε αποδημήσει.
Οι ίδιοι οι νευρώνες μας είναι κατασκευές υψηλής συντήρησης, ακριβώς επειδή παραμένουν ενεργοί για όλη τη διάρκεια της ζωής μας. Ας το σκεφτούμε: πρόκειται για μηχανές που δεν σταματούν ποτέ να δουλεύουν. Αν πάψουμε να τους τροφοδοτούμε με οξυγόνο, αυτοί για καιρό εξακολουθούν να κάνουν ό,τι «ήξεραν». Κάτι που μας φέρνει στο αρχικό ζήτημα: Αν η καρδιά μας εξακολουθεί να χτυπάει, πώς μπορούν να ξέρουν με σιγουριά οι γιατροί ότι έχουμε πεθάνει;
Η ανάγκη μηχανικής υποστήριξης της αναπνοής που δεν αποκαθίσταται εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος θεωρείται στην παγκόσμια ιατρική μία ξεκάθαρη ένδειξη ότι δεν είμαστε πια ζωντανοί. Ανά χώρα και νομικό πλαίσιο εγείρονται διάφορα ζητήματα, που συνήθως αφορούν την οικογένεια του ασθενούς και λύονται από αυτήν, για το αν θα τραβήξει την πρίζα της μηχανικής υποστήριξης μέχρι το αν θα δωρίσει τα όργανα του θανόντος και πάντα στην περίπτωση που το επιθυμούσε ή μετά την κατάληξη το αποφάσισε η οικογένεια του.
Υπάρχουν και περιπτώσεις, όπως αυτή της Marlise Munoz στο Τέξας, το 2013. Η γυναίκα δηλώθηκε ως εγκεφαλικά νεκρή, είχε ενημερώσει ότι σε περίπτωση θανάτου της δεν θέλει να παραμείνει στην μηχανική υποστήριξη, ωστόσο, διαπιστώθηκε ότι ήταν έγκυος 14 εβδομάδων και εκεί άρχισαν τα νομικά κωλύματα. Η οικογένεια της επιθυμούσε να κρατήσει την κοπέλα στη ζωή με τη βοήθεια μηχανικής υποστήριξης μέχρι να γεννηθεί το μωρό, κάτι όμως, που αρνήθηκε το νοσοκομείο. Και αυτό ακριβώς επειδή η Munoz είχε ζητήσει να μη γίνει.
Και πάλι, όμως, το νομικό πλαίσιο κάνει τη διαφορά. Στις ΗΠΑ ακόμη και ένας νεκρός ασθενής έχει δικαιώματα και πρέπει αναπνοή, καρδιά και εγκέφαλος να σταματήσουν ταυτόχρονα για να θεωρηθεί κάποιος νεκρός. Η ενδιάμεση κατάσταση είναι που δημιουργεί τα σοβαρότερα προβλήματα σε ό,τι αφορά τη δωρεά οργάνων γι’ αυτό και τώρα προτείνεται διαχωρισμός που θα αποσαφηνίζει τη λειτουργία του «ανώτερου εγκεφάλου». Τι σημαίνει αυτό; Ότι ένας άνθρωπος δεν είναι νεκρός όταν η καρδιά του σταματά να χτυπά ή όταν σταματά να ανασαίνει, αλλά όταν χάνει την ιδιοκτησία της προσωπικότητας του. Χαλαρώνοντας, βέβαια, κατ’ αυτόν τον τρόπο το νομικό πλαίσιο, οι γιατροί των μεταμοσχεύσεων αποκτούν πρόσβαση σε περισσότερους εν δυνάμει δότες, ενώ αυξάνονται οι πιθανότητες σωτηρίας πολλών ανθρώπων σε λίστα αναμονής.
Συμπερασματικά, ο θάνατος δεν είναι απλώς ένα γεγονός. Αλλά μία ανοιχτή συζήτηση σε εξέλιξη. Και για εμάς –και τους γύρω μας- και κυρίως για την επιστημονική κοινότητα.
Με στοιχεία από το BBC
σχόλια