Η αποκατάσταση των διπλωματικών σχέσεων του Ιράν με την Σαουδική Αραβία, έπειτα από κοινή συνομιλία τους με την Κίνα, που ανακοινώθηκε προχθές, προκαλεί ανακούφιση για την σταθερότητα στην περιοχή αλλά παράλληλα εγείρει ανησυχίες για τις πυρηνικές φιλοδοξίες του Ιράν.
Οι δύο αντίπαλες δυνάμεις στην περιοχή ανακοίνωσαν την Παρασκευή μια προθεσμία δύο μηνών για να ανοίξουν ξανά τις πρεσβείες και άλλες διπλωματικές αντιπροσωπείες τους.
Η συμφωνία τους προβλέπει επίσης την επανέναρξη της συνθήκης ασφαλείας που συνήψαν το 2001, σχετικά με τους συνοριακούς ελέγχους και την καταπολέμηση της τρομοκρατίας.
Οι μεγαλύτερες σουνιτικές και σιιτικές μουσουλμανικές δυνάμεις, που είχαν διακόψει τις σχέσεις τους από 2016, έχουν εμπλακεί σε πολέμους δια αντιπροσώπων που θα μπορούσαν να επηρεαστούν από τη συμφωνία της Παρασκευής.
Σταθερότητα στην περιοχή
«Η συμφωνία για εξομάλυνση των σχέσεων είναι καλά νέα για τη Μέση Ανατολή, καθώς οι εντάσεις μεταξύ Σαουδαράβων και Ιρανών έχουν οδηγήσει σε αστάθεια στην περιοχή», δήλωσε ο Τρίτα Πάρσι, ειδικός στο αμερικανικό think tank Quincy Institute for Responsible Statecraft.
Η Σαουδική Αραβία και το Ιράν διέκοψαν τις σχέσεις τους το 2016 και έκτοτε συγκρούονται σε πολλές χώρες. Υεμένη, Συρία, Λίβανος, Ιράκ. Άλλα κράτη του Κόλπου, συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, υποβάθμισαν τις διπλωματικές τους σχέσεις με την Τεχεράνη, παίρνοντας την πλευρά του Ριάντ.
Οι επιπτώσεις της συμφωνίας θα μπορούσαν να είναι θετικές στον Λίβανο, τη Συρία, το Ιράκ και, «ίσως το πιο σημαντικό, στην Υεμένη», εκτιμά ο Πάρσι, με το Ιράν να ασκεί ισχυρή επιρροή στο Ιράκ και τον Λίβανο και να υποστηρίζει στρατιωτικά και πολιτικά το συριακό καθεστώς του Σύρου προέδρου Μπασάρ αλ Άσαντ καθώς και τους αντάρτες Χούθι στην Υεμένη.
Αυτή η συμφωνία επαναπροσέγγισης θα μπορούσε έτσι να συμβάλει «στην ουσιαστική επανεξισορρόπηση της περιφερειακής τάξης στη Μέση Ανατολή, την οποία όλες οι χώρες, συμπεριλαμβανομένου του Ισραήλ, επιθυμούσαν», εκτιμά ο Μπάναφσεχ Κέινους, ειδικός από το Middle East Institute, ένα ερευνητικό κέντρο με έδρα την Ουάσινγκτον.
Είναι η Κίνα και το Ιράν οι πραγματικοί νικητές;
Για την ώρα, αυτή η εξομάλυνση αποτελεί έναν θρίαμβο της Κίνας, η οποία κάνει μια αξιοσημείωτη είσοδο στην περιφερειακή διπλωματική σκηνή έχοντας ενορχηστρώσει αυτή τη συμφωνία.
«Αυτή είναι μια επιβεβαίωση της αυξανόμενης επιρροής της Κίνας στη Μέση Ανατολή όχι μόνο σε οικονομικό επίπεδο αλλά και διπλωματικό», τονίζει ο Ντενίς Μποσάρ, σύμβουλος για τη Μέση Ανατολή στο Γαλλικό Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων (Ifri).
Είναι επίσης μια επιτυχία για το Ιράν, καθώς η συμφωνία που ανακοινώθηκε την Παρασκευή θα μπορούσε να αποτρέψει την απομόνωσή του από την αραβο-ισραηλινή διαδικασία εξομάλυνσης.
Η ισραηλινή αντιπολίτευση δεν παρέλειψε να αντιδράσει, καταγγέλλοντας την αποτυχία της πολιτικής της κυβέρνησης του πρωθυπουργού Μπενιαμίν Νετανιάχου. Επειδή δεν κατάφερε να φέρει τη Σαουδική Αραβία στις Συμφωνίες του Αβραάμ του 2020 – τις οποίες το Ισραήλ υπέγραψε με δύο από τους γείτονες του σουνιτικού βασιλείου, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και το Μπαχρέιν. Η ένταξη του Ριάντ σε αυτή τη συμφωνία θα είχε καταστήσει εφικτή τη δημιουργία μιας περιφερειακής συμμαχίας κατά του Ιράν, του οποίου το πυρηνικό πρόγραμμα αντιπροσωπεύει μια άμεση απειλή για το Ισραήλ.
Επιφυλάξεις Ουάσινγκτον και Παρισιού
Οι Αμερικανοί εκφράστηκαν με επιφυλακτικότητα μετά την ανακοίνωση αυτής της συμφωνίας της Παρασκευής, διατυπώνοντας τις αμφιβολίες τους για τη βούληση του Ιράν να εμπλακεί ενεργά σε μια αποκλιμάκωση.
«Μένει να φανεί αν το Ιράν θα εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του», δήλωσε την Παρασκευή εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου.
Από την πλευρά της η Γαλλίδα υπουργός Εξωτερικών, Κατρίν Κολονά δήλωσε στον ΣαουΔάραβα ομόλογό της Φάισαλ μπιν Φαρχάν ότι το Παρίσι τάσσεται υπέρ «οποιασδήποτε πρωτοβουλίας που μπορεί να συμβάλει με συγκεκριμένο τρόπο στην αποκλιμάκωση των εντάσεων και στην ενίσχυση των περιφερειακών ασφάλεια και σταθερότητα».
Ωστόσο, κάλεσε «το Ιράν να απαρνηθεί τις αποσταθεροποιητικές του ενέργειες».
Αν η ανακοίνωση εξομάλυνσης των σχέσεων φαίνεται να αποτελεί μια νίκη για το Ιράν, αυτή η συμφωνία θα πρέπει να αντέξει στο χρόνο, προσθέτει ο Κέινους. Γιατί οι δύο πλευρές θα πρέπει να αντιμετωπίσουν «πολλές προκλήσεις» και να ξεπεράσουν τις βαθιές διαφορές τους.
Για την ώρα, κανένας ειδικός δεν μπορεί να πει πόσο μακριά θα φτάσει πραγματικά αυτή η προσέγγιση.
Μετά από δεκαετίες ενίοτε βίαιου ανταγωνισμού - όπως στην Υεμένη - για την ηγετική θέση στη Μέση Ανατολή και στον ισλαμικό κόσμο, η απόφαση των δύο χωρών να ανοίξουν ξανά οι πρεσβείες είναι μόνο ένα πρώτο βήμα, το οποίο πρέπει, επιπλέον, να υλοποιηθεί.
Πυρηνικές φιλοδοξίες
Πάνω από όλα, αυτή η ανακοίνωση εξομάλυνσης των σχέσεων δεν θέτει τέλος στις πυρηνικές φιλοδοξίες του Ιράν. «Η πυρηνική συμφωνία είναι νεκρή» και «οι διαπραγματεύσεις δεν πρόκειται να ξαναρχίσουν», παρατηρεί ο Μποσάρ.
Το Ριάντ έρχεται πιο κοντά στην Τεχεράνη «με τη συνειδητοποίηση ότι η πορεία του Ιράν προς τα πυρηνικά είναι πλέον αναπόφευκτη», συνεχίζει ο ίδιος.
Αλλά αυτό δεν αλλάζει το πλαίσιο: «αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε περισσότερο σε μια λογική στρατιωτικής επιλογής» παρά στον κατευνασμό, πιστεύει.
Θαλάσσια ασφάλεια
Οι τριβές μεταξύ Ιράν και Δύσης έχουν επίσης αντίκτυπο στα χωρικά ύδατα του Κόλπου, μέσω των οποίων διέρχεται μεγάλο μέρος του παγκόσμιου πετρελαίου.
Υπήρξαν πολυάριθμες επιθέσεις σε δεξαμενόπλοια εκεί το 2019, μετά την αποχώρηση των ΗΠΑ - υπό την διακυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ - από τη πυρηνική συμφωνία με το Ιράν και την επαναφορά κυρώσεων της Ουάσινγκτον στην Τεχεράνη. Με επιδίωξη μια αποκλιμάκωση, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και η Σαουδική Αραβία άρχισαν να εμπλέκονται απευθείας με το Ιράν.
Ο Πέμπτος Στόλος του Πολεμικού Ναυτικού των ΗΠΑ, με έδρα το Μπαχρέιν, κατέσχεσε αποστολές όπλων για τα οποία υπήρχαν υποψίες ότι προέρχονταν από το Ιράν. Το Ιράν και το Ισραήλ έχουν επίσης ανταλλάξει κατηγορίες για επιθέσεις σε πλοία της κάθε χώρας τα τελευταία χρόνια.
Ο πιθανός αντίκτυπος της εξομάλυνσης στις χώρες που ανταγωνίζονται Ριάντ και Τεχεράνη
Ηρεμία στην Υεμένη;
Το Ριάντ επενέβη στρατιωτικά στην Υεμένη, επικεφαλής ενός υποστηριζόμενου από τη Δύση στρατιωτικού συνασπισμού το 2015 κατά του κινήματος των Χούθι, αφού αυτή η σιιτική αντάρτικη οργάνωση, που είναι ευθυγραμμισμένη με το Ιράν, ανέτρεψε τη διεθνώς αναγνωρισμένη κυβέρνηση από την εξουσία στην πρωτεύουσα, Σαναά.
Ο πόλεμος βρίσκεται σε στρατιωτικό αδιέξοδο εδώ και χρόνια. Οι Χούθι, η de facto αρχή στη βόρεια Υεμένη ελέγχουν περιοχές στα σύνορα της χώρας με τη Σαουδική Αραβία, έχουν εξαπολύσει επανειλημμένες επιθέσεις με πυραύλους και μη επανδρωμένα αεροσκάφη στο σουντικό βασίλειο.
Το Ριάντ και οι Χούθι ξεκίνησαν ξανά πέρυσι τις απευθείας συνομιλίες, με την μεσολάβηση του Ομάν, μετά από μια εκεχειρία που επιτεύχθηκε υπό την αιγίδα του ΟΗΕ. Η εκεχειρία έληξε τον Οκτώβριο, αλλά σε μεγάλο βαθμό τηρήθηκε.
Η αποκατάσταση των σχέσεων Ριάντ-Τεχεράνης θα μπορούσε να διευκολύνει μια συμφωνία μεταξύ Σαουδικής Αραβίας και Χούθι.
Ο πόλεμος στην Υεμένη αποτελεί επίσης σημείο έντασης με τις ΗΠΑ υπό την κυβέρνηση του προέδρου Τζο Μπάιντεν, ο οποίος έχει επιβάλει περιορισμούς στις πωλήσεις όπλων των ΗΠΑ στο Ριάντ.
Η άμβλυνση των εντάσεων στην Υεμένη ήταν προϋπόθεση για τους Σαουδάραβες για να ξεπαγώσουν τις διπλωματικές σχέσεις με την Τεχεράνη, αναφέρει ο Κέινους.
Αλλά για τον Ντενίς Μποσάρ, ο αντίκτυπος της επαναπροσέγγισης που ανακοινώθηκε στην Υεμένη μένει να αποδειχθεί, ειδικά αφού «η Υεμένη δεν είναι ένα σημαντικό ζήτημα για το Ιράν», υποστηρίζει.
Η Συρία «χαιρέτισε» τη συμφωνία
Το Ιράν έχει προσφέρει στρατιωτική, οικονομική και διπλωματική υποστήριξη στον πρόεδρο Μπασάρ αλ Άσαντ από το ξέσπασμα του εμφυλίου πολέμου το 2011, που έχει αφήσει το καθεστώς της Δαμακού απομονωμένο.
Η Κίνα έχει παράσχει κάλυψη στη Συρία στα Ηνωμένα Έθνη και έχει διατηρήσει τους οικονομικούς και πολιτικούς δεσμούς με τη Δαμασκό.
Νωρίς στον πόλεμο, το Ριάντ υποστήριξε τους αντάρτες που προσπαθούσαν να ανατρέψουν τον Άσαντ για να αποδυναμώσουν την Τεχεράνη. Αλλά καθώς η υποστήριξη του Ιράν βοήθησε τον Άσαντ να αλλάξει την πορεία του πολέμου υπέρ του, η υποστήριξη του Ριάντ προς την ένοπλη και την πολιτική αντιπολίτευση μειώθηκε.
Η συμφωνία Σαουδικής Αραβίας-Ιράν έρχεται καθώς η απομόνωση του Άσαντ στον αραβικό κόσμο ξεπαγώνει. Η Σαουδική Αραβία τόνισε ότι περισσότερη εμπλοκή θα μπορούσε να οδηγήσει στην επιστροφή της Συρίας στον Αραβικό Σύνδεσμο.
Το υπουργείο Εξωτερικών της Συρίας χαιρέτισε τη συμφωνία της Παρασκευής ως ένα «σημαντικό βήμα» που θα μπορούσε να ενισχύσει την περιφερειακή σταθερότητα. Η αντιπολίτευση δεν σχολίασε.
Το Ισραήλ, που θέλει να εξομαλύνει τις σχέσεις με τη Σαουδική Αραβία, πλήττει θέσεις δυνάμεων υποστηριζόμενων από το Ιράν στη Συρία.
«Καλή εξέλιξη» χαρακτήρισε ο Λίβανος τη συμφωνία
Η λιβανέζικη πολιτική έχει διχαστεί σε μεγάλο βαθμό εδώ και χρόνια μεταξύ μιας συμμαχίας υπέρ του Ιράν υπό την ηγεσία της ισχυρής ένοπλης οργάνωσης Χεζμπολάχ και ενός φιλοσαουδικού συνασπισμού.
Το 2021, η Σαουδική Αραβία και άλλα κράτη του Αραβικού Κόλπου απέσυραν τους πρέσβεις τους εξαιτίας, όπως ισχυρίστηκαν, της κυριαρχίας θέσης της Χεζμπολάχ στο κράτος.
Οι πρέσβεις επέστρεψαν, αλλά ο Λίβανος έκτοτε βυθίστηκε βαθύτερα σε οικονομική κατάρρευση και τώρα αντιμετωπίζει μια άνευ προηγουμένου πολιτική κρίση, χωρίς πρόεδρο για μήνες και ένα υπουργικό συμβούλιο που λειτουργεί με περιορισμένες εξουσίες.
Η επαναπροσέγγιση μεταξύ της Τεχεράνης και του Ριάντ έχει δώσει την ελπίδα ότι η παράλυση θα μπορούσε να τερματιστεί. Ο πρόεδρος του κοινοβουλίου Ναμπίχ Μπέρι είπε ότι η «θετική ανάγνωση» της είδησης της αποκατάστησης των σχέσεων θα πρέπει να ωθήσει τους πολιτικούς του Λιβάνου να εκλέξουν «γρήγορα» πρόεδρο.
Η Χεζμπολάχ τόνισε ότι η συμφωνία αποτελεί μια καλή εξέλιξη, αλλά προειδοποίησε ότι οι πλήρεις επιπτώσεις της είναι ακόμα άγνωστες. Η οργάνωση υποστήριξε τον χριστιανό πολιτικό Σουλεϊμάν Φραγκιέ για πρόεδρο, αλλά δύο πηγές ανέφεραν ότι η Σαουδική Αραβία τάσσεται ενάντια στην επιλογή του.
Το Ιράκ ελπίζει σε περιφερειακό κατευνασμό
Μετά την ανατροπή του Σαντάμ Χουσεΐν στην εισβολή υπό την ηγεσία των ΗΠΑ το 2003, το Ιράν εμβάθυνε την πολιτική, ασφάλεια και οικονομική επιρροή του στο Ιράκ, προκαλώντας συναγερμό στη Σαουδική Αραβία.
Το 2019, το Ιράν εξαπέλυσε επίθεση με μη επανδρωμένο αεροσκάφος σε εγκαταστάσεις πετρελαίου της Σαουδικής Αραβίας που πέταξαν μέσω του εναέριου χώρου του Ιράκ. Το επόμενο έτος, το εκ νέου άνοιγμα συνοριακού περάσματος Σαουδικής Αραβίας-Ιράκ μετά από περισσότερες από δύο δεκαετίες γέννησε ελπίδες για βελτίωση των σχέσεων.
Η Βαγδάτη φιλοξένησε απευθείας συνομιλίες μεταξύ των δύο γειτόνων της, αλλά αυτές σταμάτησαν πέρυσι καθώς το Ιράκ αντιμετώπισε πολιτική κρίση.
Η Βαγδάτη χαιρέτισε τη συμφωνία μιλώντας για «γύρισμα μιας νέας σελίδας». Οι Ιρακινοί ελπίζουν σε ένα γενικό περιφερειακό κατευνασμό που θα επιτρέψει στη χώρα τους να ανοικοδομηθεί, αντί να αποσταθεροποιείται από τις ΗΠΑ, τις χώρες του αραβικού Κόλπου και το Ιράν.
Με πληροφορίες από ΑΠΕ/Reuters