Το αρχικό σχέδιο του Βλαντιμίρ Πούτιν, όταν έδωσε την εντολή για την εισβολή στην Ουκρανία πέρυσι, προέβλεπε ότι οι ρωσικές δυνάμεις θα είχαν καταλάβει το Κίεβο μέσα σε μόλις τρεις ημέρες.
Σχεδόν ένα χρόνο αργότερα, ο ρωσικός στρατός δεν είναι πιο κοντά στη νίκη, ενώ έχει χάσει ακόμη και ένα μέρος της ουκρανικής επικράτειας που οι ρωσικές δυνάμεις είχαν επιχειρήσει να προσαρτήσουν.
Τα παραπάνω αναφέρουν σε ανάλυσή τους οι Financial Times για τον πόλεμο στην Ουκρανία και το μέλλον του. Οι απώλειες της Ρωσίας στα πεδία των μαχών της Ουκρανίας είναι τεράστιες, σύμφωνα με τους FT.
Τόσο μεγάλες, ώστε δυτικοί αξιωματούχοι να αμφισβητούν την ικανότητα της Ρωσίας να πραγματοποιήσει ξανά μεγάλης κλίμακας επιθέσεις εντός των ουκρανικών συνόρων.
Οι κυρώσεις κατά των ρωσικών συμφερόντων έχουν, εν τω μεταξύ, βλάψει την οικονομία της Ρωσίας αποκόπτοντάς την από αλυσίδες εφοδιασμού που είναι ζωτικής σημασίας για τη διατήρηση της πολεμικής μηχανής του Πούτιν, όπως αναφέρουν στην ανάλυσή τους οι FT.
Ωστόσο, παρά τη δεινή κατάσταση στην οποία έχουν περιέλθει οι δυνάμεις της Ρωσίας και παρά το τέλμα που αντιμετωπίζει η ρωσική οικονομία, ο Πούτιν δεν έχει δείξει καμία πρόθεση να περιορίσει τους στόχους του ή να αναζητήσει διέξοδο από τον πόλεμο. Αντιθέτως, επιμένει ότι η νίκη της Ρωσίας είναι «αναπόφευκτη» και ότι οι στόχοι της θα εκπληρωθούν πλήρως.
Στην προσπάθειά τους να υπολογίσουν για πόσο καιρό ακόμη μπορεί η Ρωσία να συνεχίσει να πολεμά στην Ουκρανία, οι FT εξέτασαν τέσσερις βασικούς τομείς:
- Την κατάσταση των ρωσικών δυνάμεων στα πεδία των μαχών
- Τα ρωσικά αποθέματα πυρομαχικών
- Το οικονομικό πολεμικό σεντούκι του Κρεμλίνου
- Τα συναισθήματα των απλών Ρώσων απέναντι στον συνεχιζόμενο πόλεμο.
Το κεντρικό συμπέρασμα, σε κάθε περίπτωση, είναι ότι η πολεμική μηχανή του Πούτιν βρίσκεται υπό τεράστια πίεση και θα μπορούσε να δυσκολευτεί να οργανώσει τις αποφασιστικές, νέες επιθέσεις που έχει υποσχεθεί.
Αλλά, η Ρωσία έχει τους πόρους για να συνεχίσει να πολεμά στην Ουκρανία για αρκετό καιρό ακόμη.
Οι ρωσικές απώλειες οπλισμού
Από την έναρξη της εισβολής πέρυσι, η Ρωσία έχει χάσει τουλάχιστον 4.500 τεθωρακισμένα οχήματα, 63 αεροσκάφη, 70 ελικόπτερα, 150 drones, 12 πολεμικά πλοία και περισσότερα από 600 συστήματα πυροβολικού.
Οι εκτιμήσεις των ιδίων των Ουκρανών για το ύψος των ρωσικών απωλειών είναι ακόμη μεγαλύτερες από τα προαναφερθέντα.
Σε κάθε περίπτωση, οι Ρώσοι εκτιμάται ότι έχουν χάσει μέχρι στιγμής χιλιάδες άρματα μάχης στην Ουκρανία, μεταξύ αυτών και πάρα πολλά νέα τανκς.
Η Ρωσία έχει αναπτύξει επί του παρόντος περίπου 1.800 άρματα μάχης και έχει άλλα περίπου 5.000 σε εφεδρεία, ωστόσο πολλά από αυτά είναι παλαιά τανκς της σοβιετικής περιόδου τα οποία είναι μάλιστα σε κακή κατάσταση, όπως αναφέρει σε έκθεση που έδωσε προ ημερών στη δημοσιότητα το International Institute for Strategic Studies.
Τα πυρομαχικά που εξαντλούνται
Η Ρωσία έχει επίσης χρησιμοποιήσει το μεγαλύτερο μέρος του αποθέματός των περίπου 3.000 έως 3.500 πυραύλων με βεληνεκές μεγαλύτερο των 300 χλμ. που είχε στη διάθεσή της προτού ξεκινήσει ο πόλεμος, σύμφωνα με τον Πάβελ Λούζιν, επισκέπτη ακαδημαϊκό στη Σχολή Νομικής και Διπλωματίας Fletcher του αμερικανικού Πανεπιστημίου Tufts.
Σε μια κίνηση απόγνωσης, σύμφωνα με την ανάλυση των FT, η Ρωσία έχει στραφεί στη χρήση του συστήματος αεράμυνας S-300 για να πραγματοποιεί πλήγματα μεγάλης εμβέλειας.
Οι ΗΠΑ είχαν εκτιμήσει τον περασμένο Δεκέμβριο ότι η Ρωσία θα μπορούσε να διατηρήσει τους τρέχοντες ρυθμούς βολής πυροβολικού στην Ουκρανία ως τις αρχές του 2023, καθώς τα αποθέματα των ικανών να πλήξουν στόχους ρωσικών πυρομαχικών μειώνονται.
Αμυντική βιομηχανία «ζόμπι»
Οι ρωσικές αμυντικές δαπάνες αναμένεται να εκτιναχθούν στα ύψη φέτος αλλά ακόμη και αυτή η αυξημένη χρηματοδότηση είναι απίθανο να αντισταθμίσει τα βαθύτερα προβλήματα της ρωσικής παραγωγής, υποστηρίζει ο Πάβελ Λούζιν.
Η ρωσική αμυντική βιομηχανία εξαρτάται από προηγμένους ημιαγωγούς ξένης κατασκευής, τους οποίους όμως η Ρωσία δεν μπορεί πια να εισάγει λόγω των δυτικών κυρώσεων.
Η αδυναμία εισαγωγής τέτοιων ημιαγωγών έχει, όμως, αρνητικές επιπτώσεις στη ρωσική παραγωγή οπλικών συστημάτων, καθώς πολλά από τα ρωσικά συστήματα (τα άρματα μάχης T-72, τα συστήματα αεράμυνας 9K37 Buk και 9K22 Tunguzka, οι πύραυλοι κρουζ Kh-101 κ.ά.) είχαν δυτικά εξαρτήματα τα οποία πια δεν εισάγονται στη Ρωσία, όπως αναφέρει σε πρόσφατη έκθεσή του το German Council on Foreign Relations.
«Η αμυντική βιομηχανία της Ρωσίας είναι μια βιομηχανία ζόμπι («zombie industry»). Δεν θα επιβιώσει στην τρέχουσα κατάστασή της μακροπρόθεσμα. Έχουν αποθέματα εξαρτημάτων μέχρι το 2025, αλλά όχι για όλα (σ.σ. τα οπλικά συστήματα). Τα έξοδα παραγωγής έχουν ήδη αυξηθεί σημαντικά. Δεν είναι σαφές για πόσο καιρό θα συνεχίσει να λειτουργεί ο ξένος εξοπλισμός», δηλώνει ο Πάβελ Λούζιν της Σχολής Fletcher του Πανεπιστημίου Tufts.
Με δεδομένα τα παραπάνω, και παρά τους περίπου 300.000 εφέδρους που έχει κινητοποιήσει, η Ρωσία επί του παρόντος μάλλον στερείται την υπεροχή που θα απαιτούνταν για να επιτύχει νέες μεγάλες νίκες στο ουκρανικό μέτωπο.
Οι Ρώσοι, σύμφωνα με τον Ρομπ Λι του Foreign Policy Research Institute, κάνουν αρκετά για να περιορίσουν τις δυνατότητες ανακατάληψης εδαφών από την πλευρά των Ουκρανών. Ο Λι διερωτάται, ωστόσο, εάν κάνουν αρκετά ώστε να εξασφαλίσουν το πλεονέκτημα που θα μπορούσε να τους οδηγήσει σε νέες μεγάλες στρατιωτικές επιτυχίες.
Οικονομία
Τον περασμένο μήνα, ο Βλαντιμίρ Πούτιν είπε με υπερηφάνεια ότι οι προβλέψεις περί ρωσικής οικονομικής κατάρρευσης αποδείχθηκαν αβάσιμες.
Σε αντίθεση με όσα προέβλεπαν πολλοί δυτικοί, το ρωσικό ΑΕΠ μειώθηκε κατά μόλις 2,1%, καθώς τα κέρδη ρεκόρ από τις πωλήσεις πετρελαίου και φυσικού αερίου των 168 δισ. δολ. βοήθησαν το Κρεμλίνο να αντισταθμίσει τις προσπάθειες της Δύσης να αποκλείσει τη Ρωσία από τις παγκόσμιες αγορές και τις αλυσίδες εφοδιασμού.
Ωστόσο, πρόσφατα στοιχεία δείχνουν ότι όσα κατάφερε μέχρι στιγμής η ρωσική οικονομία μπορεί να μην έχουν συνέχεια.
Τον Ιανουάριο, τα ενεργειακά έσοδα μειώθηκαν κατά 46% σε ετήσια βάση ενώ οι στρατιωτικές δαπάνες αυξήθηκαν εκτινάσσοντας το ρωσικό έλλειμμα στα ύψη.
Η Ρωσία αναμένει ότι τα έσοδά της από την ενέργεια, από την οποία προέρχεται περίπου το 40% των κρατικών εσόδων, θα μειωθούν φέτος κατά 23% εν μέσω των προσπαθειών της Δύσης να θέσει υπό εμπάργκο και υπο ανώτατο όριο τιμών τις εξαγωγές ρωσικού πετρελαίου.
Η Σχολή Οικονομικών Επιστημών του Κιέβου (Kyiv School of Economics) αναμένει ότι η πτώση θα μπορούσε να είναι διπλάσια.
Η Ρωσία έχει χάσει πάνω από το 50% των εξαγωγών φυσικού αερίου μετά την κίνηση της Ευρώπης να μειώσει την εξάρτησή της από τη ρωσική ενέργεια και δεν διαθέτει τις υποδομές για να μεταφέρει τις προμήθειες στην Ασία.
Κίνα και Ινδία συνέβαλαν στην αντιστάθμιση της ζημίας αγοράζοντας μεγαλύτερες ποσότητες ρωσικού πετρελαίου, ωστόσο οι δυτικές κυρώσεις έχουν αρχίσει να περιορίζουν τα κέρδη της Μόσχας.
Για να αντισταθμίσει την αύξηση των αμυντικών δαπανών – που τώρα αντιστοιχούν στο 1/3 επί του συνόλου των δαπανών του προϋπολογισμού που εγκρίθηκαν για το 2023 – το Κρεμλίνο προετοιμάζεται να καλύψει τρύπες μειώνοντας δραματικά τις μη-στρατιωτικές δημοσιονομικές του δαπάνες και την εξάρτησή του από τις διεθνείς κεφαλαιαγορές.
Η εκμετάλλευση των περιουσιακών στοιχείων που ελέγχονται από το National Wealth Fund της Ρωσίας, η λήψη δανείων, η επιβολή εκτάκτων εισφορών επί των κερδών των εταιρειών, οι εθελοντικές δωρεές υπέρ της πολεμικής προσπάθειας κ.ά. αναμένεται να «επιστρατευθούν» ως μέσα προκειμένου να κλείσουν κάποιες από τις «τρύπες» της ρωσικής οικονομίας.
Το χρέος της χώρας, πάντως, εξακολουθεί να αντιστοιχεί μόνο στο 16% του ΑΕΠ και στη χειρότερη μπορεί να αυξηθεί στο 18% μέχρι το τέλος του έτους.
Αριθμοί στρατιωτών
Πριν από την έναρξη του πολέμου, ο ρωσικός στρατός αριθμούσε από 740.000 ως 780.000 άτομα, κι όχι 1,15 εκατ. όπως αναφερόταν επισήμως, σύμφωνα με τον Πάβελ Λούζιν της Σχολής Fletcher του Πανεπιστημίου Tufts.
Από αυτά τα περίπου 750.000 άτομα, οι ετοιμοπόλεμοι που μπορούσαν να μεταβούν στην πρώτη γραμμή των συγκρούσεων ήταν όχι περισσότεροι από 168.000, οι περίπου 100.000 βρίσκονταν σε μονάδες που χρησίμευαν ως εφεδρεία, και οι υπόλοιποι ήταν προσωπικό υποστήριξης.
Οι ρωσικές δυνάμεις που αναπτύχθηκαν στην Ουκρανία υπέστησαν μεγάλες απώλειες τις πρώτες εβδομάδες της εισβολής. Αμερικανοί αξιωματούχοι υπολόγιζαν ότι μέχρι τον Ιούλιο του 2022, περισσότεροι από 50.000 Ρώσοι στρατιώτες είχαν σκοτωθεί ή τραυματιστεί.
Οι απώλειες ήταν μεγάλες ειδικά για τις ελίτ μονάδες του ρωσικού στρατού, κάποιες από τις οποίες είδαν ως και το 50% των ανδρών τους να βγαίνουν εκτός μάχης.
Στις 21 Σεπτεμβρίου ο Πούτιν ανακοίνωσε σχέδιο για την επιστράτευση 300.000 ανδρών.
Από τις αρχές του 2023, κυκλοφορούν στη Ρωσία φήμες και για δεύτερη επιστράτευση, αν και οι αναλυτές εκτιμούν ότι κάτι τέτοιο δεν είναι πιθανό, τουλάχιστον όχι το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα.
Οι μισοί από τους άνδρες που επιστρατεύθηκαν πρόσφατα μάλλον εξακολουθούν να βρίσκονται σε φάση εκπαίδευσης, λέει ο Μάικλ Κόφμαν, διευθυντής του προγράμματος ρωσικών σπουδών στη δεξαμενή σκέψης CNA.
Συνολικά υπάρχουν περίπου 30 εκατομμύρια άνδρες ηλικίας 18 ως 50 ετών στη Ρωσία, αλλά από αυτούς μόνο οι 9 με 10 εκατομμύρια έχουν στρατιωτική εμπειρία, σύμφωνα με τον ερευνητή Ιγκόρ Εφρέμοφ.
Περίπου 500.000 Ρώσοι έχουν εγκαταλείψει τη χώρα από την έναρξη της εισβολής, στην πλειονότητά τους άνδρες σε ηλικία μάχης.
Ωστόσο, υπάρχουν και άλλοι περιορισμοί που έχουν να κάνουν: με την ικανότητα του στρατού να στεγάζει, να εξοπλίζει, να εκπαιδεύει και να πληρώνει νέα στρατεύματα, αλλά και με την προθυμία του Κρεμλίνου να απομακρύνει ξαφνικά εκατοντάδες χιλιάδες άνδρες από την οικονομική ζωή της χώρας πυροδοτώντας έτσι νέα κύματα πανικού και μαζικής μετανάστευσης.
«Ποιος θα διοικήσει όλους αυτούς τους άνδρες που επιστρατεύθηκαν; Ποιος θα τους ταΐσει και θα τους ντύσει; Με τι θα είναι οπλισμένοι; Ποιος θα κάνει τις δουλειές τους στη θέση τους;», ρωτά ο Πάβελ Λούζιν.
Η απομάκρυνση εκατοντάδων χιλιάδων ανδρών από την αγορά εργασίας θα μπορούσε να αποσταθεροποιήσει τη ρωσική οικονομία.
Το υπουργείο Άμυνας της Ρωσίας ανακοίνωσε σχέδια στα τέλη του περασμένου έτους για την αύξηση του μεγέθους του στρατού σε 1,5 εκατομμύριο, εκ των οποίων οι 695.000 θα είναι συμβασιούχοι στρατιώτες που θα είναι εθελοντές. Ωστόσο, σύμφωνα με τον Λούζιν, αυτά τα σχέδια δεν είναι ρεαλιστικά: «Ο πραγματικός στόχος είναι να εξασφαλιστεί ένας τεράστιος στρατιωτικός προϋπολογισμός», λέει.
Ο άλλος περιορισμός που αντιμετωπίζει η ρωσική κυβέρνηση έχει να κάνει με την επιδεινούμενη δημογραφική εικόνα της Ρωσίας. Η χώρα υπέφερε από μια δημογραφική κρίση ήδη πριν από την έναρξη της εισβολής.
Ο στατιστικολόγος Αλεξέι Ράκσα εκτιμά ότι ο αριθμός των γεννήσεων θα συρρικνωθεί κατά 12% με 15% τον επόμενο ενάμιση χρόνο.
Δημοσκοπήσεις
Σύμφωνα με δημοσκοπήσεις που πραγματοποιήθηκαν τον περασμένο Σεπτέμβριο (Vtsiom, Levada Center), το 72% με 73% των Ρώσων παρουσιάζεται να υποστηρίζει τον πόλεμο.
Ωστόσο, αναλυτές υποστηρίζουν ότι αυτά τα στοιχεία δεν είναι αξιόπιστα μέσα σε ένα περιβάλλον καταστολής και λογοκρισίας, ενώ ο Πούτιν έχει φέρει νόμο που προβλέπει ποινές φυλάκισης έως και 15 ετών για όσους «δυσφημίζουν τις ένοπλες δυνάμεις» ή χαρακτηρίζουν αυτήν τη σύγκρουση «πόλεμο».
Αξίζει σημειωθεί, επίσης, ότι είναι πολύ μεγάλα τα ποσοστά των Ρώσων που επιλέγουν να μην απαντήσουν στις δημοσκοπήσεις.
Ο Γκριγκόρι Γιούντιν, καθηγητής πολιτικής φιλοσοφίας στη Σχολή Κοινωνικών και Οικονομικών Επιστημών της Μόσχας, λέει ότι τα ποσοστά ανταπόκρισης κυμαίνονται μεταξύ 10% και 25%. Δημοσκόπηση της ομάδας Chronicles είχε ποσοστό ανταπόκρισης μόλις 6%.
Φαίνεται πάντως ότι ο πόλεμος έχει αρχίσει να επηρεάζει την καθημερινή ζωή περισσότερων Ρώσων. Σε μια σειρά δημοσκοπήσεων της Chronicles, περισσότεροι από τους μισούς από τους ερωτηθέντες είπαν ότι οι αυξήσεις των τιμών τους ανάγκασαν να περιορίσουν τις καθημερινές τους αγορές.
Στα τέλη Μαρτίου του 2022, το 3,5% δήλωνε ότι είχε πρόσφατα απολυθεί. Μέχρι τον Φεβρουάριο του 2023, το ποσοστό αυτό είχε αυξηθεί σε 9%.
Παράλληλα, και ο αριθμός όσων ανέφεραν επεισόδια άγχους ή κατάθλιψη αυξήθηκε από 32% σε 50% κατά την ίδια περίοδο.
Σύμφωνα με μυστική δημοσκόπηση που διεξήχθη τον Νοέμβριο από εταιρεία δημοσκοπήσεων που ελέγχεται από το Κρεμλίνο, το 60% των Ρώσων έχει την άποψη ότι ότι ο Πούτιν έκανε το σωστό ξεκινώντας τον πόλεμο.
Το αντίστοιχο ποσοστό ήταν όμως 70% την άνοιξη του 2022. Σύμφωνα με την ίδια δημοσκόπηση, παρατηρείται ωστόσο και ένα διευρυνόμενο χάσμα γενεών.
Ενδεικτικά, μόνο το 40% των Ρώσων ηλικίας 18 έως 45 ετών υποστηρίζουν ότι η Ρωσία είχε δίκιο που ξεκίνησε τον πόλεμο, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό είναι 76% στις ηλικίες άνω των 45 ετών.