Σχεδόν πέντε χρόνια μετά την εξαφάνιση της εν διαστάσει συζύγου του Φώτη Ντούλος, η τότε σύντροφός του κρίθηκε ένοχη για το θάνατό της.
Ο Φώτης Ντούλος που το 2020 έδωσε τέλος στη ζωή του καθώς κατηγορούνταν για τη δολοφονία της, όπως όλα δείχνουν δικαιώθηκε την Παρασκευή καθώς οι ένορκοι έκριναν ένοχη την τότε σύντροφό του Μισέλ Τροκόνις για όλες τις κατηγορίες σχετικά με την εξαφάνιση της Τζένιφερ Ντούλος τον Μάιο του 2019. Ακούγοντας την ετυμηγορία η κατηγορούμενη ξέσπασε σε κλάματα καθώς κρίθηκε επίσης ένοχη για παρακώλυσης της δικαιοσύνης, δύο κατηγορίες συνωμοσίας με σκοπό την παραποίηση φυσικών στοιχείων και δύο κατηγορίες παραποίησης φυσικών στοιχείων.
Η Μισέλ Τροκόνις ήταν συντετριμμένη μετά τη δικαστική απόφαση, ενώ η οικογένειά της χαρακτήρισε την ετυμηγορία μία τεράστια αδικία, επιμένοντας ότι είναι αθώα και ότι «θα κάνουν τα πάντα για να το αποδείξουν». «Είμαστε εδώ συντετριμμένοι, διότι υπήρξε μια τεράστια αδικία στη δίκη της κόρης μου», δήλωσε στους δημοσιογράφους ο πατέρας της Τροκόνις, Κάρλος. Η εγγύηση της έχει οριστεί στα 6 εκατομμύρια δολάρια σε μετρητά ως εγγύηση με τον όρο να τεθεί σε κατ' οίκον περιορισμό, με ηλεκτρονική παρακολούθηση αν πληρώσει το ποσό της εγγύησης, ενώ η καταδίκη της έχει προγραμματιστεί για τις 31 Μαΐου του 2024.
Από την πρώτη στιγμή της εξαφάνισης της Τζένιφερ Ντούλος το 2019, η Μισέλ Τροκόνις δήλωνε αθώα. Την τελευταία φορά που εθεάθη ζωντανή ήταν όταν άφησε τα παιδιά της στο σχολείο. Σημειώνεται πως είχε πέντε παιδιά με τον Φώτη Ντούλος. Οι φίλοι της ήταν εκείνοι που δήλωσαν την εξαφάνισή της, όταν εκείνη δεν εμφανίστηκε σε ραντεβού και δεν είχε καμία επικοινωνία μαζί τους για 10 ώρες.
Η Τζένιφερ Ντούλος, η οποία θεωρείται νεκρή αλλά το πτώμα της δεν έχει βρεθεί μέχρι και σήμερα, βίωνε μία δύσκολη περίοδο καθώς ήταν στη μέση ενός δύσκολου διαζυγίου και μιας διαμάχης για την επιμέλεια του παιδιού της με τον Φώτη Ντούλο κατά τη στιγμή της εξαφάνισής της. Οι αρχές κατά την αναζήτησή της βρήκαν σε τρία σημεία του οχήματός της το οποίο ήταν σταθμευμένο σε γκαράζ, λεκέδες που έμοιαζαν με αίμα.
Το DNA της μάλιστα της βρέθηκε στους λεκέδες και στον τοίχο και την πόρτα του γκαράζ. Ο Φώτης Ντούλος και σύντροφός του είχαν από την αρχή συλληφθεί ως ύποπτοι για παραποίηση στοιχείων στην εξαφάνιση. Δήλωσαν αθώοι για την παραποίηση αποδεικτικών στοιχείων αφού οι αρχές βρήκαν μια «ουσία που μοιάζει με αίμα» με το DNA της Τζένιφερ Ντούλος. Η ίδια είχε πει στην αστυνομία ότι τον φοβόταν πριν από την εξαφάνισή της. «Ξέρω ότι η υποβολή αίτησης διαζυγίου και η κατάθεση αυτής της αίτησης θα τον εξοργίσει. Ξέρω ότι θα εκδικηθεί προσπαθώντας να με βλάψει με κάποιον τρόπο», φέρεται να είχε καταθέσει σύμφωνα με τα δικαστικά έγγραφα.
Φώτης Ντούλος: Το χρονικό της υπόθεσης της εξαφάνιση της εν διαστάσει συζύγου του
Ο Φώτης Ντούλος και η Τζένιφερ Φάρμπερ Ντούλος βρίσκονταν εν μέσω ενός έντονου διαζυγίου και μιας άγριας δικαστικής μάχης για την επιμέλεια των παιδιών, όταν η 50χρονη εξαφανίστηκε μυστηριωδώς, τον Μάιο του 2019. Από την αρχή ο Φώτης Ντούλος θεωρήθηκε ύποπτος. Μία εβδομάδα μετά την έναρξη των ερευνών συνελήφθη τόσο ο ίδιος όσο και η τότε σύντροφός του, Μισέλ Τροκόνις, με τις κατηγορίες της αλλοίωσης στοιχείων και παρεμπόδισης των αρχών. Όμως, οι αρχές δεν κατάφεραν να βρουν το πτώμα της Τζένιφερ Ντούλος, για να θεμελιωθούν οι κατηγορίες. Παρόλα αυτά, με συμπληρωματικά στοιχεία, απήγγειλαν κατηγορίες σε βάρος του συζύγου της.
Έπειτα από πολύμηνες έρευνες, ο Φώτης Ντούλος συνελήφθη στις 7 Ιανουαρίου, αντιμετωπίζοντας κατηγορίες για ανθρωποκτονία και απαγωγή. Ο Φώτης Ντούλος επέμεινε για την αθωότητά του ωστόσο στις αρχές του 2020 αυτοκτόνησε. Στο σημείωμα που βρέθηκε κοντά του, σύμφωνα με έγγραφα που κατέθεσαν οι δικηγόροι του στο δικαστήριο, «δήλωνε την αθωότητά του για τα διαβότητα και φρικτά εγκλήματα που η πολιτεία τον έχει κατηγορήσει» και υποστηρίζει ότι «οι δικηγόροι του έχουν τα στοιχεία για να το αποδείξουν». Την ημέρα που ο Ντούλος βρέθηκε ημιθανής, στο γκαράζ του σπιτιού, επρόκειτο να εμφανιστεί στο δικαστήριο, για την ακροαματική διαδικασία που αφορούσε την εγγύησή του και μπορεί να αναγκαζόταν να επιστρέψει στη φυλακή.