Μέσα σε μόλις τρία χρόνια, η Κίνα έχει χάσει πάνω από το 30% των δισεκατομμυριούχων της.
Οι Κινέζοι των οποίων η περιουσία αποτιμάται σε δισεκατομμύρια δολάρια μειώνονται, σύμφωνα με τη «λίστα των πλουσίων» που δημοσιεύει ετησίως το ερευνητικό κέντρο Hurun με έδρα τη Σαγκάη. Ποιοι είναι οι λόγοι; Κυρίως ο κυβερνητικός παρεμβατισμός από το Πεκίνο και η επίμονη οικονομική ύφεση που επηρεάζουν αρνητικά τις κινεζικές αγορές.
Από το 2021, όταν υπήρχαν 1.185 Κινέζοι δισεκατομμυριούχοι, περισσότεροι από ποτέ, σήμερα ο αριθμός τους έχει μειωθεί δραστικά, φτάνοντας τους 753. Πρόκειται για μείωση ύψους 36%, τιμή κατά πολύ μεγαλύτερη από την πτώση 10% που παρουσίασε η αξία του κινεζικού Γιουάν στην ισοτιμία με το αμερικανικό δολάριο στο ίδιο διάστημα.
Μόνο το περασμένο έτος, ο αριθμός των δισεκατομμυριούχων στην Κίνα μειώθηκε κατά 16%, όταν το Γιουάν υποτιμήθηκε μόνο 2,5% έναντι του δολαρίου, δείχνοντας ότι η μείωση δεν μπορεί να αποδοθεί αποκλειστικά στην πτώση της αξίας του νομίσματος.
Επιπλέον, η λίστα με τους πλουσιότερους Κινέζους παρουσιάζει μεγάλες μεταβολές από χρόνο σε χρόνο, καθώς οι μεγαλύτερης ηλικίας επιχειρηματίες του χώρου των ακινήτων δίνουν τη θέση τους σε νέα μέλη, όπως ο Ζανγκ Γιμίνγκ, επικεφαλής της ByteDance, μητρικής εταιρείας του TikTok.
Το TikTok έφερε τον ιδρυτή του στην κορυφή της λίστας
Ο 41χρονος επιχειρηματίας, στον οποίο ανήκει και το Douyin, δηλαδή η πλατφόρμα του TikTok στην Κίνα, έγινε για πρώτη φορά ο πλουσιότερος άνθρωπος της χώρας, με περιουσία 49 δισεκατομμυρίων δολαρίων, παρά το γεγονός ότι η εταιρεία του βρίσκεται στο στόχαστρο της αμερικανικής κυβέρνησης.
Προηγουμένως, η κορυφαία θέση άνηκε στον «βασιλιά του εμφιαλωμένου νερού», Ζονγκ Σανσάνγκ, μέχρι που είδε τη μετοχή της μεγαλύτερης εταιρείας του, Nongfu Spring, να κάνει «βουτιά» 40% στο χρηματιστήριο, αφότου τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης την κατηγόρησαν για υποτιθέμενες «φιλο-ιαπωνικές» στάσεις. Τώρα, ο Σανσάνγκ είναι δεύτερος.
Όπως εξηγεί ο πρόεδρος του κέντρου Hurun, ο Ρούπερτ Χούγκγουερφ, «ο κατάλογος συρρικνώθηκε για τρίτη συνεχή χρονιά χωρίς προηγούμενο, καθώς η οικονομία και τα χρηματιστήρια της Κίνας είχαν μια δύσκολη χρονιά».
Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι η λίστα συντάχθηκε στα τέλη του Αυγούστου και έτσι δεν έχει λάβει υπόψη το «ράλι» που έκαναν οι κινεζικές μετοχές τον Σεπτέμβριο, αφότου το κομμουνιστικό κόμμα ανακοίνωσε «χαλάρωση» της νομισματικής πολιτικής.
Ποιοι κλάδοι παράγουν τους περισσότερους δισεκατομμυριούχους
Καθώς η αγορά ακινήτων της Κίνας συνεχίζει την καθοδική πορεία της, πλέον οι περισσότεροι δισεκατομμυριούχοι έρχονται από τον χώρο του ηλεκτρονικού εμπορίου και της τεχνολογίας, αν και συχνά αντιμετωπίζουν πιέσεις από την κινεζική κυβέρνηση.
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του Τζακ Μα, ο οποίος βρέθηκε στην κορυφή της λίστας των πλουσίων το 2020, αλλά την ίδια χρονιά εξαφανίστηκε από τη δημόσια σφαίρα και η κυβέρνηση ακύρωσε την είσοδο της εταιρείας του, Alibaba, στο χρηματιστήριο. Πλέον, ο Τζακ Μα καταλαμβάνει την 10ή θέση.
Στην τρίτη θέση των πλουσιότερων Κινέζων βρίσκεται ο Πόνι Μα, ο ισχυρός άνδρας της Tencent, την εταιρεία πίσω από την εφαρμογή WeChat που εμφανίζεται να έχει περισσότερους από ένα δισεκατομμύριο χρήστες που ανταλλάσσουν μηνύματα. Πίσω του, με περιουσία που ξεπερνά τα 35 δισεκατομμύρια, είναι ο Κόλιν Χουάνγκ, ιδρυτής της Pinduoduo και της Temu.
Όπως αναφέρουν οι Financial Times, αρκετοί από τους ζάπλουτους Κινέζους διατηρούν πολιτική επιρροή, με περίπου το 7% να είναι μέλη του κορυφαίου πολιτικού συμβουλευτικού οργάνου της Κίνας, της Κινεζικής Λαϊκής Πολιτικής Συμβουλευτικής Διάσκεψης, ή του κοινοβουλίου της, του Εθνικού Λαϊκού Κογκρέσου.
Πού μένουν οι «super rich» της Κίνας
Παρ' όλα αυτά, αρκετοί από αυτούς και συγκεκριμένα το 15% επιλέγουν να μένουν εκτός της ηπειρωτικής Κίνας, στο Χονγκ Κονγκ, το Μακάο ή την Ταϊβάν. Επίσης, 30 από τους δισεκατομμυριούχους της λίστας ζουν στις ΗΠΑ ή την Σιγκαπούρη, με την ασιατική πόλη-κράτος να γίνεται όλο και πιο δημοφιλής ως προορισμός για τους επιχειρηματικούς βαρόνους της Κίνας.
«Η νέα γενιά επιχειρηματιών στην Κίνα είναι πολύ πιο διεθνής από τους προκατόχους τους», καταλήγει η έρευνα του κέντρου Hurun.
Με πληροφορίες από Financial Times