Η υπόθεση της Lucy Letby, της νοσηλεύτριας που καταδικάστηκε για τη δολοφονία επτά βρεφών και την απόπειρα θανάτωσης άλλων έξι σε νοσοκομείο του Ηνωμένου Βασιλείου, εξελίσσεται σε ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα πιθανής δικαστικής πλάνης στην ιστορία της χώρας. Όπως επισημαίνει ο Economist, η υπόθεση δεν αφορά μόνο τη Letby, αλλά εγείρει σοβαρά ερωτήματα για τον τρόπο λειτουργίας της βρετανικής δικαιοσύνης.
Η Letby καταδικάστηκε το 2023 και, παρά τις απορρίψεις των εφέσεών της, η υπόθεση παραμένει ανοιχτή. Το πρόβλημα έγκειται στο γεγονός ότι η καταδίκη της βασίστηκε αποκλειστικά σε έμμεσες ενδείξεις, καθώς δεν υπήρχαν αυτόπτες μάρτυρες ούτε αδιάσειστα ιατροδικαστικά στοιχεία. Η κύρια απόδειξη που παρουσιάστηκε ήταν η απότομη αύξηση της θνησιμότητας στη νεογνολογική μονάδα του νοσοκομείου Countess of Chester κατά την περίοδο 2015-2016, όταν καταγράφηκαν 25 θάνατοι βρεφών – υπερδιπλάσιοι σε σύγκριση με τα προηγούμενα χρόνια.
Ωστόσο, όπως επισημαίνει μια ομάδα διεθνών νεογνολόγων, υπό την ηγεσία του Καναδού ειδικού Shoo Lee, δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι οι θάνατοι αυτοί προκλήθηκαν από εγκληματική ενέργεια. Αντιθέτως, οι ειδικοί αυτοί κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι θάνατοι και οι επιπλοκές που αποδόθηκαν στη Letby οφείλονταν σε φυσικά αίτια ή ιατρικά λάθη. Τα ευρήματα της ομάδας έχουν ήδη υποβληθεί στην Επιτροπή Αναθεώρησης Ποινικών Υποθέσεων (CCRC), μια ανεξάρτητη αρχή που μπορεί να παραπέμψει υποθέσεις στα ανώτατα δικαστήρια.
Η δίκη στηρίχθηκε κυρίως στη μαρτυρία του Dewi Evans, ενός συνταξιούχου παιδιάτρου που κατέθεσε ότι οι βρεφικοί θάνατοι ήταν αποτέλεσμα σκόπιμων ενεργειών, όπως η χορήγηση αέρα στις φλέβες των βρεφών ή η δηλητηρίαση με ινσουλίνη. Ωστόσο, ο ίδιος αυτός γιατρός είχε προηγουμένως χαρακτηριστεί «αναξιόπιστος» σε άλλη δικαστική υπόθεση.
Η αμφιλεγόμενη φύση των στοιχείων επιβεβαιώθηκε όταν μια ομάδα 14 κορυφαίων ειδικών εξέτασε τις περιπτώσεις 17 βρεφών που φέρονται να είχαν πέσει θύματα της Letby. Όπως ανέφερε ο Economist, οι ειδικοί αυτοί κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι «δεν βρέθηκε κανένα αποδεικτικό στοιχείο για δολοφονίες». Πολλά από τα βρέφη ήταν πρόωρα και χαμηλού βάρους, με υποκείμενα προβλήματα υγείας που τα καθιστούσαν ευάλωτα σε επιπλοκές και φυσικά αίτια θανάτου.
Μάλιστα, στην περίπτωση δύο βρεφών που θεωρήθηκε ότι είχαν δηλητηριαστεί με ινσουλίνη, η ανάλυση των ειδικών κατέρριψε τη θεωρία αυτή, υποστηρίζοντας ότι η αύξηση της ινσουλίνης στο αίμα τους ήταν πιθανό αποτέλεσμα ιατρικών θεραπειών και όχι εγκληματικής ενέργειας.
Η αποτυχία του συστήματος
Πέρα από την αβεβαιότητα γύρω από την ενοχή της Letby, η υπόθεση αποκαλύπτει βαθύτερα προβλήματα στο βρετανικό σύστημα απονομής δικαιοσύνης. Το νοσοκομείο στο οποίο εργαζόταν χαρακτηριζόταν από ελλείψεις προσωπικού, κακή ηγεσία και καθυστερήσεις στη λήψη ιατρικών αποφάσεων. Παράλληλα, μια έκθεση του 2016 από το Βασιλικό Κολέγιο Παιδιατρικής και Υγείας του Παιδιού είχε ήδη επισημάνει σοβαρές ανεπάρκειες στη μονάδα νεογνών.
Η αστυνομία, όταν ανέλαβε την έρευνα, χρησιμοποίησε λανθασμένα στατιστικά μοντέλα για να χτίσει την υπόθεση. Οι ερευνητές προσπάθησαν να αποδείξουν ότι η αύξηση της θνησιμότητας συνδεόταν με τη βάρδια της Letby, αγνοώντας άλλους κρίσιμους παράγοντες. Όπως δήλωσε η καθηγήτρια Neena Modi, νεογνολόγος που συμμετείχε στην ανεξάρτητη έρευνα, «πρέπει να αναρωτηθούμε αν οι διαδικασίες μας λειτουργούν όπως θα θέλαμε».
Μπορεί να ανατραπεί η καταδίκη;
Η νομική διαδικασία για την πιθανή ανατροπή της καταδίκης της Letby αναμένεται να είναι μακρά και δύσκολη. Παρόλο που η υπεράσπιση της Letby δεν παρουσίασε νέα στοιχεία κατά την αναίρεση της απόφασης, η Επιτροπή Αναθεώρησης Ποινικών Υποθέσεων (CCRC) εξετάζει πλέον την υπόθεση και θεωρείται πιθανό να την παραπέμψει στο Εφετείο.
Εάν το δικαστήριο αποδεχθεί ότι η καταδίκη της Letby βασίστηκε σε ανεπαρκή ή λανθασμένα στοιχεία, τότε η υπόθεση θα μπορούσε να καταγραφεί ως μια από τις μεγαλύτερες δικαστικές πλάνες στην ιστορία της Βρετανίας. Ακόμη και αν η ετυμηγορία διατηρηθεί, η υπόθεση έχει ήδη κλονίσει την εμπιστοσύνη του κοινού στη λειτουργία του δικαστικού συστήματος. Όπως καταλήγει ο Economist, «η αμφιβολία πλέον βαραίνει όχι μόνο την οικογένεια των θυμάτων, αλλά και το μέλλον της απονομής δικαιοσύνης».