Το ισπανικό κοινοβούλιο ενέκρινε νομοσχέδιο που χαρακτηρίζει ως βιασμό οποιαδήποτε σεξουαλική πράξη χωρίς συναίνεση.
Οι διατάξεις του κάνουν τη συναίνεση τον καθοριστικό παράγοντα στις υποθέσεις σεξουαλικής επίθεσης και απελευθερώνει τα θύματα από την υποχρέωση να πρέπει να αποδείξουν ότι χρησιμοποιήθηκε βία ή εκφοβισμός εναντίον τους.
Το «μόνο το ναι σημαίνει ναι», όπως έχει γίνει γνωστό το νομοσχέδιο, επιδιώκει να αντιμετωπίσει τον αόριστο ορισμό της συναίνεσης στην ισπανική νομοθεσία. Χωρίς αυτό τον ορισμό, ο νόμος βασιζόταν σε αποδείξεις βίας, αντίστασης ή εκφοβισμού για να κριθεί αν είχε συμβεί μια ποινική σεξουαλική πράξη.
Το νέο νομοσχέδιο ορίζει τη συναίνεση ως τη ρητή έκφραση της θέλησης ενός ανθρώπου, καθιστώντας σαφές ότι η σιωπή ή η παθητικότητα δεν σημαίνουν συναίνεση. Η μη συναινετική σεξουαλική πράξη μπορεί να θεωρηθεί επίθεση και να τιμωρηθεί με ποινή φυλάκισης έως 15 ετών.
«Από σήμερα η Ισπανία είναι μια πιο ελεύθερη, πιο ασφαλής χώρα για όλες τις γυναίκες», είπε στο κοινοβούλιο η υπουργός Ισότητας, Ιρένε Μοντέρο. «Θα αντικαταστήσουμε τη βία με την ελευθερία, τον φόβο με την επιθυμία», συμπλήρωσε.
Το νομοσχέδιο εγκρίθηκε με 201 ψήφους υπέρ, 140 κατά και τρεις αποχές. Τώρα, πρέπει να εγκριθεί από τη γερουσία για να τεθεί σε ισχύ.
Οι διατάξεις του επίσης υποχρεώνουν τους ανήλικους που διαπράττουν σεξουαλικά εγκλήματα να υποβάλλονται σε σεξουαλική εκπαίδευση, όπως και τη δημιουργία δικτύου 24ωρων κέντρων κρίσεων για θύματα σεξουαλικής επίθεσης και τις οικογένειές τους.
Αυτή η νομοθετική πρωτοβουλία έχει τις ρίζες της στην οργή που προκάλεσε ομαδικός βιασμός κατά τη διάρκεια του φεστιβάλ ταυροδρομιών στην Παμπλόνα, το 2016. Αρχικά, οι πέντε κατηγορούμενοι κρίθηκαν ένοχοι για σεξουαλική επίθεση αλλά όχι βιασμό, καθώς θεωρήθηκε ότι δεν άσκησαν βία στο θύμα.
Η απόφαση προκάλεσε εκτεταμένες διαδηλώσεις και εκκλήσεις η Ισπανία να ακολουθήσει το παράδειγμα άλλων ευρωπαϊκών χωρών που ορίζουν τον βιασμό ως σεξ χωρίς συναίνεση. Μετά τις σφοδρές αντιδράσεις, οι ισπανικές αρχές έκαναν έφεση στην απόφαση με την οποία οι κατηγορούμενοι είχαν καταδικαστεί σε εννέα χρόνια κάθειρξης. Το Ανώτατο Δικαστήριο τους επέβαλε ποινή 15 ετών.
Με πληροφορίες από Guardian, ΑΠΕ/ Reuters