Οι περίπου 600.000 Ροχίνγκια που παραμένουν στη Μιανμάρ ζουν υπό την απειλή μιας «γενοκτονίας», προειδοποίησαν σήμερα ερευνητές του ΟΗΕ.
Oι ειδικοί του ΟΗΕ ζήτησαν την προσαγωγή των υπευθύνων ενώπιον του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου.
Σε έκθεσή της η επιτροπή έρευνας του ΟΗΕ για τη Μιανμάρ επεσήμανε ότι υπάρχουν «αποδεικτικά στοιχεία τα οποία επιτρέπουν να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι η πρόθεση του κράτους για γενοκτονία (...) έχει ενισχυθεί» από πέρυσι και «ότι υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να υπάρξουν ή να επαναληφθούν πράξεις με στόχο τη γενοκτονία».
«Αυτό σημαίνει ότι η Μιανμάρ θα πρέπει να προσαχθεί ενώπιον του ΔΠΔ επειδή δεν πληροί τις υποχρεώσεις της βάσει της Σύμβασης για τη Γενοκτονία του 1948, μία από τις λίγες συμβάσεις προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που έχει επικυρώσει», αναφέρει η επιτροπή.
Σύμφωνα με τους ερευνητές του ΟΗΕ, στους οποίους δεν έχει επιτραπεί η πρόσβαση στο κρατίδιο Ραχίν όπου ζει κυρίως η μουσουλμανική μειονότητα, «η Μιανμάρ εξακολουθεί να διαπράττει εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας (...) και διώξεις στο πλαίσιο μιας γενικευμένης και συστηματικής επίθεσης εναντίον των Ροχίνγκια».
Περίπου 740.000 Ροχίνγκια αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το κρατίδιο Ραχίν τον Αύγουστο του 2017 έπειτα από μια επιχείρηση του βιρμανικού στρατού.
Ολόκληρες οικογένειες κατέφυγαν στην άλλη πλευρά των συνόρων στο Μπανγκλαντές, όπου ενώθηκαν σε καταυλισμούς προσφύγων με άλλα 200.000 μέλη της μειονότητας που ζούσαν εκεί σε άθλιες συνθήκες.
«Οι 600.000 Ροχίνγκια που παραμένουν στη Μιανμάρ διώκονται συστηματικά ή ζουν υπό την απειλή μιας γενοκτονίας» και οι «άθλιες» συνθήκες ζωής τους επιδεινώθηκαν τον τελευταίο χρόνο, καταγγέλλουν οι ερευνητές του ΟΗΕ, οι οποίοι εκτιμούν ότι «τα γεγονότα υπογραμμίζουν πως είναι αδύνατη» η επιστροφή των προσφύγων.
«Αν ο ΟΗΕ και η διεθνής κοινότητα δεν λάβουν αποτελεσματικά μέτρα αυτή τη φορά, η θλιβερή ιστορία είναι καταδικασμένο να επαναληφθεί. Το σκάνδαλο της διεθνούς αδράνειας πρέπει να σταματήσει», τόνισε ο Κρίστοφερ Σιντότι, μέλος της επιτροπής έρευνας του ΟΗΕ.
Με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ, Reuters
σχόλια