Ο Ραούλ Ριβέρο, ο επαναστάτης Κουβανός δημοσιογράφος και ποιητής που στη συνέχεια κατηγόρησε την «κομμουνιστική δικτατορία του Φιντέλ Κάστρο» για καταστολή των αντιφρονούντων, πέθανε την περασμένη Κυριακή σε ηλικία 75 χρόνων, στο Μαϊάμι.
Όπως έκανε γνωστό η σύζυγός του, Μπλάνκα Ρέγες, επί χρόνια είχε εμφύσημα και πέθανε τελικά από καρδιοαναπνευστικές επιπλοκές.
Ο Ριβέρο διατέλεσε ανταποκριτής του κουβανέζικου πρακτορείου ειδήσεων στη Μόσχα από το 1973 έως το 1976. Με την επιστροφή του έγινε πολιτιστικός συντάκτης εκδόσεων. Λόγω της ιδιοσυγκρασιακής και θερμής ποίησης και πρόζας του υπέρ του Κάστρο είχε κερδίσει τη φήμη τού ποιητή της επανάστασης.
Ωστόσο, αργότερα ο Ριβέρο έγινε ο ηγέτης του ανεξάρτητου Τύπου της Κούβας, βγαίνοντας εκτός των ορίων της κομμουνιστικής ορθοδοξίας.
Παρότι έγινε δεκτός με ενθουσιασμό από τους λογοτεχνικούς κύκλους, αργότερα ο ίδιος φυλακίστηκε για υπονόμευση του πολιτικού καθεστώτος.
Σε μια δημόσια έκκληση που απηύθυνε ο ίδιος και άλλοι Κουβανοί διανοούμενοι το 1991, ζητούσαν από την κυβέρνηση να διασφαλίσει τις πολιτικές ελευθερίες, να διεξάγει δημοκρατικές εκλογές και να απελευθερώσει τους πολιτικούς κρατουμένους.
Χλεύασε και αποκήρυξε τη δημοσιογραφία που εκείνος και συνάδελφοί του ασκούσαν μέχρι πρότινος, μέσα στα άκαμπτα όρια που επέβαλε η κυβέρνηση. Όπως έλεγε, «ήταν φαντασία για μια χώρα που δεν υπάρχει».
Τη δεκαετία του 1990, ίδρυσε το ανεξάρτητο πρακτορείο ειδήσεων Cuba Press, ενώ άρχισε να δημοσιεύει άρθρα του και να εκδίδει την ποίηση του στις ΗΠΑ και άλλες χώρες.
Μέχρι το τέλος εκείνης της δεκαετίας, ο Ριβέρο και η εκστρατεία του υπέρ της ελευθεροτυπίας και της ελευθερίας έκφρασης στην Κούβα είχε κερδίσει οικουμενική αναγνώριση.
Ο ίδιος τιμήθηκε από τους Δημοσιογράφους Χωρίς Σύνορα το 1997 ενώ το 2000 το International Press Institute τον ονόμασε έναν από τους «50 ήρωες για την ελευθερία του Τύπου», παγκοσμίως.
Καταδικάστηκε σε 20 χρόνια φυλάκιση και για περίπου ένα χρόνο παρέμεινε σε ένα ασφυκτικά μικρό κελί χωρίς παράθυρο και πρόσβαση με κανέναν από τον «έξω κόσμο». Τον Νοέμβριο του 2004, ήταν ένα από τους έξι πολιτικούς κρατουμένους που αφέθηκαν ελεύθερη, σε μια εξέλιξη που ερμηνεύτηκε ως κίνηση καλής θέλησης για τη σύσφιξη σχέσεων με την Ευρωπαϊκή Ένωση.
«Ιδού, στα 57 μου χρόνια, καταδικασμένος να περάσω δύο δεκατίες πίσω από αυτά τα κάγκελα, έγραφα κάθε βράδυ σε ένα σημειωματάριο τις αναμνήσεις των τελευταίων επεισοδίων της ζωή μου» θυμόταν σε συνέντευξή του, αναφερόμενος στην ανθολογία ποιημάτων “Life and Offices” που έγραψε ενόσω βρισκόταν φυλακισμένος.
Με πληροφορίες από New York Times