Με αφορμή την επανέκδοση του βιβλίου του «Μικρό ημερολόγιο συνόρων» ο Αλβανός συγγραφέας Γκαζμέντ Καπλάνι, που πλέον ζει στην Αμερική, αφηγήθηκε στον Γιάννη Πανταζόπουλο τη ζωή του στην Ελλάδα και την επί 25 έτη άκαρπη αναζήτηση υπηκοότητας.
Ο ειδικός γραμματέας Ιθαγένειας υπουργείου Εσωτερικών, Λάμπρος Μπαλτσιώτης, απαντά δημόσια μέσω της παρούσας στήλης στον κ. Καπλάνι:
Αξιότιμε κ. Καπλάνι, σχετικά με τη συνέντευξή σας στη LiFO και στον δημοσιογράφο Γιάννη Πανταζόπουλο (που δημοσιεύτηκε στις 27 Οκτωβρίου), επιτρέψτε μου να επισημάνω τα εξής. Με τη μεταρρύθμιση της διαδικασίας πολιτογράφησης όσο και με την εισαγωγή ειδικών διαδικασιών κτήσης ιθαγένειας για τα παιδιά που γεννιούνται και μεγαλώνουν στην Ελλάδα, όπως θεσμοθετήθηκαν το 2010 και το 2015, δεν μπορούν να υπάρξουν –και ούτε υπάρχουν– αποκλεισμοί κανενός είδους.
Έτσι, έκτοτε, περί τους 65.000 Αλβανούς πολίτες έχουν αποκτήσει την ιθαγένεια, πέραν όσων κατηγοριοποιούνται ως ομογενείς. Από το 2010 και μετά, που η ιθαγένεια στην Ελλάδα εισήλθε στο κράτος δικαίου, δεν γνωρίζω καμία παρέκκλιση από το κράτος δικαίου αναφορικά με το ποιοι πολιτογραφούνται, ανεξαρτήτως κυβερνήσεων. Απόρριψη της αίτησης για λόγους δημόσιας ή εθνικής ασφάλειας, διάταξη που προφανώς υπάρχει στο δίκαιο όλων των χωρών, έχει εφαρμοστεί από το 2010 και μετά σε περιπτώσεις που μετριούνται στα δάχτυλα των δύο χεριών.
Από το 2015 και στον ένα χρόνο της θητείας μου, ένα από τα ζητήματα στα οποία δόθηκε προτεραιότητα είναι η αλλαγή της διοικητικής νοοτροπίας: διαφάνεια, δημοσιότητα, σαφείς κανόνες και μη εμπιστευτικές εγκύκλιοι και έγγραφα. Στόχος είναι όλα να είναι ελέγξιμα και να μηδενιστεί η δυνατότητα παρεμβάσεων από οποιονδήποτε. Δεν υπάρχει κράτος το οποίο να αποδίδει ιθαγένεια με τη διαδικασία πολιτογράφησης σε πρόσωπα τα οποία δεν κατοικούν στη χώρα. Μάλιστα, πολλά δυτικά κράτη εξετάζουν εξαντλητικά την παραμονή στη χώρα πριν και μετά την αίτηση, ακόμα και τις προθέσεις. Βέβαια, δεν υπάρχει σύγχρονο δημοκρατικό κράτος που να κάνει δέκα χρόνια να εξετάσει αίτηση πολιτογράφησης.
Η ελληνική διοίκηση έχει καταδείξει εξαιρετική προσαρμοστικότητα κατά την εξέταση των ουσιαστικών προϋποθέσεων των αιτήσεων λόγω της κρίσης και των συνεπειών της σε μεγάλα τμήματα του μεταναστευτικού πληθυσμού, όπως και λόγω των υπέρμετρων καθυστερήσεων. Επειδή, όμως, η εν πολλοίς καλοπροαίρετη αυτή προσαρμοστικότητα είναι αυθαίρετη και αντιφατική, ρυθμίζεται τώρα με νόμο.
Αγαπητέ Γκάζι, ξέρω από πρώτο χέρι τις ταλαιπωρίες που υποστήκατε από τμήματα της ελληνικής διοίκησης στις αρχές της δεκαετίας του 2000 για την ανανέωση της άδειας παραμονής σας και από τη θητεία μου στον Συνήγορο του Πολίτη, και επιτρέψτε μου εδώ να υπογραμμίσω τη συμβολή του στην αποκατάσταση του κράτους δικαίου.
Εκ μέρους της ελληνικής πολιτείας εκφράζω τη συγγνώμη μου τόσο σε εσάς όσο και σε χιλιάδες άλλους, η ολοκλήρωση της διαδικασίας πολιτογράφησης των οποίων καθυστερεί. Ειδικά σε όσους είχαν αιτηθεί την πολιτογράφησή τους πριν τεθεί σε ισχύ ο νόμος 3838/2010, όπως εσείς, οι καθυστερήσεις εξακολουθούν να είναι απαράδεκτες. Τον Σεπτέμβριο εκκρεμούσαν ακόμη 611 αιτήσεις, για την καθυστέρηση δε των 146 ευθύνεται αποκλειστικά η ελληνική διοίκηση.
Με εκτίμηση, Λάμπρος Μπαλτσιώτης
ΥΓ.: Ο κ. Βασίλης Παπαστεργίου, πληρεξούσιος δικηγόρος σας, ουδέποτε πήρε τηλέφωνο είτε εμένα, είτε στο Γραφείο της Ειδικής Γραμματείας. Γνωρίζοντας την εντιμότητά του, δεν θα ισχυριστεί ότι το έκανε.
Ο Γκαζμέντ Καπλάνι ανταπαντά:
Αξιότιμε κ. Μπαλτσιώτη, ευχαριστώ πολύ για την απάντησή σας.
Δεν νιώθω καθόλου ευχάριστα που πρέπει να σας απαντήσω. Νιώθω σαν να έχω γίνει πρωταγωνιστής μιας καφκικής ιστορίας όπου ακόμα και τα επιχειρήματα έχουν χάσει πλέον την αξία τους. Σε κάθε περίπτωση, για να μην βασανίσουμε και τους αναγνώστες που δεν μας χρωστάνε τίποτε, θα αναφερθώ μονάχα στο ζήτημα της πολιτογράφησης που αφορά άμεσα τη Διεύθυνση Ιθαγενείας (που θα την αποκαλέσω για λόγους συντομίας «η υπηρεσία σας»).
Αναφέρετε στην επιστολή σας ότι «Δεν υπάρχει κράτος το οποίο να αποδίδει ιθαγένεια με τη διαδικασία πολιτογράφησης σε πρόσωπα τα οποία δεν κατοικούν στη χώρα». Έτσι είναι. Δεν υπάρχει όμως κράτος που να μην αποδίδει την ιθαγένεια επειδή το πρόσωπο αυτό που έχει ζήσει 25 χρόνια νόμιμα στην χώρα, διαθέτει άδεια παραμονής επί μακρόν διαμενόντων και βρίσκεται προσωρινά στο εξωτερικό με υποτροφία ή για σπουδές και συνεχίζει να πληρώνει με συνέπεια φόρους στην χώρα. Αυτή είναι η περίπτωσή μου. Επιπλέον, η υπηρεσία σας οφείλει να καλέσει τον αιτούντα που περιμένει δέκα χρόνια να εξεταστεί η αίτησή του –γιατί, το επαναλαμβάνω, έχει παραμείνει στη χώρα 25 χρόνια νόμιμα, έχει άδεια παραμονής, έχει πληρώσει 1.500 ευρώ ως παράβολο για την αίτηση– για συνέντευξη και κατόπιν αυτού να απορρίψει ή να εγκρίνει την αίτηση πολιτογράφησης, βάσει της ισχύουσας νομοθεσίας.
Αντιθέτως η υπηρεσία σας επέλεξε να με καλέσει για συνέντευξη μια μέρα αφού είχε λήξει η άδεια παραμονής μου στην Ελλάδα. Εάν δεν ήταν αληθινό κάτι τέτοιο, θα αποτελούσε ιδανικό σενάριο για έργο του θεάτρου του παραλόγου. Έχω κάθε λόγο να συμπεράνω ότι ήταν μια εκδικητική επιλογή της υπηρεσίας σας, που με προσβάλλει βάναυσα. Γιατί δεν ρωτάτε και δεν ερευνάτε στην υπηρεσία σας για αυτή την καφκική σύμπτωση;
Στην επιστολή σας αναφέρετε ότι «δεν υπάρχει και σύγχρονο δημοκρατικό κράτος που να κάνει δέκα χρόνια να εξετάσει αίτηση πολιτογράφησης». Άρα, αν καταλαβαίνω σωστά, αποδέχεστε ότι η Ελλάδα δεν αποτελεί σύγχρονο δημοκρατικό κράτος δικαίου, τουλάχιστον όσον αφορά τους μετανάστες. Πρέπει, όμως, να γνωστοποιήσετε αυτό το πολύ σημαντικό γεγονός στους μετανάστες που υποβάλλουν και υπέβαλλαν αίτηση για πολιτογράφηση –πληρώνοντας μάλιστα ένα ασυνήθιστα ακριβό παράβολο– ώστε να μην έχουν ψευδαισθήσεις. Προσωπικά πίστευα αφελώς και θέλω να πιστεύω ακόμα ότι η Ελλάδα αποτελεί σύγχρονο δημοκρατικό κράτος δικαίου.
Ας αποδεχτούμε ότι η Ελλάδα δεν αποτελεί σύγχρονο δημοκρατικό κράτος δικαίου. Θέλω να σας ρωτήσω με κάθε ειλικρίνεια: έχουν πάρει την ιθαγένεια ή έχουν κληθεί για συνέντευξη πρόσωπα που έχουν υποβάλει αίτηση πολιτογράφησης μετά ή κατά τις ίδιες ημερομηνίες με μένα;
Όπως αναφέρω και στη συνέντευξή μου, ζητάω από την υπηρεσία σας να μου στείλει την απορριπτική απόφαση της αίτησής μου. Το οφείλει στη νομοθεσία και, αν μη τι άλλο, στα 1.500 ευρώ που έχω πληρώσει ως παράβολο για την αίτησή μου. Δεν νομίζω ότι ζητάω πολλά. Όπως αναφέρω επίσης στη συνέντευξη, με απόλυτο αίσθημα σοβαρότητας, θέλω να τη βάλω σε κορνίζα. Θέλω επίσης να αποτελεί το εξώφυλλο του μυθιστορήματός μου «Υπηκοοτητα», το οποίο προτίθεμαι να γράψω στα ελληνικά. Έτσι τουλάχιστον θα μπορέσω να μετατρέψω τον πόνο μου σε έργο τέχνης – πράγμα που κάνουν συχνά οι συγγραφείς.
Εύχομαι, τέλος, να αποτελεί η περίπτωση μου ένα σημείο αναφοράς (έστω και θλιβερό και παράλογο) ώστε να αποφευχθεί στο μέλλον η κατάφωρη καταπάτηση των δικαιωμάτων των μεταναστών που δεν έχουν δημόσιο λόγο και ούτε έχουν την ευκαιρία να δώσουν συνεντεύξεις στη LiFO, οι οποίοι όμως τόσο πολλά προσφέρουν καθημερινά στην ελληνική κοινωνία και αποτελούν πλέον αναπόσπαστο κομμάτι της. Η μη απόδοση της ιθαγένειας σε όσους τη δικαιούνται δεν αποτελεί απλά μια ατυχή διοικητική πράξη. Καταστρέφει τις ζωές των μεταναστών, τους κοροϊδεύει βάναυσα και τους ταπεινώνει. Αυτό προσπάθησε να κάνει με μένα η υπηρεσία σας.
Ανταποδίδω γενναιόδωρα τα φιλικά αισθήματα που νιώθετε προς το πρόσωπό μου. Σας εύχομαι κάθε επιτυχία στο έργο σας.
Με εκτίμηση, Γκ. Καπλάνι. Έλληνας συγγραφέας και πολίτης χωρίς υπηκοότητα.