Η απονομή του Νόμπελ Λογοτεχνίας στον Πέτερ Χάντκε προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις. Ο χρήστης Cogito ergo sum σχολίασε σχετικά: «Κλασικό και αναπάντητο το ερώτημα για τη σχέση του καλλιτέχνη με την πολιτική. Απαράδεκτες οι απόψεις του Χάντκε, ειδικά σε ό,τι αφορά τη Σρεμπρένιτσα και τη σφαγή που έκαναν εκεί οι "ορθόδοξοι αδελφοί μας". Είναι, όμως, αυτός λόγος να απορρίψουμε το έργο του; Το Ταξίδι στην άκρη της νύχτας είναι από τα πιο συγκλονιστικά βιβλία που έχω διαβάσει. Ο Σελίν, από την άλλη, ήταν κρετίνος, άρα ποια είναι η στάση μου απέναντί του; Ειλικρινά, δεν έχω απάντηση. Πάντως, καλά κάνουν κάποιοι και κριτικάρουν τις άθλιες απόψεις του Χάντκε. Αφού τις κοινοποίησε δημόσια, θα δεχτεί και την ανάλογη αντίδραση. Ας πρόσεχε!», με τον χρήστη βλαχάκι (το) να απαντά αναφορικά με το κατά πόσο μπορεί να συνδεθεί τελικά ο καλλιτέχνης με τα πολιτικά του πιστεύω: «Πράγματι, υπάρχει αυτό το ερώτημα. Ένα δεύτερο που προκύπτει, όμως, είναι αν, με το χέρι στην καρδιά, θα σε άφηνε ανεπηρέαστο μια πρόσφατη ιστορική αδικία που διαπράχθηκε εις βάρος κάποιου πολύ πιο κοντινού σ' εσένα, ας πούμε στην Ελλάδα. Αν π.χ. ο κύριος ήταν vocal υπερασπιστής των συνταγματαρχών και έτρεχε στις κηδείες τους, θα το σκεφτόσουν ακριβώς έτσι το θέμα ή όχι; Μήπως πολλοί τρέχουν –και δεν εννοώ εσένα– να υπερασπιστούν κάτι επειδή τα προβλήματα δεν αφορούν τον δικό τους ποπουδάκο; Αυτό με προβληματίζει εμένα».
Στο τεύχος της προηγούμενης εβδομάδας ο Άκης Κατσούδας μίλησε με τις έφηβες πρωτεργάτριες του Fridays for Future Greece. Ο χρήστης Μαύρος Γάτος σημείωσε σχετικά με τη μόλυνση του πλανήτη από τα πλαστικά: «Έχοντας συμμετάσχει σε καθαρισμούς παραλιών –και όχι μόνο στην Ελλάδα–, μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι το μεγαλύτερο ποσοστό πλαστικού που συλλέξαμε δεν προερχόταν από το ψάρεμα αλλά από συσκευασίες. Σε μερικές περιπτώσεις, μάλιστα, από προϊόντα που είχαν πάψει να κυκλοφορούν στο εμπόριο εδώ και πολλά χρόνια. Επίσης, από την αρθρογραφία του διεθνούς Τύπου μπορεί κανείς να διαπιστώσει ότι το μεγαλύτερο μέρος των πλαστικών προέρχεται από αναπτυσσόμενες χώρες, κυρίως από συσκευασίες που καταλήγουν στα ποτάμια και στη συνέχεια στη θάλασσα, καθώς τα συστήματα αποκομιδής απορριμμάτων και ανακύκλωσης είναι από υποτυπώδη έως ανύπαρκτα. Φυσικά, η αλιευτική βιομηχανία έχει κι αυτή σημαντικό μερίδιο, όχι όμως στη συντριπτική της πλειονότητα».
Η Βίβιαν Στεργίου έγραψε για «Μόνιμους κατοίκους σε μια Αθήνα κουλ». Ο Νίκος Νικολαΐδης - ΣΦ σχολίασε: «Θαυμάσιο άρθρο, κ. Στεργίου. Στα πεζοδρόμια βλέπει κανείς το επίπεδο κοινωνικής παιδείας του λαού μας. Αν και ζω δυόμισι δεκαετίες στο Σαν Φρανσίσκο, έχω κάνει παρεμβάσεις να σουλουπωθούν πεζοδρόμια, να διορθωθούν λακκούβες, να καθαριστούν προσόψεις κτιρίων στην ακτή Τζελέπη, στο παραλίμνιο στον Πειραιά, στον Πύργο, στο Φανάρι του Διογένη, λίγο πιο κάτω, στους Στύλους, στην Πατησίων έξω απ' το Αρχαιολογικό Μουσείο. Πληγώνομαι όταν βλέπω την αδιαφορία του κόσμου, το άλυτο πρόβλημα του πάρκινγκ, την αισθητική τρομοκρατία του ανεξέλεγκτου γκράφιτι, την εγκατάλειψη των παλιών νεοκλασικών από ανθρώπους που τυφλά ταυτίζουν κάθε καινούργιο trend με την πρόοδο. Είναι ένας αντικατοπτρισμός της αδυναμίας μας να συλλάβουμε τη χώρα ως ένα ενιαίο πρότζεκτ. Αυθάδης ηχορρύπανση και αποστασιοποίηση από την ενεργή μας σχέση με το αστικό περιβάλλον αποδεικνύουν ότι, τουλάχιστον όσον αφορά την Αθήνα και τον Πειραιά, η μισή Ελλάδα ζει σε δύο πόλεις που δεν αγαπά, δεν συμπαθεί, δεν φροντίζει – δεν κατάγεται απ' αυτές, παρά μόνο κατ' ανάγκην. Ίσως φταίει η προβληματική αντίληψη που έχουμε για τη σχέση κράτους - πολίτη - κοινωνίας. Το 2011, όταν πήγα στην Οδοποιία στην οδό Αθηνάς 16 και ζήτησα να κλείσουν μια λακκούβα μπροστά στο Αρχαιολογικό Μουσείο στο πεζοδρόμιο, έπρεπε να τους πω ότι έχω σχέση με τους "New York Times" για να το κάνουν. Το έβλεπαν, όμως, ως αγγαρεία. Τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει αρκετές μεμονωμένες προσπάθειες (δενδροφυτεύσεις σε πάρκα, κινητοποιήσεις κατοίκων για διάφορα ζητήματα που αφορούν την ποιότητα ζωής στα μεγάλα αστικά κέντρα), όμως το έλλειμμα κοινωνικής παιδείας εξακολουθεί να υπάρχει, στερώντας από τον λαό μας μια πιο αναβαθμισμένη ποιότητα ζωής, κυρίως στις πόλεις. Αν σεβόμασταν τον εαυτό μας, και την Ιστορία μας, θα έπρεπε να διοργανώνουμε εβδομαδιαία καθαρισμό και να θεωρείται τιμητική η συμμετοχή σε αυτόν. Η αισθητική που βγάζει το αστικό τοπίο της μισής Ελλάδας διαμορφώνει τις αξίες και την ψυχοσύνθεσή μας. Είναι ό,τι είμαστε και όσοι το αποφεύγουν ή το σνομπάρουν αρνούνται την κοινωνικοπολιτική τους υπόσταση».
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
σχόλια