St. Andrews, Σκωτία, 28/7
Πέντε χρόνια ακριβώς είχα να έρθω στη Σκωτία, από τότε που πήρα το πτυχίο μου. Στο τρένο από το Εδιμβούργο κοιτάω το τοπίο σαν χαζή. Είχα ξεχάσει πόσο όμορφη και άγρια είναι η φύση εδώ, πόσο βαθύ το πράσινο - καμία σχέση με τη νερόβραστη αγγλική εξοχή με τα προβατάκια και τα ρυάκια .Έχουν περάσει δυο χρόνια από την τελευταία φορά που είδα τις τέσσερις καλύτερές μου φίλες από το πανεπιστήμιο. Είχαμε κάνει το διαμέρισμά μου youth hostel με σεντόνια και μαξιλάρια παντού - τριγυρνούσαμε στους άδειους δρόμους σαν πρόσκοποι τον Δεκαπενταύγουστο. Η πιο μικρή από τις τέσσερις της παρέας έχει γίνει δασκάλα σε δημοτικό σχολείο και μένει σε ένα σπίτι δίπλα στη θάλασσα στη σκωτσέζικη εξοχή (όχι, δεν παίζει το γιουκαλίλι κοιτώντας τα κύματα). Σε τρεις μέρες παντρεύεται και είμαι παράνυμφος.
Σκωτία, 29/7
Η Βανέσα μάς έχει κλείσει ένα bed and breakfast στη μέση του πουθενά δίπλα σε κάτι αγρούς, στο σπίτι μιας γριάς καρακάξας. Ήταν το μόνο μέρος που μπορούσαμε να βρούμε - όλα τα άλλα ήταν κλεισμένα εδώ και μήνες. Το δωμάτιό μας θυμίζει λιλιπούτειο θάλαμο βασανιστηρίων με κεντημένα γατάκια σε καδράκια στους τοίχους - έχει τόση υγρασία που οι πετσέτες δεν στεγνώνουν ποτέ. Από το παράθυρο βλέπουμε τον κήπο: γύψινοι κύκνοι στα χαλίκια. Τα πρωινά μοιραζόμαστε το τραπέζι του πρωινού με γκόλφερς που τρώνε τυρί τσένταρ και λουκάνικα και πίνουν νερωμένο τσάι. Ό,τι ώρα και να φτάσουμε, η γριά καρακάξα ξεπροβάλλει με τα μοβ μαλλιά της από κάποιο σκοτεινό διάδρομο σαν τη μις Χαβισαμ και θέλει να μάθει τα πάντα: πού πήγαμε, τι κάναμε, θα μας φτιάξουν τα μαλλιά στον γάμο με φιογκάκια; Θα κάνουμε μπάτσελορ πάρτι για τη φίλη μας; Θυμάται, μας λέει με γουρλωμένα μάτια, ακόμα το σοκ που έπαθε όταν είδε ένα μπάτσελορ παρτι σε κάποια πίστα του μπόουλινγκ (!): οι φίλες της νύφης φόραγαν ροζ φωσφοριζέ μπλούζες (πάω στοίχημα ότι ήταν ό,τι πιο συναρπαστικό της συνέβη εκείνη τη χρονιά, μαζί με το πρωτάθλημα μπίνγκο). Αρνείται πεισματικά να μας δώσει κλειδί για το δωμάτιό μας και μας βαράει την πόρτα κάθε πρωί στις 9:30, ψιθυρίζοντας ανατριχιαστικά πράγματα όπως «Θέλω να φύγω, γιατί έχω να πάω σε μια κηδεία. Θα μπορούσα να σας ζητήσω να φύγετε; Δεν θέλω να σας αφήσω μόνες στο σπίτι».
30/7
Η πρόβα του γάμου είναι πάντα αμήχανη - τα τακούνια μας βυθίζονται στα χαλίκια δίπλα στο γοτθικό νεκροταφείο και ο παπάς στέκεται με τα κόκκινα μαγουλάκια του στην άκρη της εκκλησίας και μας δίνει οδηγίες. Μετά περπατάμε είκοσι λεπτά με τα τακούνια μέσα στο κρύο για να φτάσουμε σε ένα μέρος που λέγεται Buttercup Café - το 'χει κλείσει η νύφη γι' απόψε. Καθόμαστε σε ένα τραπέζι με καρό τραπεζομάντιλα - απέναντι βρίσκεται ένας καθεδρικός ναός. Κάτι είναι περίεργο εδώ - αλλά δεν είμαι σίγουρη τι. Μετά συνειδητοποιώ πως από τα ηχεία παίζει Γλυκερία. Στα αριστερά μου έχει δυο πελώριες ελληνικές σημαίες και ανάμεσα μια επιγραφή που λέει «Αndrea's Τavern». Ακούμε Μητροπάνο («Είσαι ωραία σαν αμαρτία κι εγώ παιδάκι της γειτονιάς») και πίνουμε κρασί. Σε λίγο εμφανίζεται ο Αντρέας. «Κυρίες και κύριοι, αυτή θα είναι μια υπέροχη βραδιά για σας από την πιο υπέροχη χώρα του κόσμου, την πατρίδα μου, την Ελλάδα», λέει με σπαστά αγγλικά, ενώ από πίσω ο Μητροπάνος τραγουδάει για ένα ποτήρι θάνατο. «Μάλιστα», σκέφτομαι και κοιτάω κάτι πόστερ της Σαντορίνης κάπως ντροπιασμένη. «Έι, εσύ, με ακούς;», μου λέει ο Αντρέας στα αγγλικά. «Ναι αμέ», του απαντάω στα ελληνικά. Καθόλου δεν χαίρεται. Λίγη ώρα αργότερα με καλοπιάνει. «Γεια σου Δέσποινα λεβέντισσα » φωνάζει και με ταΐζει κεφτέδες με το ζόρι. Μάλλον φοβάται ότι θα αποκαλύψω το αληθινό του μυστικό, ότι δεν είναι Έλληνας αλλά Κύπριος από τη Λεμεσό. «Τι λέει η μουσική τώρα;», με ρωτάει η Kate αγκαλιά με ένα μπουκάλι κρασί. Προσπαθώ να της μεταφράσω τον στίχο «Μια ζωή μέσα στους δρόμους και στις νύχτες». «Α, μάλιστα, ακούμε τον Johnny Cash της Ελλάδας», μου λέει και τρώει άλλο ένα κομμάτι μουσακά. Ακολουθούν σπανακοπιτάκια, χωριάτικη, ταραμάς και άπειρες ποσότητες κρασιού, ο Αντρέας σπάει πιάτα μόνος του πίσω από τον πάγκο και φωνάζει: «ώπα», ενώ οι υπόλοιποι θαμώνες βαράνε παλαμάκια μεθυσμένοι, με μουσική υπόκρουση τον Ζορμπά. Εγώ κοιτάω απαθής τον σκωτσέζικο καθεδρικό ναό απέναντι και τρώω πιλάφι. Αισθάνομαι τελείως αλλόκοτα - σαν να έχω μια εξωσωματική εμπειρία. Στο τέλος μας φέρνει καρπούζι - οι φίλες μου έχουν μεθύσει και φτύνουν η μια την άλλη με τα κουκούτσια. «Γιατί δεν μου είπες ότι θα ερχόμασταν σε ελληνική ταβέρνα;» ρωτάω τη νύφη. «Γιατί; Αν στο 'λεγα, θα ερχόσουνα;», μου απαντάει και φτύνει ένα κουκούτσι στο πιάτο μου.
σχόλια