Σάββατο βράδυ, κατηφορίζοντας τo δρόμο έξω από το σπίτι μου
Η γειτονιά μου αδειάζει για τα καλά τα Σαββατοκύριακα. Ούτε καν να περιμένω το φανάρι για να διασχίσω την Αρδηττού, δεν χρειάζεται... Έχω ραντεβού στο Σύνταγμα με άλλον έναν ξενιτεμένο φίλο. Είναι και επίσημα η σεζόν της ξενάγησης των φίλων που μένουν στο εξωτερικό κι επιστρέφουν για να παντρευτούν ή να κάνουν τουρισμό. Μου αρέσουν γιατί είναι υπάκουοι (είπε κραδαίνοντας το μαστίγιό της) Λείπουν τόσα χρόνια από την Αθήνα, που όπου και να τους πας χαίρονται. Επίσης, βλέπουν την Αθήνα ως μια μεγάλη ρομαντική πόλη, όπου χτυπάς την πόρτα της γειτόνισσας και ζητάς ζάχαρη, ένας αρκουδιάρης με ντέφι χορεύει στις γωνίες και βγαίνεις έξω κάθε βράδυ μέσα στον αυθορμητισμό και χτυπάς παλαμάκια μόνος σου. Οι φίλοι μου λείπουν πλέον τόσα χρόνια που είναι σαν τουρίστες. Το μόνο κακό είναι ότι γκρινιάζουν ακατάπαυστα για τις τιμές των ποτών. Δεν έχουν κι άδικο, εδώ που τα λέμε.
Σάββατο βράδυ Κey Bar, 12.45
Καθόμαστε στο Key Bar -δείχνω στο φίλο μου τα πρώτα γραφεία της LifΟ, που ήταν ακριβώς απέναντι- όταν προβάλλει ο Κ. Κάθεται στο τραπέζι, μιλάμε μετρημένα για χωρισμούς («δεν ήμουν έτοιμος, απλώς δεν ήμουν έτοιμος.») και μετά εξαφανίζεται. Μισή ώρα αργότερα καταφτάνει η Σ. Πιάνουμε μια σοβαρή κουβέντα για τα κατεχόμενα της Βόρειας Κύπρου, κι όταν σηκώνεται να φύγει από την πολυθρόνα διαπιστώνω ότι έχει μια τρύπα στο φουστάνι της. Είναι μόνο η αρχή - όλο το βράδυ χαιρετάω κόσμο μέσα σε μια παραζάλη γεμάτη ευτράπελα. Αισθάνομαι σαν να πρωταγωνιστώ σε ταινία του Γούντι Άλεν, που οι πρωταγωνιστές κάθονται σε κάποιο καφέ και συχνά πυκνά εμφανίζονται τυχαία μεγάλοι χολιγουντιανοί σταρ, οι οποίοι χορεύουν κλακέτες και μιλάνε για την τελευταία τους συνάντηση με τον ψυχοθεραπευτή τους. Ο φίλος μου είναι ενθουσιασμένος με τη ζεστή, φιλική Αθήνα. Μετά μπαίνουμε μέσα για να χορέψουμε, μιας και ο DJ ανήκει στην αγαπημένη μας σχολή, τη σχολή «ό,τι να ναι» κι έτσι χορεύoυμε Abba, Λουκιανό Κηλαδηδόνη, («Κάπου την έχουμε πατήσει και οι δυο») U2 (!!!) και Smiths.Την έτσι κι αλλιώς ανύπαρκτη πίστα κατέχει μια ψηλή μελαχρινή νταρντάνα, την οποία και βαφτίζουμε «γκοτζίλα», που χορεύει με ανοιχτά χέρια, παρασύροντας τα πάντα στο διάβα της, ενώ εμείς έχουμε ζαρώσει στη γωνίτσα μας και χορεύουμε σε μισο τετραγωνικό με ψηλά τα χέρια. Δεν θα βαρεθώ ποτέ να το λέω: τα πιο ωραία βράδια έρχονται από το πουθενά, εκεί που δεν τα περιμένεις.
σχόλια